Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άλλοθι
1 εγγραφή
άλλοθι το [áloθi] Ο (άκλ.) : 1.(νομ.) ένδειξη για την αθωότητα κατηγορουμένου, που προέρχεται από τη βεβαίωση ότι αυτός βρισκόταν αλλού τη στιγμή που διαπράχτηκε το έγκλημα: Ο κατηγορούμενος πρόβαλε / παρουσίασε ~. Έχει ατράνταχτο / αδιάσειστο ~. Οι ένορκοι δέχτηκαν το ~ και αθώωσαν τον κατηγορούμενο. 2. (μτφ.) δικαιολογία που χρησιμοποιεί κάποιος για να αντιμετωπίσει μια κατηγορία ή μια επίκριση: Mε το ~ των έκτακτων αναγκών η κυβέρνηση έκανε διορισμούς ημετέρων. Δεν έχει ~ για την εγκατάλειψη των συντρόφων του.

[λόγ. < αρχ. ἄλλοθι `αλλού΄ σημδ. μσνλατ. (ή μέσω των γαλλ.) alibi]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες