Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -φυλλος -η -ο [filos] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα ή ουσιαστικά που προέρχονται από ουσιαστικοποίηση του ανάλογου γένους του επιθέτου. I. χαρακτηρίζει το προσδιοριζόμενο φυτό: 1. από το σχήμα ή την ποιότητα των φύλλων του: λεπτό~, παχύ~, πλατύ~, σαρκό~, στενό~. || με ουσιαστικοποίηση: ωραιόφυλλο. 2. από τον αριθμό των φύλλων του ή τον αριθμό των πετάλων του άνθους του: τετρά~, εκατό~. || με ουσιαστικοποίηση: τριαντάφυλλο. II. στο ουδέτερο γένος, χαρακτηρίζει ένα τετράδιο από τον αριθμό των φύλλων του που δηλώνει το απόλυτο αριθμητικό του α' συνθετικού· (πρβ. -σέλιδος): εικοσάφυλλο / πενηντάφυλλο / εκατοντάφυλλο τετράδιο.
[I: μσν. -φυλλος < ουσ. φύλλ(ο) -ος ως β' συνθ.: τριακοντά-φυλλον > τριαντάφυλλο & λόγ. < αρχ. -φυλλος: αρχ. (παράγωγο) ἄ-φυλλος, ελνστ. σαρκό-φυλλος & διεθ. -phyllum < αρχ. -φυλλον: μικρό-φυλλο < νλατ. microphyllum· II: φύλλ(ο)3β -ος]