Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (4.27.7-4.28.5)

[4.27.7] Ταῦτα μαθὼν Ἀλέξανδρος ὥρμητο μὲν ὡς ἐπὶ Βάζιρα, γνοὺς δὲ ὅτι τῶν προσοίκων τινὲς βαρβάρων παριέναι ἐς τὰ Ὦρα τὴν πόλιν λαθόντες μέλλουσι, πρὸς Ἀβισάρου ἐπὶ τῷδε ἐσταλμένοι, ἐπὶ τὰ Ὦρα πρῶτον ἦγε· Κοῖνον δὲ ἐπιτειχίσαι τῇ πόλει τῶν Βαζιρέων καρτερόν τι χωρίον προσέταξε, καὶ ἐν τούτῳ φυλακὴν καταλιπόντα ἀποχρῶσαν, ὡς μὴ ἄδεια εἴη τοῖς ἐν τῇ πόλει χρῆσθαι τῇ χώρᾳ, αὐτὸν ἄγοντα τῆς στρατιᾶς τὴν λοιπὴν παρ᾽ αὑτὸν ἰέναι. [4.27.8] οἱ δὲ ἐκ τῶν Βαζίρων ὡς εἶδον ἀπιόντα ξὺν τῷ πλείστῳ τῆς στρατιᾶς τὸν Κοῖνον, καταφρονήσαντες τῶν Μακεδόνων, ὡς οὐ γενομένων ἄν σφισιν ἀξιομάχων, ἐπεκθέουσιν ἐς τὸ πεδίον· καὶ γίγνεται αὐτῶν μάχη καρτερά. καὶ ἐν ταύτῃ πίπτουσι μὲν τῶν βαρβάρων ἐς πεντακοσίους, ζῶντες δὲ ἐλήφθησαν ὑπὲρ τοὺς ἑβδομήκοντα· οἱ δὲ λοιποὶ ἐν τῇ πόλει ξυμφυγόντες βεβαιότερον ἤδη εἴργοντο τῆς χώρας ὑπὸ τῶν ἐκ τοῦ ἐπιτειχίσματος. [4.27.9] καὶ Ἀλεξάνδρῳ δὲ τῶν Ὤρων ἡ πολιορκία οὐ χαλεπὴ ἐγένετο, ἀλλ᾽ εὐθὺς ἐξ ἐφόδου προσβαλὼν τοῖς τείχεσι τῆς πόλεως ἐκράτησε, καὶ τοὺς ἐλέφαντας τοὺς ἐγκαταλειφθέντας ἔλαβε.
[4.28.1] Καὶ ταῦτα οἱ ἐν τοῖς Βαζίροις ὡς ἔμαθον, ἀπογνόντες τὰ σφέτερα πράγματα ἀμφὶ μέσας νύκτας τὴν πόλιν ἐκλείπουσιν, ἔφυγον δὲ ἐς τὴν πέτραν. ὣς δὲ καὶ οἱ ἄλλοι βάρβαροι ἔπραττον· ἀπολιπόντες τὰς πόλεις ξύμπαντες ἔφευγον ἐς τὴν πέτραν τὴν ἐν τῇ χώρᾳ τὴν Ἄορνον καλουμένην. Μέγα γάρ τι τοῦτο χρῆμα πέτρας ἐν τῇ χώρᾳ ταύτῃ ἐστί, καὶ λόγος ὑπὲρ αὐτῆς κατέχει οὐδὲ Ἡρακλεῖ τῷ Διὸς ἁλωτὸν γενέσθαι τὴν πέτραν. [4.28.2] εἰ μὲν δὴ καὶ ἐς Ἰνδοὺς ἀφίκετο ὁ Ἡρακλῆς ὁ Θηβαῖος ἢ ὁ Τύριος ἢ ὁ Αἰγύπτιος ἐς οὐδέτερα ἔχω ἰσχυρίσασθαι· μᾶλλον δὲ δοκῶ ὅτι οὐκ ἀφίκετο, ἀλλὰ πάντα γὰρ ὅσα χαλεπὰ οἱ ἄνθρωποι ἐς τοσόνδε ἄρα αὔξουσιν αὐτῶν τὴν χαλεπότητα, ὡς καὶ τῷ Ἡρακλεῖ ἂν ἄπορα γενέσθαι μυθεύειν. κἀγὼ ὑπὲρ τῆς πέτρας ταύτης οὕτω γιγνώσκω, τὸν Ἡρακλέα ἐς κόμπον τοῦ λόγου ἐπιφημίζεσθαι. [4.28.3] τὸν μὲν δὴ κύκλον τῆς πέτρας λέγουσιν ἐς διακοσίους σταδίους μάλιστα εἶναι, ὕψος δὲ αὐτῆς, ἵναπερ χθαμαλώτατον, σταδίων ἕνδεκα, καὶ ἀνάβασιν χειροποίητον μίαν χαλεπήν· εἶναι δὲ καὶ ὕδωρ ἐν ἄκρᾳ τῇ πέτρᾳ πολὺ καὶ καθαρόν, πηγὴν ἀνίσχουσαν, ὡς καὶ ἀπορρεῖν ἀπὸ τῆς πηγῆς ὕδωρ, καὶ ὕλην καὶ γῆν ἀγαθὴν ἐργάσιμον ὅσην καὶ χιλίοις ἀνθρώποις ἀποχρῶσαν ἂν εἶναι ἐργάζεσθαι.
