Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (4.4.4-4.5.1)

[4.4.4] Ὁ δέ, ὡς αἵ τε διφθέραι αὐτῷ παρεσκευασμέναι ἦσαν ἐπὶ τῷ πόρῳ καὶ ὁ στρατὸς ἐξωπλισμένος ἐφειστήκει τῷ ποταμῷ, αἵ τε μηχαναὶ ἀπὸ ξυνθήματος ἐξηκόντιζον ἐς τοὺς Σκύθας παριππεύοντας ἐπὶ τῇ ὄχθῃ καὶ ἔστιν οἳ αὐτῶν ἐτιτρώσκοντο ἐκ τῶν βελῶν, εἷς δὲ δὴ διὰ τοῦ γέρρου τε καὶ τοῦ θώρακος διαμπὰξ πληγεὶς πίπτει ἀπὸ τοῦ ἵππου, οἱ μὲν ἐξεπλάγησαν πρός τε τῶν βελῶν τὴν διὰ μακροῦ ἄφεσιν καὶ ὅτι ἀνὴρ ἀγαθὸς αὐτοῖς τετελευτήκει, καὶ ὀλίγον ἀνεχώρησαν ἀπὸ τῆς ὄχθης· [4.4.5] Ἀλέξανδρος δὲ τεταραγμένους πρὸς τὰ βέλη ἰδὼν ὑπὸ σαλπίγγων ἐπέρα τὸν ποταμὸν αὐτὸς ἡγούμενος· εἵπετο δὲ αὐτῷ καὶ ἡ ἄλλη στρατιά. πρῶτον μὲν δὴ τοὺς τοξότας καὶ σφενδονήτας ἀποβιβάσας σφενδονᾶν τε καὶ ἐκτοξεύειν ἐκέλευσεν ἐς τοὺς Σκύθας, ὡς μὴ πελάζειν αὐτοὺς τῇ φάλαγγι τῶν πεζῶν ἐκβαινούσῃ, πρὶν τὴν ἵππον αὐτῷ διαβῆναι πᾶσαν. [4.4.6] ὡς δὲ ἀθρόοι ἐπὶ τῇ ὄχθῃ ἐγένοντο, ἐφῆκεν ἐπὶ τοὺς Σκύθας τὸ μὲν πρῶτον μίαν ἱππαρχίαν τῶν ξένων καὶ τῶν σαρισσοφόρων ἴλας τέσσαρας· καὶ τούτους δεξάμενοι οἱ Σκύθαι καὶ ἐς κύκλους περιϊππεύοντες ἔβαλλόν τε πολλοὶ ὀλίγους ‹καὶ› αὐτοὶ οὐ χαλεπῶς διεφύγγανον. Ἀλέξανδρος δὲ τούς τε τοξότας καὶ τοὺς Ἀγριᾶνας καὶ τοὺς ἄλλους ψιλούς, ὧν Βάλακρος ἦρχεν, ἀναμίξας τοῖς ἱππεῦσιν ἐπῆγεν ἐπὶ τοὺς Σκύθας. [4.4.7] ὡς δὲ ὁμοῦ ἤδη ἐγίγνοντο, ἐλάσαι ἐκέλευσεν ἐς αὐτοὺς τῶν τε ἑταίρων τρεῖς ἱππαρχίας καὶ τοὺς ἱππακοντιστὰς ξύμπαντας· καὶ αὐτὸς δὲ τὴν λοιπὴν ἵππον ἄγων σπουδῇ ἐνέβαλεν ὀρθίαις ταῖς ἴλαις. οὔκουν ἔτι οἷοί τε ἦσαν ἐξελίσσειν τὴν ἱππασίαν ἐς κύκλους, ὡς πρόσθεν ἔτι· ὁμοῦ μὲν γὰρ ἡ ἵππος προσέκειτο αὐτοῖς, ὁμοῦ δὲ οἱ ψιλοὶ ἀναμεμιγμένοι τοῖς ἱππεῦσιν οὐκ εἴων τὰς ἐπιστροφὰς ἀσφαλεῖς ποιεῖσθαι. ἔνθα λαμπρὰ ἤδη φυγὴ τῶν Σκυθῶν ἦν· [4.4.8] καὶ πίπτουσι μὲν αὐτῶν ἐς χιλίους καὶ εἷς τῶν ἡγεμόνων, Σατράκης, ἑάλωσαν δὲ ἐς ἑκατὸν καὶ πεντήκοντα. ὡς δὲ ἡ δίωξις ὀξεῖά τε καὶ διὰ καύματος πολλοῦ ταλαιπώρως ἐγίνετο, δίψει τε ἡ στρατιὰ πᾶσα εἴχετο καὶ αὐτὸς Ἀλέξανδρος ἐλαύνων πίνει ὁποῖον ἦν ὕδωρ ἐν τῇ γῇ ἐκείνῃ. [4.4.9] καὶ ἦν γὰρ πονηρὸν τὸ ὕδωρ, ῥεῦμα ἀθρόον κατασκήπτει αὐτῷ ἐς τὴν γαστέρα· καὶ ἐπὶ τῷδε ἡ δίωξις οὐκ ἐπὶ πάντων Σκυθῶν ἐγένετο· εἰ δὲ μή, δοκοῦσιν ἄν μοι καὶ πάντες διαφθαρῆναι ἐν τῇ φυγῇ, εἰ μὴ Ἀλεξάνδρῳ τὸ σῶμα ἔκαμεν. καὶ αὐτὸς ἐς ἔσχατον κινδύνου ἐλθὼν ἐκομίσθη ὀπίσω ἐς τὸ στρατόπεδον. καὶ οὕτω ξυνέβη ἡ μαντεία Ἀριστάνδρῳ.
[4.5.1] Ὀλίγον δὲ ὕστερον παρὰ τοῦ Σκυθῶν βασιλέως ἀφικνοῦνται παρ᾽ Ἀλέξανδρον πρέσβεις, ὑπὲρ τῶν πραχθέντων ἐς ἀπολογίαν ἐκπεμφθέντες, ὅτι οὐκ ἀπὸ ‹τοῦ› κοινοῦ τῶν Σκυθῶν ἐπράχθη, ἀλλὰ καθ᾽ ἁρπαγὴν λῃστρικῷ τρόπῳ σταλέντων, καὶ αὐτὸς ὅτι ἐθέλοι ποιεῖν τὰ ἐπαγγελλόμενα. καὶ τούτῳ φιλάνθρωπα ἐπιστέλλει Ἀλέξανδρος, ὅτι οὔτε ἀπιστοῦντα μὴ ἐπεξιέναι καλὸν αὐτῷ ἐφαίνετο, οὔτε κατὰ καιρὸν ἦν ἐν τῷ τότε ἐπεξιέναι.

[4.4.4] Μόλις είχαν ετοιμαστεί οι δερμάτινες σχεδίες για τη διάβαση και είχε παραταχθεί στον ποταμό εξοπλισμένος ο στρατός του Αλεξάνδρου, δόθηκε το σύνθημα και οι πολιορκητικές μηχανές του άρχισαν να ρίχνουν βέλη στους Σκύθες ιππείς που βρίσκονταν κοντά στην όχθη· μερικοί από αυτούς τραυματίζονταν από τα βέλη, ένας μάλιστα έπεσε νεκρός από το άλογό του, όταν το βέλος διαπέρασε πέρα-πέρα την ασπίδα και το θώρακά του· οι Σκύθες τότε τρόμαξαν από τα βέλη που ρίχνονταν από μακριά, καθώς και από τον θάνατο ενός γενναίου στρατιώτη τους, και υποχώρησαν λίγο από την όχθη. [4.4.5] Μόλις είδε ο Αλέξανδρος ότι οι Σκύθες ήταν σε αναταραχή εξαιτίας των βελών, ο ίδιος επικεφαλής των ανδρών του άρχισε να περνά τον ποταμό υπό τον ήχο των σαλπίγγων· τον ακολουθούσε ο υπόλοιπος στρατός. Πρώτα, λοιπόν, αποβίβασε τους τοξότες και τους σφενδονήτες και τους διέταξε να ρίχνουν πέτρες και βέλη στους Σκύθες, ώστε αυτοί να μην πλησιάσουν τη φάλαγγα των πεζών ενώ θα αποβιβαζόταν, έως ότου διαβεί τον ποταμό ολόκληρο το ιππικό του.
