Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγχωτικός -ή -ό [aŋxotikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από άγχος. α. που προκαλεί άγχος: Aγχωτικό δίλημμα / μυθιστόρημα. Aγχωτικές καταστάσεις / σκέψεις. β. (για πρόσ.) αγχώδης: ~ τύπος.
[λόγ. αγχω- (δες αγχώνω) -τικός μτφρδ. γαλλ. angoissé]