Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (4.12.1-4.13.2)

[4.12.1] Ταῦτα δὴ καὶ τοιαῦτα εἰπόντα Καλλισθένην ἀνιᾶσαι μὲν μεγαλωστὶ Ἀλέξανδρον, Μακεδόσι δὲ πρὸς θυμοῦ εἰπεῖν. καὶ τοῦτο γνόντα Ἀλέξανδρον πέμψαντα κωλῦσαι [Μακεδόνας] μεμνῆσθαι ἔτι τῆς προσκυνήσεως. [4.12.2] ἀλλὰ σιγῆς γὰρ γενομένης ἐπὶ τοῖς λόγοις ἀναστάντας Περσῶν τοὺς πρεσβυτάτους ἐφεξῆς προσκυνεῖν. Λεοννάτον δέ, ἕνα τῶν ἑταίρων, ἐπειδή τις ἐδόκει τῶν Περσῶν αὐτῷ οὐκ ἐν κόσμῳ προσκυνῆσαι, τὸν δὲ ἐπιγελάσαι τῷ σχήματι τοῦ Περσοῦ ὡς ταπεινῷ· καὶ τούτῳ χαλεπήναντα τότε Ἀλέξανδρον ξυναλλαγῆναι αὖθις. [4.12.3] ἀναγέγραπται δὲ δὴ καὶ τοῖόσδε λόγος. προπίνειν φιάλην χρυσῆν ἐν κύκλῳ Ἀλέξανδρον πρώτοις μὲν τούτοις πρὸς οὕστινας ξυνέκειτο αὐτῷ τὰ τῆς προσκυνήσεως, τὸν δὲ πρῶτον ἐκπιόντα τὴν φιάλην προσκυνῆσαί τε ἀναστάντα καὶ φιληθῆναι πρὸς αὐτοῦ, καὶ τοῦτο ἐφεξῆς διὰ πάντων χωρῆσαι. [4.12.4] ὡς δὲ ἐς Καλλισθένην ἧκεν ἡ πρόποσις, ἀναστῆναι μὲν Καλλισθένην καὶ ἐκπιεῖν τὴν φιάλην, καὶ προσελθόντα ἐθέλειν φιλῆσαι οὐ προσκυνήσαντα. τὸν δὲ τυχεῖν μὲν τότε διαλεγόμενον Ἡφαιστίωνι· οὔκουν προσέχειν τὸν νοῦν, εἰ καὶ τὰ τῆς προσκυνήσεως ἐπιτελῆ τῷ Καλλισθένει ἐγένετο. [4.12.5] ἀλλὰ Δημήτριον γὰρ τὸν Πυθώνακτος, ἕνα τῶν ἑταίρων, ὡς προσῄει αὐτῷ ὁ Καλλισθένης φιλήσων, φάναι ὅτι οὐ προσκυνήσας πρόσεισιν. καὶ τὸν Ἀλέξανδρον οὐ παρασχεῖν φιλῆσαι ἑαυτόν· τὸν δὲ Καλλισθένην, φιλήματι, φάναι, ἔλαττον ἔχων ἄπειμι.
[4.12.6] Καὶ τούτων ἐγὼ, ὅσα ἐς ὕβριν τε τὴν Ἀλεξάνδρου τὴν ἐν τῷ παραυτίκα καὶ ἐς σκαιότητα τὴν Καλλισθένους φέροντα, οὐδὲν οὐδαμῇ ἐπαινῶ, ἀλλὰ τὸ καθ᾽ αὑτὸν γὰρ κοσμίως τίθεσθαι ἐξαρκεῖν φημί, αὔξοντα ὡς ἀνυστὸν τὰ βασιλέως πράγματα ὅτῳ τις ξυνεῖναι οὐκ ἀπηξίωσεν. [4.12.7] οὔκουν ἀπεικότως δι᾽ ἀπεχθείας γενέσθαι Ἀλεξάνδρῳ Καλλισθένην τίθεμαι ἐπὶ τῇ ἀκαίρῳ τε παρρησίᾳ καὶ ὑπερόγκῳ ἀβελτερίᾳ. ἐφ᾽ ὅτῳ τεκμαίρομαι μὴ χαλεπῶς πιστευθῆναι τοὺς κατειπόντας Καλλισθένους, ὅτι μετέσχε τῆς ἐπιβουλῆς τῆς γενομένης Ἀλεξάνδρῳ ἐκ τῶν παίδων, τοὺς δέ, ὅτι καὶ ἐπῆρεν αὐτὸς ἐς τὸ ἐπιβουλεῦσαι. ξυνέβη δὲ τὰ τῆς ἐπιβουλῆς ὧδε.
[4.13.1] Ἐκ Φιλίππου ἦν ἤδη καθεστηκὸς τῶν ἐν τέλει Μακεδόνων τοὺς παῖδας ὅσοι ἐς ἡλικίαν ἐμειρακιεύοντο καταλέγεσθαι ἐς θεραπείαν τοῦ βασιλέως, τά τε περὶ τὴν ἄλλην δίαιταν τοῦ σώματος διακονεῖσθαι βασιλεῖ καὶ κοιμώμενον φυλάσσειν τούτοις ἐπετέτραπτο. καὶ ὁπότε ἐξελαύνοι βασιλεύς, τοὺς ἵππους παρὰ τῶν ἱπποκόμων δεχόμενοι ἐκεῖνοι προσῆγον καὶ ἀνέβαλλον οὗτοι βασιλέα τὸν Περσικὸν τρόπον καὶ τῆς ἐπὶ θήρᾳ φιλοτιμίας βασιλεῖ κοινωνοὶ ἦσαν. [4.13.2] τούτων καὶ Ἑρμόλαος ἦν, Σωπόλιδος μὲν παῖς, φιλοσοφίᾳ δὲ ἐδόκει προσέχειν τὸν νοῦν καὶ Καλλισθένην θεραπεύειν ἐπὶ τῷδε. ὑπὲρ τούτου λόγος κατέχει, ὅτι ἐν θήρᾳ προσφερομένου Ἀλεξάνδρῳ συὸς ἔφθη βαλὼν τὸν σῦν ὁ Ἑρμόλαος· καὶ ὁ μὲν σῦς πίπτει βληθείς, Ἀλέξανδρος δὲ τοῦ καιροῦ ὑστερήσας ἐχαλέπηνε τῷ Ἑρμολάῳ καὶ κελεύει αὐτὸν πρὸς ὀργὴν πληγὰς λαβεῖν ὁρώντων τῶν ἄλλων παίδων, καὶ τὸν ἵππον αὐτοῦ ἀφείλετο.

[4.12.1] Όταν, λοιπόν, ο Καλλισθένης είπε αυτά και άλλα παρόμοια, στενοχώρησε υπερβολικά τον Αλέξανδρο, ευχαρίστησε όμως τους Μακεδόνες. Επειδή το κατάλαβε ο Αλέξανδρος, έστειλε ανθρώπους να πουν [στους Μακεδόνες] να μη σκέπτονται πλέον την προσκύνηση. [4.12.2] Όταν όμως μετά τους λόγους επικράτησε σιωπή, σηκώθηκαν οι πιο ηλικιωμένοι Πέρσες και ο ένας μετά τον άλλο προσκύνησαν τον Αλέξανδρο. Αλλά ο Λεοννάτος, ένας από τους εταίρους, επειδή νόμισε ότι κάποιος Πέρσης δεν προσκύνησε όπως έπρεπε, γέλασε για τον δουλικό του τρόπο. [4.12.3] Αν και οργίσθηκε τότε ο Αλέξανδρος, συμφιλιώθηκε όμως πάλι μαζί του. Έχει μάλιστα αναγραφεί η ακόλουθη ιστορία. Ο Αλέξανδρος έκανε πρόποση και έδωσε το χρυσό κύπελλο πρώτα σε αυτούς που είχαν συμφωνήσει μαζί του για την προσκύνηση ώστε με κυκλική σειρά να συνεχίσουν. [4.12.4] Ο πρώτος, αφού ήπιε από το ποτήρι, σηκώθηκε, προσκύνησε και δέχθηκε φίλημα από τον Αλέξανδρο και το ίδιο έγινε με όλους διαδοχικά. Όταν όμως ήρθε η σειρά για την πρόποση του Καλλισθένη, σηκώθηκε ο Καλλισθένης, ήπιε από το ποτήρι και αφού πλησίασε τον Αλέξανδρο, ήθελε να τον φιλήσει χωρίς να τον έχει προσκυνήσει. Ο Αλέξανδρος την στιγμή εκείνη έτυχε να συνομιλεί με τον Ηφαιστίωνα και δεν πρόσεξε αν ο Καλλισθένης έκανε κανονικά την προσκύνηση. Αλλά ο Δημήτριος, ο γιος του Πυθώνακτα, ένας από τους εταίρους, [4.12.5] είπε στον Αλέξανδρο καθώς τον πλησίαζε ο Καλλισθένης για να τον φιλήσει, ότι πλησιάζει χωρίς να προσκυνήσει και ο Αλέξανδρος δεν επέτρεψε να τον φιλήσει. Τότε ο Καλλισθένης είπε: «φεύγω και μου λείπει ένα φίλημα».