[4.4.6] Αφού όμως συγκεντρώθηκαν οι στρατιώτες του στην όχθη, στην αρχή έριξε κατά των Σκυθών μία ιππαρχία από τους μισθοφόρους και τέσσερις ίλες από τους σαρισοφόρους ιππείς. Οι Σκύθες πρόβαλαν αντίσταση και τους έριχναν βλήματα ολόγυρα ιππεύοντας κυκλικά ‹και› επειδή ήταν πολλοί εναντίον λίγων, διέφευγαν εύκολα. Ο Αλέξανδρος, αφού ανέμειξε στους ιππείς, τους τοξότες και τους Αγριάνες και τους άλλους ελαφρά οπλισμένους που διοικούσε ο Βάλακρος, τους οδήγησε εναντίον των Σκυθών. [4.4.7] Όταν πλησίασαν, διέταξε να τους επιτεθούν τρεις ιππαρχίες από τους εταίρους και όλοι οι ιππακοντιστές του, ενώ ο ίδιος οδηγώντας το υπόλοιπο ιππικό όρμησε ανάμεσά τους γρήγορα με τη μία ίλη του πίσω από την άλλη. Οι Σκύθες δεν μπορούσαν πια να αλλάζουν θέση ιππεύοντας κυκλικά, όπως έκαναν ως τότε, επειδή τους πίεζαν συγχρόνως και οι ιππείς και οι ελαφρά οπλισμένοι που ήταν ανακατεμένοι με τους ιππείς και δεν τους άφηναν να κάνουν με ασφάλεια κυκλικές κινήσεις. [4.4.8] Τότε πλέον τράπηκαν οι Σκύθες σε ολοκληρωτική φυγή. Σκοτώθηκαν περίπου χίλιοι και ένας από τους αρχηγούς τους, ο Σατράκης, και αιχμαλωτίσθηκαν περίπου εκατόν πενήντα. Επειδή όμως η καταδίωξη γινόταν με ταχύτητα και με πολλή ταλαιπωρία εξαιτίας της μεγάλης ζέστης, υπέφερε όλος ο στρατός από δίψα και ο ίδιος ο Αλέξανδρος, καθώς προχωρούσε έφιππος, έπινε ό,τι νερό έβρισκε σε εκείνη την περιοχή. [4.4.9] Επειδή το νερό ήταν μολυσμένο, τον έπιασε ξαφνικά μία ακατάσχετη διάρροια· για τον λόγο αυτό η καταδίωξη δεν επεκτάθηκε σε όλους τους Σκύθες. Διαφορετικά νομίζω ότι όλοι οι Σκύθες θα είχαν σκοτωθεί στη φυγή τους, αν δεν καταβαλόταν σωματικά ο Αλέξανδρος. Ο ίδιος διέτρεξε τον έσχατο κίνδυνο και μεταφέρθηκε πίσω στο στρατόπεδο. Έτσι βγήκε αληθινή η προφητεία του Αρίστανδρου.
[4.5.1] Λίγο αργότερα ήρθαν στον Αλέξανδρο πρέσβεις από τον βασιλιά των Σκυθών, που στάλθηκαν με σκοπό να απολογηθούν για όσα είχαν γίνει λέγοντας ότι δεν έγιναν από το οργανωμένο κράτος των Σκυθών, αλλά από αυτούς που κατά ληστρικό τρόπο επιχειρούσαν διαρπαγές και ότι ήταν πρόθυμος ο βασιλιάς τους να εκτελέσει τις διαταγές του Αλεξάνδρου. Ο Αλέξανδρος τους απάντησε φιλικά, επειδή δεν θεωρούσε φρόνιμο να τους πιστέψει και γι᾽ αυτό να μην τους επιτεθεί, αλλά ούτε και ήταν τότε η κατάλληλη στιγμή για να τους επιτεθεί.