Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (4.3.5-4.4.3)

[4.3.5] Τὴν δὲ ἑβδόμην πόλιν ἐξ ἐφόδου ἔλαβε, Πτολεμαῖος μὲν λέγει, ὅτι αὐτοὺς σφᾶς ἐνδόντας, Ἀριστόβουλος δέ, ὅτι βίᾳ καὶ ταύτην ἐξεῖλεν καὶ ὅτι πάντας τοὺς καταληφθέντας ἐν αὐτῇ ἀπέκτεινε. Πτολεμαῖος δὲ κατανεῖμαι λέγει αὐτὸν τοὺς ἀνθρώπους τῷ στρατιᾷ καὶ δεδεμένους κελεῦσαι φυλάσσεσθαι ἔστ᾽ ἂν ἐκ τῆς χώρας ἀπαλλάττηται αὐτός, ὡς μηδένα ἀπολείπεσθαι τῶν τὴν ἀπόστασιν πραξάντων.
[4.3.6] Ἐν τούτῳ δὲ τῶν τε ἐκ τῆς Ἀσίας Σκυθῶν στρατιὰ ἀφικνεῖται πρὸς τὰς ὄχθας τοῦ ποταμοῦ τοῦ Τανάϊδος, ἀκούσαντες οἱ πολλοὶ αὐτῶν, ὅτι ἔστιν οἳ καὶ τῶν ἐπέκεινα τοῦ ποταμοῦ βαρβάρων ἀπ᾽ Ἀλεξάνδρου ἀφεστᾶσιν, ὡς, εἰ δή τι λόγου ὂν ἄξιον νεωτερίζοιτο, καὶ αὐτοὶ ἐπιθησόμενοι τοῖς Μακεδόσι. καὶ οἱ ἀμφὶ Σπιταμένην δὲ ἀπηγγέλθησαν ὅτι τοὺς ἐν Μαρακάνδοις καταλειφθέντας ἐν τῇ ἄκρᾳ πολιορκοῦσιν. [4.3.7] ἔνθα δὴ Ἀλέξανδρος ἐπὶ μὲν τοὺς ἀμφὶ Σπιταμένην Ἀνδρόμαχόν τε ἀποστέλλει καὶ Μενέδημον καὶ Κάρανον, ἱππέας μὲν ἔχοντας τῶν ἑταίρων ἐς ἑξήκοντα καὶ τῶν μισθοφόρων ὀκτακοσίους, ὧν Κάρανος ἡγεῖτο, πεζοὺς δὲ μισθοφόρους ἐς χιλίους πεντακοσίους· ἐπιτάσσει δὲ αὐτοῖς Φαρνούχην τὸν ἑρμηνέα, τὸ μὲν γένος Λύκιον τὸν Φαρνούχην, ἐμπείρως δὲ τῆς τε φωνῆς τῶν ταύτῃ βαρβάρων ἔχοντα καὶ τὰ ἄλλα ὁμιλῆσαι αὐτοῖς δεξιὸν φαινόμενον.
[4.4.1] Αὐτὸς δὲ τὴν πόλιν, ἣν ἐπενόει, τειχίσας ἐν ἡμέραις εἴκοσι καὶ ξυνοικίσας ἐς αὐτὴν τῶν τε Ἑλλήνων μισθοφόρων καὶ ὅστις τῶν προσοικούντων βαρβάρων ἐθελοντὴς μετέσχε τῆς ξυνοικήσεως καί τινας καὶ τῶν ἐκ τοῦ στρατοπέδου Μακεδόνων, ὅσοι ἀπόμαχοι ἤδη ἦσαν, θύσας τοῖς θεοῖς ὡς νόμος αὐτῷ καὶ ἀγῶνα ἱππικόν τε καὶ γυμνικὸν ποιήσας, ὡς οὐκ ἀπαλλασσομένους ἑώρα τοὺς Σκύθας ἀπὸ τῆς ὄχθης τοῦ ποταμοῦ, [4.4.2] ἀλλ᾽ ἐκτοξεύοντες ἐς τὸν ποταμὸν ἑωρῶντο οὐ πλατὺν ταύτῃ ὄντα, καί τινα καὶ πρὸς ὕβριν τοῦ Ἀλεξάνδρου βαρβαρικῶς ἐθρασύναντο, ὡς οὐκ ἂν τολμήσαντα Ἀλέξανδρον ἅψασθαι Σκυθῶν ἢ μαθόντα ἂν ὅτι περ τὸ διάφορον Σκύθαις τε καὶ τοῖς Ἀσιανοῖς βαρβάροις, — ὑπὸ τούτων παροξυνόμενος ἐπενόει διαβαίνειν ἐπ᾽ αὐτοὺς καὶ τὰς διφθέρας παρεσκεύαζεν ἐπὶ τῷ πόρῳ. [4.4.3] θυομένῳ δὲ ἐπὶ τῇ διαβάσει τὰ ἱερὰ οὐκ ἐγίγνετο· ὁ δὲ βαρέως μὲν ἔφερεν οὐ γιγνομένων, ὅμως δὲ ἐκαρτέρει καὶ ἔμενεν. ὡς δὲ οὐκ ἀνίεσαν οἱ Σκύθαι, αὖθις ἐπὶ τῇ διαβάσει ἐθύετο, καὶ αὖ ἐς κίνδυνον αὐτῷ σημαίνεσθαι Ἀρίστανδρος ὁ μάντις ἔφραζεν· ὁ δὲ κρεῖσσον ἔφη ἐς ἔσχατον κινδύνου ἐλθεῖν ἢ κατεστραμμένον ξύμπασαν ὀλίγου δεῖν τὴν Ἀσίαν γέλωτα εἶναι Σκύθαις, καθάπερ Δαρεῖος ὁ Ξέρξου πατὴρ πάλαι ἐγένετο. Ἀρίστανδρος δὲ οὐκ ἔφη παρὰ τὰ ἐκ τοῦ θείου σημαινόμενα ἄλλα ἀποδείξεσθαι, ὅτι ἄλλα ἐθέλει ἀκοῦσαι Ἀλέξανδρος.

