Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγοραστής
1 εγγραφή
αγοραστής ο [aγorastís] Ο7 θηλ. αγοράστρια [aγorástria] Ο27 : αυτός που αγόρασε ή που ενδιαφέρεται να αγοράσει κτ. ANT πωλητής: Συμβόλαιο / συμφωνία μεταξύ αγοραστή και πωλητή. Tο βιβλίο αυτό μάταια περιμένει αγοραστή. Δε φάνηκε ακόμα κανένας ~ για το σπίτι.

[ελνστ. ἀγοραστής, αρχ. σημ.: `δούλος επιφορτισμένος με τα ψώνια΄· λόγ. αγορα σ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες