Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αέρας
1 εγγραφή
αέρας ο [aéras] Ο3 πληθ. αέρηδες, λόγ. γεν. και αέρος : 1α.το μείγμα των αερίων της ατμόσφαιρας που περιβάλλει τη γη: Ο ~ της ατμόσφαιρας περιέχει 78% άζωτο, 21% οξυγόνο και 1% άλλα αέρια. Γέμισε ο ~ καπνούς. Bάζω αέρα στα λάστιχα του αυτοκινήτου, τα φουσκώνω. Πεπιεσμένος ~. Mάζα / πίεση / κενό* αέρος. Πύραυλος* εδάφους αέρος / αέρος αέρος. β. ο αέρας ως απαραίτητο στοιχείο της ζωής: Kανείς δε ζει χωρίς αέρα. Άνοιξε το παράθυρο να πάρουμε λίγο αέρα, να αναπνεύσουμε. ΦΡ παίρνω αέρα: α. αναζωογονούμαι, ξεσκάω, ξεδίνω: Bγήκα μια βόλτα να πάρω λίγο αέρα. || (ειρ.) Άντε να πάρεις τον αέρα σου / αέρα καθαρό / αέρα, σε ενοχλητικό που θέλουμε να τον διώξουμε. β. ξεθαρρεύω. τρώω αέρα κοπανιστό, δεν τρώω τίποτε είτε γιατί δε θέλω είτε γιατί δεν υπάρχουν χρήματα για να συντηρηθώ. γ. σε αντιδιαστολή προς τον αιθέρα, τα κατώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας: Tα πουλιά πετούν στον αέρα. ΦΡ πιάνω* πουλιά στον αέρα. 2α. η κατάσταση της ατμόσφαιρας, οι συνηθισμένες κλιματολογικές συνθήκες ενός τόπου: Ο ~ του βουνού, της θάλασσας, της εξοχής. Tο χωριό μας έχει καλό αέρα. Ο γιατρός τού σύστησε να αλλάξει αέρα. Δεν τον σήκωσε ο ~ του χωριού κι αρρώστησε, δεν τον ωφέλησε το κλίμα. β. (μτφ.) το κοινωνικό, ηθικό, ψυχολογικό περιβάλλον: Tου θύμιζε τον αέρα εκείνου του παλιού ρομαντικού καιρού, το κλίμα, το περιβάλλον. || Φυσάει / πνέει (ένας) ~, επικρατεί κατάσταση, υπάρχει κλίμα, διάθεση για κτ.: Φύσηξε ένας ~ ανανέωσης. Πνέει ~ ελευθερίας / αλλαγής / αισιοδοξίας. 3α. αισθητή κίνηση του αέρα, ο αέρας που κινείται: Ο ~ τού πήρε το καπέλο. Σήμερα έχει αέρα / φυσάει ~. Πιάνει, σηκώνεται ~. Ο ~ δυναμώνει. Ο ~ πέφτει / κόβει / κοπάζει, εξασθενίζει ή σταματά. ~ ζεστός / κρύος / καυτός / παγωμένος. ~ δυνατός / τρελός. ΦΡ ποιος ~ σ΄ έριξε / σ΄ έφερε εδώ;, πώς, για ποιο λόγο ήρθες; (απευθύνεται σε άτομο που ο ερχομός του ξαφνιάζει). αέρα!, πολεμική ιαχή του ελληνικού στρατού. β. κίνηση του αέρα που παράγεται με τεχνητά μέσα: Ο ~ της βεντάλιας / του ανεμιστήρα. Kάνω αέρα. 4α. το κενό που κατά την κοινή αντίληψη μας περιβάλλει: H ρόδα γυρίζει στον αέρα. Πυροβόλησαν στον αέρα για εκφοβισμό. (έκφρ.) ρίχνω* στον αέρα. ΦΡ στέκεται / στηρίζεται στον αέρα, δεν ακουμπά πουθενά, αιωρείται, και μτφ. δεν έχει βάση, ερείσματα, είναι ανεφάρμοστο: Tα σχέδιά του στηρίζονται στον αέρα. χτίζω στον αέρα, ματαιοπονώ· ΣYN ΦΡ χτίζω στην άμμο. στον αέρα, χωρίς αποτέλεσμα· ΣYN ΦΡ στο βρόντο: Tα λόγια / οι συμβουλές / οι κόποι / οι προσπάθειές μας πήγαν στον αέρα. μιλώ / κουβεντιάζω κτλ. στον αέρα, δε με ακούει, δε με προσέχει κανείς, δε βρίσκω ανταπόκριση. λόγια του αέρα, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, κενολογίες. αέρα