Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ένοπλος
1 εγγραφή
ένοπλος -η -ο [énoplos] Ε5 γεν. πληθ. και ενόπλων : α.(για πρόσ.) που φέρει όπλο ή όπλα· (πρβ. οπλισμένος): Ένοπλοι φρουροί / πολίτες / ληστές / αστυνομικοί. || (για ομάδες, οργανώσεις κτλ.): Ένοπλες ομάδες / συμμορίες. || Οι ένοπλες δυνάμεις μιας χώρας, το σύνολο των χερσαίων, ναυτικών και αεροπορικών στρατιωτικών δυνάμεων. H ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Aσφαλείας. || (ως ουσ.) ο ένοπλος, οπλοφόρος: Συμμορίες ενόπλων. β. για πράξη που γίνεται με χρήση όπλων: Ένοπλη ληστεία / επίθεση / αντίσταση. ενόπλως ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἔνοπλος· λόγ. < ελνστ. ἐνόπλως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες