Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (4.2.5-4.3.4)

[4.2.5] Ἐν ᾧ δὲ αὐτὸς ξὺν τοῖς πεζοῖς ἀμφὶ ταῦτα εἶχε, τοὺς ἱππέας ἐκπέμπει ἐς τὰς δύο τὰς πλησίον πόλεις προστάξας παραφυλάττειν τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἔνδον, μήποτε τὴν ἅλωσιν αἰσθόμενοι τῶν πλησίον πόλεων καὶ ἅμα τὴν αὑτοῦ οὐ διὰ μακροῦ ἔφοδον οἱ δὲ ἐς φυγὴν τραπέντες ἄποροι αὐτῷ διώκειν γένωνται. καὶ ξυνέβη τε οὕτως ὅπως εἴκασε, καὶ ἐν δέοντι ἐγένετο αὐτῷ ἡ πομπὴ τῶν ἱππέων. [4.2.6] οἱ γὰρ τὰς δύο τὰς οὔπω ἑαλωκυίας πόλεις ἔχοντες τῶν βαρβάρων, ὡς καπνόν τε εἶδον ἀπὸ τῆς πρὸ[ς] σφῶν πόλεως ἐμπιπραμένης καί τινες καὶ ἀπὸ τοῦ πάθους αὐτοῦ διαφυγόντες αὐτάγγελοι τῆς ἁλώσεως ἐγένοντο, ὡς τάχους ἕκαστοι εἶχον ἀθρόοι ἐκ τῶν πόλεων φεύγοντες ἐμπίπτουσιν ἐς τὸ στῖφος τῶν ἱππέων ξυντεταγμένον καὶ κατεκόπησαν οἱ πλεῖστοι αὐτῶν.
[4.3.1] Οὕτω δὴ τὰς πέντε πόλεις ἐν δυσὶν ἡμέραις ἑλών τε καὶ ἐξανδραποδισάμενος ᾔει ἐπὶ τὴν μεγίστην αὐτῶν τὴν Κύρου πόλιν. ἡ δὲ τετειχισμένη τε ἦν ὑψηλοτέρῳ τείχει ἤπερ αἱ ἄλλαι, οἷα δὴ ὑπὸ Κύρου οἰκισθεῖσα, καὶ τοῦ πλείστου καὶ μαχιμωτάτου τῶν ταύτῃ βαρβάρων ἐς ταύτην συμπεφευγότος οὐχ ὡσαύτως ῥᾳδία ἐξ ἐφόδου ἑλεῖν τοῖς Μακεδόσιν ἐγίγνετο. ἀλλὰ μηχανὰς γὰρ προσάγων τῷ τείχει Ἀλέξανδρος ταύτῃ μὲν κατασείειν ἐπενόει τὸ τεῖχος καὶ κατὰ τὸ ἀεὶ παραρρηγνύμενον αὐτοῦ τὰς προσβολὰς ποιεῖσθαι. [4.3.2] αὐτὸς δὲ ὡς κατεῖδε τοὺς ἔκρους τοῦ ποταμοῦ, ὃς διὰ τῆς πόλεως χειμάρρους ὢν διέρχεται, ξηροὺς ἐν τῷ τότε ὕδατος καὶ οὐ ξυνεχεῖς τοῖς τείχεσιν, ἀλλ᾽ οἵους παρασχεῖν πάροδον τοῖς στρατιώταις διαδῦναι ἐς τὴν πόλιν, ἀναλαβὼν τούς τε σωματοφύλακας καὶ τοὺς ὑπασπιστὰς καὶ τοὺς τοξότας καὶ τοὺς Ἀγριᾶνας τετραμμένων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς μηχανὰς καὶ τοὺς ταύτῃ προσμαχομένους λανθάνει κατὰ τοὺς ἔκρους ξὺν ὀλίγοις τὸ πρῶτον παρελθὼν ἐς τὴν πόλιν· [4.3.3] ἀναρρήξας δὲ ἔνδοθεν τῶν πυλῶν, αἳ κατὰ τοῦτο τὸ χωρίον ἦσαν, δέχεται καὶ τοὺς ἄλλους στρατιώτας εὐπετῶς. ἔνθα δὴ οἱ βάρβαροι ἐχομένην ἤδη τὴν πόλιν αἰσθόμενοι ἐπὶ τοὺς ἀμφὶ Ἀλέξανδρον ὅμως ἐτράπησαν· καὶ γίνεται προσβολὴ αὐτῶν καρτερά, καὶ βάλλεται λίθῳ αὐτὸς Ἀλέξανδρος βιαίως τήν τε κεφαλὴν καὶ τὸν αὐχένα καὶ Κρατερὸς τοξεύματι καὶ πολλοὶ ἄλλοι τῶν ἡγεμόνων· ἀλλὰ καὶ ὣς ἐξέωσαν ἐκ τῆς ἀγορᾶς τοὺς βαρβάρους. [4.3.4] καὶ ἐν τούτῳ οἱ κατὰ τὸ τεῖχος προσβεβληκότες ἔρημον ἤδη τὸ τεῖχος τῶν προμαχομένων αἱροῦσιν. ἐν μὲν δὴ τῇ πρώτῃ καταλήψει τῆς πόλεως ἀπέθανον τῶν πολεμίων μάλιστα ἐς ὀκτακισχιλίους· οἱ δὲ λοιποί (ἦσαν γὰρ οἱ πάντες ἐς μυρίους καὶ πεντακισχιλίους μαχίμους οἱ ξυνεληλυθότες) καταφεύγουσιν ἐς τὴν ἄκραν. καὶ τούτους περιστρατοπεδεύσας Ἀλέξανδρος ἡμέραν μίαν ἐφρούρησεν· οἱ δὲ ἐνδείᾳ ὕδατος ἐνεχείρισαν σφᾶς Ἀλεξάνδρῳ.

[4.2.5] Ενώ ο ίδιος με τους πεζούς ήταν απασχολημένος σε αυτά, έστειλε τους ιππείς του στις δύο γειτονικές πόλεις με τη διαταγή να παραφυλάγουν τους ανθρώπους που ήταν μέσα μήπως αυτοί αντιληφθούν την άλωση των γειτονικών τους πόλεων, καθώς και τη δική του επικείμενη επίθεση και τραπούν σε φυγή στερώντας του έτσι τη δυνατότητα να τους καταδιώξει. Συνέβησαν τα πράγματα όπως ακριβώς τα είχε υποθέσει ο Αλέξανδρος και η επίθεση του ιππικού του έγινε στην κατάλληλη στιγμή. [4.2.6] Πράγματι οι βάρβαροι στις δύο πόλεις που δεν είχαν ακόμη κυριευθεί μόλις είδαν τους καπνούς της πόλης που καιγόταν μπροστά τους και μερικοί αυτόπτες, που είχαν διαφύγει την ίδια συμφορά τους ανήγγειλαν οι ίδιοι την άλωση, προσπάθησαν όλοι μαζί και όσο πιο γρήγορα μπορούσε ο καθένας να φύγουν από τις πόλεις τους. Έπεσαν όμως επάνω στο παραταγμένο πλήθος των ιππέων του Αλεξάνδρου και αποδεκατίσθηκαν οι περισσότεροι.
[4.3.1] Αφού, λοιπόν, κυρίευσε ο Αλέξανδρος πέντε πόλεις μέσα σε δύο μέρες και πούλησε δούλους τους κατοίκους τους, βάδισε κατά της μεγαλύτερης στην περιοχή, δηλαδή της Κύρου πόλεως. Αυτή είχε οχυρωθεί με τείχος ψηλότερο από τις άλλες πόλεις, επειδή ακριβώς την είχε κτίσει ο Κύρος. Επειδή στην πόλη είχαν καταφύγει οι περισσότεροι και οι πιο εμπειροπόλεμοι βάρβαροι της περιοχής, δεν ήταν τόσο εύκολο για τους Μακεδόνες να την καταλάβουν με έφοδο. Αλλά ο Αλέξανδρος, αφού μετέφερε πολιορκητικές μηχανές στα τείχη, σκόπευε με αυτόν τον τρόπο να τα κλονίσει και να κάνει επιθέσεις στο μέρος των τειχών που θα παρουσίαζε κάθε φορά ρήγματα.
[4.3.2] Παρατήρησε όμως ότι τα ρυάκια του ποταμού, ο οποίος ήταν χείμαρρος και περνούσε μέσα από την πόλη, ήταν αυτή την εποχή χωρίς νερό και δεν είχαν άμεση επαφή με τα τείχη, αλλά ήταν έτσι διαμορφωμένα, ώστε να επιτρέπουν στους στρατιώτες την διείσδυση στην πόλη. Πήρε, λοιπόν, μαζί του τους σωματοφύλακες και τους υπασπιστές και τους τοξότες κα τους Αγριάνες και ενώ οι βάρβαροι είχαν στραμμένη την προσοχή στις πολιορκητικές μηχανές και στους στρατιώτες που πολεμούσαν στο μέρος εκείνο, μπήκε απαρατήρητος από κάποιο ρυάκι στην πόλη· [4.3.3] στην αρχή με λίγους στρατιώτες του, κατόπιν άνοιξε από μέσα τις πύλες που υπήρχαν στο μέρος εκείνο και δέχθηκε απρόσκοπτα τους υπόλοιπους. Τότε, λοιπόν, οι βάρβαροι, αν και κατάλαβαν ότι έχει κυριευθεί πλέον η πόλη τους, στράφηκαν ωστόσο κατά των ανδρών του Αλεξάνδρου.
Η επίθεσή τους ήταν σφοδρή, χτυπήθηκε μάλιστα στην κεφαλή και στον αυχένα ο ίδιος ο Αλέξανδρος με λιθάρι, ο Κρατερός με βέλος, καθώς και πολλοί άλλοι αρχηγοί. Παρ᾽ όλα αυτά οι Μακεδόνες έδιωξαν από την αγορά τους βαρβάρους. [4.3.4] Στο μεταξύ εκείνοι που είχαν επιτεθεί στα τείχη τα κυρίευσαν, επειδή τα βρήκαν χωρίς υπερασπιστές. Στην πρώτη, λοιπόν, κατάληψη της πόλης σκοτώθηκαν σχεδόν οκτώ χιλιάδες εχθροί. Οι υπόλοιποι (γιατί ο συνολικός αριθμός των συγκεντρωμένων στην πόλη μαχίμων ήταν δεκαπέντε περίπου χιλιάδες) κατέφυγαν στην ακρόπολη. Αυτούς ο Αλέξανδρος τους περικύκλωσε και τους επιτηρούσε επί μία μέρα. Και αυτοί όμως από έλλειψη νερού παραδόθηκαν στον Αλέξανδρο.