[4.28.4] Καὶ ταῦτα ἀκούοντα Ἀλέξανδρον πόθος λαμβάνει ἐξελεῖν καὶ τοῦτο τὸ ὄρος, οὐχ ἥκιστα ἐπὶ τῷ ἀμφὶ τὸν Ἡρακλέα μύθῳ πεφημισμένῳ. τὰ μὲν δὴ Ὦρα καὶ τὰ Μάσσαγα φρούρια ἐποίησεν ἐπὶ τῇ χώρᾳ, τὰ Βάζιρα δὲ ‹τὴν› πόλιν ἐξετείχισε. [4.28.5] καὶ οἱ ἀμφὶ Ἡφαιστίωνά τε καὶ Περδίκκαν αὐτῷ ἄλλην πόλιν ἐκτειχίσαντες, Ὀροβάτις ὄνομα τῇ πόλει ἦν, καὶ φρουρὰν καταλιπόντες ὡς ἐπὶ τὸν Ἰνδὸν ποταμὸν ᾔεσαν· ὡς δὲ ἀφίκοντο, ἔπρασσον ἤδη ὅσα ἐς τὸ ζεῦξαι τὸν Ἰνδὸν ὑπὸ Ἀλεξάνδρου ἐτέτακτο.

[4.27.7] Όταν έμαθε αυτά ο Αλέξανδρος, ξεκίνησε για τα Βάζιρα. Επειδή όμως πληροφορήθηκε ότι μερικοί από τους γειτονικούς βαρβάρους σκόπευαν να μπουν κρυφά στην πόλη Ώρα και ότι για τον σκοπό αυτό είχαν σταλεί από τον Αβισάρη, βάδισε πρώτα προς τα Ώρα· διέταξε και τον Κοίνο να περιτειχίσει κοντά στην πόλη Βάζιρα κάποια οχυρή τοποθεσία αφήνοντας σε αυτήν αρκετή φρουρά, ώστε να μη μπορούν να χρησιμοποιούν ελεύθερα την ύπαιθρο οι κάτοικοι της πόλης, και να έρθει μαζί του οδηγώντας τον υπόλοιπο στρατό. [4.27.8] Όταν είδαν οι κάτοικοι των Βαζίρων ότι αποχωρούσε ο Κοίνος με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού, εξόρμησαν στην πεδιάδα υποτιμώντας τους Μακεδόνες ότι τάχα δεν ήταν σε θέση να πολεμήσουν μαζί τους. Συνάπτεται σφοδρή μάχη μεταξύ τους και σκοτώνονται σε αυτήν πεντακόσιοι περίπου βάρβαροι και αιχμαλωτίζονται περισσότεροι από εβδομήντα. Οι υπόλοιποι κατέφυγαν όλοι στην πόλη, αλλά εμποδίζονταν πλέον να βγαίνουν στην ύπαιθρο, επειδή οι φρουροί του περιτειχίσματος έλαβαν αυστηρότερα μέτρα. [4.27.9] Και η πολιορκία των Ώρων δεν παρουσίασε δυσκολίες στον Αλέξανδρο, αλλά κυρίευσε αμέσως με επίθεση την πόλη προσβάλλοντας τα τείχη της και συνέλαβε τους ελέφαντες που είχαν εγκαταλειφθεί σε αυτήν.
[4.28.1] Όταν πληροφορήθηκαν αυτά οι κάτοικοι των Βαζίρων, απελπίσθηκαν για την κατάστασή τους και γύρω στα μεσάνυχτα εγκατέλειψαν την πόλη και κατέφυγαν στον βράχο. Το ίδιο έκαναν και οι υπόλοιποι βάρβαροι, δηλαδή εγκατέλειψαν τις πόλεις τους και κατέφυγαν όλοι μαζί στον βράχο που ήταν στην περιοχή τους και ονομαζόταν Άορνος. Ήταν ένα πελώριο είδος βράχου στον τόπο αυτό και υπάρχει η παράδοση ότι ούτε και ο Ηρακλής, ο γιος του Δία, δεν μπόρεσε να τον κυριεύσει. [4.28.2] Δεν μπορώ να βεβαιώσω αν πράγματι έφθασε ή όχι και στην Ινδία ο Ηρακλής ο Θηβαίος ή ο Τύριος ή ο Αιγύπτιος. Νομίζω όμως ότι μάλλον δεν έφθασε, αλλά ότι για όλα όσα είναι δύσκολα οι άνθρωποι μεγαλοποιούν σε τέτοιο βαθμό τις δυσκολίες, ώστε να πλάθουν μύθους ότι και για τον Ηρακλή ακόμη ήταν αυτά ακατόρθωτα. Για την παράδοση αυτή σχημάτισα και εγώ τη γνώμη ότι από απλή καυχησιολογία αποδόθηκε στον Ηρακλή. [4.28.3] Λένε ότι η περιφέρεια του βράχου είναι διακοσίων περίπου σταδίων και το ύψος, στο χαμηλότερο ακριβώς σημείο του, ένδεκα σταδίων και ότι έχει έναν μόνο τεχνητό και δύσκολο δρόμο για την ανάβαση. Και ότι στην κορυφή του βράχου υπάρχει άφθονο και καθαρό νερό, πηγή που αναβλύζει. Ακόμα ότι υπήρχε εκεί δάσος και καλλιεργήσιμη γόνιμη γη, η οποία θα ήταν αρκετή και για χίλιους ακόμη ανθρώπους να την καλλιεργούν.
[4.28.4] Όταν πληροφορήθηκε αυτά ο Αλέξανδρος, τον κατέλαβε σφοδρή επιθυμία να κυριεύσει και τον βράχο αυτόν που ήταν όχι λιγότερο φημισμένος εξαιτίας του μύθου του σχετικού με τον Ηρακλή. Τα Ώρα, λοιπόν, και τα Μάσσαγα τα έκανε φρούρια για τη φύλαξη της περιοχής και περιτείχισε την πόλη Βάζιρα. [4.28.5] Οι άνδρες του Ηφαιστίωνα και του Περδίκκα του περιτείχισαν μια άλλη πόλη —το όνομά της ήταν Οροβάτις— άφησαν σε αυτή φρουρά και βάδισαν κατόπιν προς τον ποταμό Ινδό. Όταν έφθασαν εκεί, άρχισαν να εκτελούν όσα τους είχε διατάξει ο Αλέξανδρος για τη γεφύρωση του Ινδού.