Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (4.21.3-4.21.9)

[4.21.3] Ἀλλὰ καὶ ὣς Ἀλέξανδρος ἥπτετο τοῦ ἔργου· οὕτως πάντα ᾤετο χρῆναι βατά τε αὑτῷ καὶ ἐξαιρετέα εἶναι, ἐς τοσόνδε τόλμης τε καὶ εὐτυχίας προκεχωρήκει. τέμνων δὴ τὰς ἐλάτας (πολλαὶ γὰρ καὶ ὑπερύψηλοι ἐλάται ἦσαν ἐν κύκλῳ τοῦ ὄρους) κλίμακας ἐκ τούτων ἐποίει, ὡς κάθοδον εἶναι ἐς τὴν φάραγγα τῇ στρατιᾷ· οὐ γὰρ ἦν ἄλλως κατελθεῖν ἐς αὐτήν. [4.21.4] καὶ τὰς μὲν ἡμέρας αὐτὸς Ἀλέξανδρος ἐφειστήκει τῷ ἔργῳ τὸ ἥμισυ τοῦ στρατοῦ ἔχων ἐργαζόμενον, τὰς δὲ νύκτας ἐν μέρει οἱ σωματοφύλακες αὐτῷ εἰργάζοντο, Περδίκκας τε καὶ Λεοννάτος καὶ Πτολεμαῖος ὁ Λάγου, τῷ λοιπῷ μέρει τῆς στρατιᾶς τριχῇ διανενεμημένῳ, ὅπερ αὐτῷ ἐς τὴν νύκτα ἀπετέτακτο. ἤνυτον δὲ τῆς ἡμέρας οὐ πλέον ἤπερ εἴκοσι πήχεις καὶ τῆς νυκτὸς ὀλίγον ἀποδέον, καίτοι ξυμπάσης τῆς στρατιᾶς ἐργαζομένης· οὕτω τό τε χωρίον ἄπορον ἦν καὶ τὸ ἔργον ἐν αὐτῷ χαλεπόν. [4.21.5] κατιόντες δ᾽ ἐς τὴν φάραγγα πασσάλους κατεπήγνυον ἐς τὸ ὀξύτατον τῆς φάραγγος, διέχοντας ἀλλήλων ὅσον ξύμμετρον πρὸς ἰσχύν τε καὶ ξυνοχὴν τῶν ἐπιβαλλομένων. ἐπέβαλλον δὲ πλέγματα ἐκ λύγων εἰς γεφύρας μάλιστα ἰδέαν, καὶ ταῦτα ξυνδοῦντες χοῦν ἄνωθεν ἐπεφόρουν, ὡς ἐξ ὁμαλοῦ γίγνεσθαι τῇ στρατιᾷ τὴν πρόσοδον τὴν πρὸς τὴν πέτραν.
[4.21.6] Οἱ δὲ βάρβαροι τὰ μὲν πρῶτα κατεφρόνουν ὡς ἀπόρου πάντῃ τοῦ ἐγχειρήματος· ὡς δὲ τοξεύματα ἤδη ἐς τὴν πέτραν ἐξικνεῖτο καὶ αὐτοὶ ἀδύνατοι ἦσαν ἄνωθεν ἐξείργειν τοὺς Μακεδόνας (ἐπεποίητο γὰρ αὐτοῖς προκαλύμματα πρὸς τὰ βέλη, ὡς ὑπ᾽ αὐτοῖς ἀβλαβῶς ἐργάζεσθαι) ἐκπλαγεὶς ὁ Χοριήνης πρὸς τὰ γιγνόμενα κήρυκα πέμπει πρὸς Ἀλέξανδρον, δεόμενος Ὀξυάρτην οἱ ἀναπέμψαι. καὶ πέμπει Ὀξυάρτην Ἀλέξανδρος. [4.21.7] ὁ δὲ ἀφικόμενος πείθει Χοριήνην ἐπιτρέψαι Ἀλεξάνδρῳ αὑτόν τε καὶ τὸ χωρίον. βίᾳ μὲν γὰρ οὐδὲν ὅ τι οὐχ ἁλωτὸν εἶναι Ἀλεξάνδρῳ καὶ τῇ στρατιᾷ τῇ ἐκείνου, ἐς πίστιν δὲ ἐλθόντος καὶ φιλίαν, τὴν πίστιν τε καὶ δικαιότητα μεγαλωστὶ ἐπῄνει τοῦ βασιλέως, τά τε ἄλλα καὶ τὸ αὑτοῦ ἐν πρώτοις ἐς βεβαίωσιν τοῦ λόγου προφέρων. [4.21.8] τούτοις πεισθεὶς ὁ Χοριήνης αὐτός τε ἧκε παρ᾽ Ἀλέξανδρον καὶ τῶν οἰκείων τινὲς καὶ ἑταίρων αὐτοῦ. ἐλθόντι δὲ τῷ Χοριήνῃ φιλάνθρωπά τε ἀποκρινάμενος καὶ πίστιν ἐς φιλίαν δοὺς αὐτὸν μὲν κατέχει, πέμψαι δὲ κελεύει τῶν συγκατελθόντων τινὰς αὐτῷ ἐς τὴν πέτραν τοὺς κελεύσοντας ἐνδοῦναι τὸ χωρίον. [4.21.9] καὶ ἐνδίδοται ὑπὸ τῶν ξυμπεφευγότων, ὥστε καὶ αὐτὸς Ἀλέξανδρος ἀναλαβὼν τῶν ὑπασπιστῶν ἐς πεντακοσίους ἀνέβη κατὰ θέαν τῆς πέτρας, καὶ τοσούτου ἐδέησεν ἀνεπιεικές τι ἐς τὸν Χοριήνην ἔργον ἀποδείξασθαι, ὥστε καὶ αὐτὸ τὸ χωρίον ἐκεῖνο ἐπιτρέπει Χοριήνῃ καὶ ὕπαρχον εἶναι ὅσωνπερ καὶ πρόσθεν ἔδωκεν.

