Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άβυσσος
1 εγγραφή
άβυσσος η [ávisos] Ο36 : 1.σκοτεινό βάραθρο με αθέατο βάθος· χάσμα, κενό τεράστιο που δεν μπορεί να μετρηθεί: Όπως μείναμε στην άκρη του βράχου, κάτω από τα πόδια μας απλωνόταν μια ~. || (μτφ.): Tους χωρίζει ~, δεν μπορούν να συνεννοηθούν καθόλου, οι αντιλήψεις τους είναι εντελώς αντίθετες. ΦΡ ~ η ψυχή του ανθρώπου, μυστήριο. στο χείλος της αβύσσου, για επικείμενη καταστροφή. 2. (επιστ.) θαλάσσια περιοχή που εκτείνεται σε βάθη από 2000 έως 6000 μέτρα περίπου. 3. το χάος, το άπειρο πριν από τη δημιουργία του κόσμου.

[λόγ.: 1: αρχ. ἄβυσσος ἡ (λαϊκό: ο άβυσσος, η άβυσσο)· 2: σημδ. γαλλ. abysse ή αγγλ. abyss (< αρχ. ἄβυσσος)· 3: ελνστ. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες