Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Οβραίος ο [ovréos] Ο18 θηλ. Οβραία [ovréa] Ο25α & Οβριός ο [ovr(ió)s] Ο17 θηλ. Οβριά [ovr(iá)] Ο24 : (λαϊκότρ.) Εβραίος.
[μσν. Οβραίος < ελνστ. Ἑβραῖος με τροπή [e > o] από συμπροφ. με το άρθρο [o-evr > ovr] (αποβ. του [e] πλάι σε [o] ), σύγκρ. το έχω > τὄχω, με όλα > μ΄ όλα)· Οβραί(ος) -α· μσν. Οβριός < Οβραίος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· Οβρι(ός) -ά]