Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αιμόλυση
1 item total
αιμόλυση η [emólisi] Ο33 & αιμολυσία η [emolisía] Ο25 : (ιατρ.) βλάβη που συνίσταται σε αποχωρισμό της αιμοσφαιρίνης από τα ερυθρά αιμοσφαίρια.

[λόγ. < γαλλ. hémolyse < hémo- = αιμο- + αρχ. λύ(σις) -ση· λόγ. αιμόλυσ(ις) -ία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go