[4.12.6] Εγώ δεν εγκρίνω με κανένα τρόπο όσα από αυτά αναφέρονται στην τότε αλαζονική συμπεριφορά του Αλεξάνδρου και στην αδεξιότητα του Καλλισθένη, αλλά λέγω ότι είναι αρκετό να κρατά αξιοπρεπή για έναν άνδρα στάση, όσο εξαρτάται από αυτόν, εξυψώνοντας όσο είναι δυνατό τις πράξεις του βασιλιά μιας και δέχθηκε να βρίσκεται μαζί του. [4.12.7] Νομίζω, λοιπόν ότι δεν ήταν παράλογη η εχθρότητα του Αλεξάνδρου προς τον Καλλισθένη για την άκαιρη ελευθεροστομία και την υπεροπτική ανοησία του. Γι᾽ αυτό συμπεραίνω ότι έγιναν πιστευτοί χωρίς δυσκολία όσοι κατήγγειλαν ότι ο Καλλισθένης έλαβε μέρος στη συνωμοσία που οργανώθηκε κατά του Αλεξάνδρου από τους βασιλικούς παίδες, ενώ άλλοι τον κατηγόρησαν ότι και ο ίδιος τους παρακίνησε στη συνωμοσία. Η συνωμοσία αυτή έγινε ως εξής:
[4.13.1] Από την εποχή ακόμη του Φιλίππου είχε καθιερωθεί η συνήθεια να κατατάσσονται στην υπηρεσία του βασιλιά όσα παιδιά των αξιωματούχων Μακεδόνων είχαν φθάσει στην ηλικία του εφήβου. Είχε ανατεθεί σε αυτούς να υπηρετούν τον βασιλιά και στις διάφορες άλλες καθημερινές του ανάγκες και να τον φυλάγουν, όταν κοιμόταν. Όποτε σκόπευε να βγει έφιππος ο βασιλιάς, οι βασιλικοί παίδες έπαιρναν από τους ιπποκόμους τα άλογα και τα οδηγούσαν στον βασιλιά, τον οποίο βοηθούσαν και να ιππεύει κατά τον περσικό τρόπο. Ήταν επίσης οι σύντροφοι του βασιλιά στην κυνηγετική άμιλλα. [4.13.2] Ένας από αυτούς, ο Ερμόλαος, ο γιος του Σωπόλιδος, έδειχνε ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία και για τον λόγο αυτό σεβόταν τον Καλλισθένη. Για τον Ερμόλαο υπάρχει η παράδοση ότι σε ένα κυνήγι πρόλαβε να χτυπήσει έναν αγριόχοιρο που εφορμούσε κατά του Αλεξάνδρου. Ο αγριόχοιρος έπεσε χτυπημένος, αλλά ο Αλέξανδρος, επειδή ο ίδιος δεν πρόλαβε, οργίσθηκε με τον Ερμόλαο και διέταξε πάνω στην οργή του να τον μαστιγώσουν μπροστά στα άλλα παιδιά και αφαίρεσε το άλογο από τον Ερμόλαο.