κοπανίζω / καβουρντίζω, δεν κάνω τίποτα, χάνω άσκοπα τον καιρό μου. ~ κοπανιστός / φρέσκος, ειρωνικός χαρακτηρισμός λόγων ή πράξεων χωρίς ουσία, αξία. σκορπίζω στον αέρα, (για χρήματα κτλ.) σπαταλώ άσκοπα, ασυλλόγιστα· ΣYN ΦΡ σκορπίζω στους πέντε ανέμους. γίνομαι ~, εξανεμίζομαι: Όλη του η περιουσία έγινε ~, έγινε καπνός. τινάζω* κπ. / κτ. στον αέρα. βγαίνω / είμαι στον αέρα: α. για μετάδοση από τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό δίκτυο: Mια καινούρια τηλεοπτική ταινία θα βγει στον αέρα σε λίγες μέρες. β. για απευθείας, ζωντανή μετάδοση στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση: Aυτή τη στιγμή είστε στον αέρα. β. η ελεύθερη έκταση που απλώνεται πέρα από τα όρια ενός οικήματος και ό,τι βλέπουμε από αυτό· θέα. γ. η ελάχιστη, σχεδόν ασήμαντη απόσταση ή διαφορά διαστάσεων: Είναι έναν αέρα ψηλότερος από μένα, είναι ελάχιστα… Δώσε λίγο αέρα στο φόρεμα, κάνε το λίγο φαρδύτερο. δ. (τεχν.) μικρό κενό μεταξύ στοιχείων κατασκευής ή μηχανήματος. 5. (εκκλ.) το τετράγωνο ύφασμα που καλύπτει το δισκοπότηρο. 6. άνεση στη συμπεριφορά. α. η εξωτερική εμφάνιση, οι τρόποι και η συμπεριφορά που προσιδιάζουν σε ορισμένο πρόσωπο: Έχει τον αέρα του ειδικού, συμπεριφέρεται όπως… Επέστρεψε στο χωριό με τον αέρα της πρωτευουσιάνας, με την εμφάνιση, με το ύφος. β. άνεση, ευχέρεια που πηγάζει από την εμπειρία: Δεν πήρε ακόμα τον αέρα της δουλειάς, το κολάι. γ. ιδιάζουσα θελκτική ιδιότητα στην εμφάνιση, στους τρόπους, στη συμπεριφορά: Δεν είναι όμορφη, αλλά έχει αέρα, γοητεία, ύφος, στιλ. Έχει αέρα στην περπατησιά, παράστημα, χάρη. δ. άνεση στη συμπεριφορά που πηγάζει από υπερβολική συνήθ. πίστη στον εαυτό μας: Στο δικαστήριο μίλησε με αέρα, γιατί πίστευε στην αθωότητά του, με θάρρος, με τόλμη. ΦΡ παίρνει ο νους / παίρνουν τα μυαλά μου αέρα, χάνω την αίσθηση της πραγματικότητας, πιστεύω υπέρμετρα και παράλογα στις δυνάμεις μου. παίρνω τον αέρα κάποιου, του επιβάλλομαι. κόβω* τον αέρα κάποιου. δίνω αέρα σε κπ., δίνω σε κπ. περισσότερο θάρρος από ό,τι θα έπρεπε. || έπαρση, περηφάνια: Aπό τότε που πήρε το πτυχίο του έχει άλλον αέρα. . η επιπλέον αξία που έχει μία επιχείρηση, εξαιτίας της καλής φήμης, της πελατείας ή της θέσης και, κατ΄ επέκταση, το χρηματικό ποσό που αναλογεί σ΄ αυτήν: Για να ξενοικιάσει το μαγαζί ζήτησε δύο εκατομμύρια αέρα. β. ο οικοδομήσιμος χώρος πάνω από την οικοδομή και, με επέκταση, το δικαίωμα ιδιοκτησίας: Έχτισε τον αέρα του σπιτιού του, έχτισε έναν ακόμη όροφο. αεράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 3α: Aνάλαφρο / απαλό / λεπτό ~. Aπολάμβανα το δροσερό ~ του απομεσήμερου.

[μσν. αέρας < αρχ. ἀήρ, αιτ. ἀέρα· (5: λόγ. ελνστ. σημ.· 6: λόγ. σημδ. γαλλ. air)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες