Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: άκυκλος
1 item total
άκυκλος -η -οkiklos] Ε5 : που δε σχηματίζεται σε κύκλο. || (χημ.): Άκυκλες ενώσεις, οργανικές ενώσεις που το μόριό τους περιέχει ανοιχτή αλυσίδα από άτομα άνθρακα. ANT κυκλικές.

[λόγ. α- 1 κύκλ(ος) -ος μτφρδ. αγγλ. acyclic < a- = α- 1 + cycl(e) < αρχ. κύκλ(ος) -ic = -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go