[4.21.3] Παρ᾽ όλα αυτά ο Αλέξανδρος καταπιάσθηκε με την επιχείρηση, γιατί πίστευε ότι για αυτόν όλα τα μέρη ήταν προσιτά και έπρεπε να τα κυριεύσει. Σε τέτοιο σημείο τον είχαν οδηγήσει η τόλμη και οι επιτυχίες του. Κόβοντας, λοιπόν, έλατα (γιατί υπήρχαν πολλά και πανύψηλα έλατα γύρω από το βουνό) άρχισε να κατασκευάζει σκάλες από αυτά για να κατέβει ο στρατός του στο φαράγγι, αφού διαφορετικά ήταν αδύνατη η κάθοδος. [4.21.4] Ο ίδιος ο Αλέξανδρος επιτηρούσε κατά τη διάρκεια της ημέρας τις εργασίες απασχολώντας γι᾽ αυτές το μισό του στράτευμα, ενώ κατά τη νύχτα εργάζονταν διαδοχικά οι σωματοφύλακές του Περδίκκας και Λεοννάτος και ο Πτολεμαίος, ο γιος του Λάγου, με το υπόλοιπο μέρος του στρατεύματος που διαμοιρασμένο σε τρία τμήματα είχε ορισθεί για τη νυχτερινή εργασία. Αλλά, αν και εργαζόταν ολόκληρο το στράτευμα, δεν προχωρούσαν περισσότερο από είκοσι πήχεις τη μέρα και κάτι λιγότερο τη νύχτα. Τόσο απρόσιτη ήταν η τοποθεσία και τόσο δύσκολη η εργασία. [4.21.5] Κατεβαίνοντας στο φαράγγι στερέωναν στο στενότερο σημείο πασσάλους που απείχαν μεταξύ τους όσο ήταν αρκετό για να βαστάζουν και να συγκρατούν τα υλικά που επισώρευαν. Από πάνω τοποθετούσαν πλέγματα από λυγαριές, που έμοιαζαν πολύ στο σχήμα με γεφύρι και, αφού έδεναν σφιχτά τα πλέγματα, έριχναν χώμα από πάνω, ώστε να γίνεται από ομαλό έδαφος η πρόσβαση του στρατού στον βράχο.
[4.21.6] Στην αρχή οι βάρβαροι αδιαφορούσαν για την επιχείρηση, επειδή την θεωρούσαν τελείως ακατόρθωτη. Όταν όμως άρχισαν πλέον τα βλήματα να φθάνουν στο βράχο και οι βάρβαροι δεν μπορούσαν να εμποδίσουν από πάνω τους Μακεδόνες (γιατί οι Μακεδόνες είχαν κατασκευάσει προκαλύμματα για τα βέλη, ώστε να εργάζονται με ασφάλεια κάτω από αυτά), ο Χοριήνης τρόμαξε με όσα συνέβαιναν και απέστειλε κήρυκες στον Αλέξανδρο παρακαλώντας τον να του στείλει επάνω τον Οξυάρτη, τον οποίο και του έστειλε ο Αλέξανδρος. [4.21.7] Και αυτός, όταν έφθασε έπεισε τον Χοριήνη να παραδοθεί μαζί με την οχυρή τοποθεσία στον Αλέξανδρο λέγοντάς του ότι δεν υπάρχει στον κόσμο κανένα μέρος που να μη μπορεί να κυριεύσει με τα όπλα ο Αλέξανδρος και ο στρατός του. Όταν αναφέρθηκε στην αξιοπιστία και τη φιλία, άρχισε να επαινεί θερμά την αξιοπιστία και τη δικαιοσύνη του βασιλιά και σε επιβεβαίωση των λόγων του παρουσίασε εκτός από τα άλλα και τη δική του περίπτωση. [4.21.8] Με τους λόγους αυτούς πείσθηκε ο Χοριήνης και ήρθε ο ίδιος στον Αλέξανδρο, καθώς και μερικοί συγγενείς και φίλοι του. Όταν ήρθε ο Χοριήνης, ο Αλέξανδρος του μίλησε φιλικά και, σε επιβεβαίωση της φιλίας του, τον κράτησε κοντά του, αλλά τον διέταξε να στείλει στον βράχο μερικούς από αυτούς που κατέβηκαν μαζί του, για να διατάξουν τους φρουρούς να του παραδώσουν την οχυρή τοποθεσία. [4.21.9] Πράγματι παραδόθηκε από εκείνους που είχαν καταφύγει σε αυτήν· ανέβηκε τότε για να δει τον βράχο και ο ίδιος ο Αλέξανδρος, αφού πήρε μαζί του πεντακόσιους περίπου από τους υπασπιστές. Τόσο μάλιστα απέφυγε να κακομεταχειρισθεί τον Χοριήνη, ώστε και του εμπιστεύθηκε την ίδια εκείνη οχυρή τοποθεσία και του ανέθεσε να διοικεί όσες ακριβώς περιοχές διοικούσε και πριν.