[4.3.5] Και την έβδομη πόλη κατέλαβε με έφοδο. Ο Πτολεμαίος λέγει ότι παραδόθηκαν μόνοι τους οι βάρβαροι, ενώ ο Αριστόβουλος ότι κυρίευσε και την πόλη αυτή με επίθεση και ότι σκότωσε όλους όσους συνέλαβε μέσα σε αυτήν. Αναφέρει ακόμη ο Πτολεμαίος ότι ο Αλέξανδρος μοίρασε στον στρατό του τους ανθρώπους που συνέλαβε και διέταξε, έως ότου αποχωρήσει ο ίδιος από την περιοχή τους, να τους φυλάγουν δεμένους, ώστε να μην μείνει πίσω του κανένας από τους υπεύθυνους της αποστασίας.
[4.3.6] Στο μεταξύ έφθασε στις όχθες του ποταμού Τάναη και ο στρατός των Σκυθών της Ασίας. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν πληροφορηθεί ότι είχαν εξεγερθεί κατά του Αλεξάνδρου και μερικοί από τους πέραν του ποταμού βαρβάρους, οι οποίοι σκόπευαν να επιτεθούν και οι ίδιοι κατά των Μακεδόνων, αν εκδηλωνόταν κάποια αξιόλογη επανάσταση. Έφθασε επίσης η είδηση ότι και ο στρατός του Σπιταμένη πολιορκούσε τους Μακεδόνες που είχαν μείνει πίσω στην ακρόπολη των Μαρακάνδων. [4.3.7] Τότε, λοιπόν, ο Αλέξανδρος έστειλε κατά των ανδρών του Σπιταμένη τον Ανδρόμαχο και τον Μενέδημο και τον Κάρανο που είχαν μαζί τους εξήντα περίπου ιππείς από τους εταίρους και οκτακόσιους μισθοφόρους ιππείς με αρχηγό τον Κάρανο, καθώς και χίλιους πεντακόσιους περίπου πεζούς μισθοφόρους. Όλων αυτών όρισε αρχηγό τον Φαρνούχη τον διερμηνέα, που ήταν Λύκιος την καταγωγή, γνώριζε καλά την γλώσσα των βαρβάρων της περιοχής αυτής και κατά τα άλλα φαινόταν ικανός να διαπραγματευθεί μαζί τους.
[4.4.1] Ο ίδιος, αφού οχύρωσε με τείχος μέσα σε είκοσι μέρες την πόλη που σκόπευε να ιδρύσει, εγκατέστησε σε αυτήν όσους Έλληνες μισθοφόρους και γειτονικούς βαρβάρους είχαν δεχθεί μόνοι τους να πάρουν μέρος στην ίδρυσή της, καθώς και όσους Μακεδόνες του στρατεύματος ήταν ανίκανοι πλέον για μάχη. Μετά θυσίασε στους θεούς, όπως συνήθιζε, και τέλεσε ιππικούς και γυμνικούς αγώνες. [4.4.2] Επειδή οι Σκύθες δεν αποχωρούσαν από την όχθη του ποταμού, αλλά τους έβλεπαν να ρίχνουν βέλη στον ποταμό, ο οποίος σε αυτό το μέρος δεν ήταν πλατύς, και κάπως να χλευάζουν τον Αλέξανδρο με βαρβαρική θρασύτητα, —γιατί πίστευαν ότι τάχα δεν θα τολμούσε να τα βάλει με τους Σκύθες ή και αν το επιχειρούσε, θα μάθαινε τη διαφορά ανάμεσα στους Σκύθες και τους βαρβάρους της Ασίας— εξοργισμένος από αυτά ο Αλέξανδρος σκεφτόταν να περάσει τον ποταμό και να τους επιτεθεί. Έτσι άρχισε να ετοιμάζει τις δερμάτινες σχεδίες για τη διάβαση. [4.4.3] Ενώ όμως θυσίαζε για τη διάβαση, δεν είχε ευνοϊκό αποτέλεσμα. Αν και στενοχωριόταν που δεν ήταν ευνοϊκό, περίμενε εκεί με υπομονή. Επειδή ωστόσο δεν έφευγαν οι Σκύθες, ο Αλέξανδρος θυσίασε ξανά για τη διάβαση, αλλά και πάλι ο μάντης Αρίστανδρος του είπε ότι οι θυσίες προμήνυαν κίνδυνο για αυτόν. Ο Αλέξανδρος είπε τότε ότι ήταν προτιμότερο να διατρέξει τον έσχατο κίνδυνο παρά αυτός που είχε υποτάξει ολόκληρη σχεδόν την Ασία να γίνει περίγελος των Σκυθών, όπως ακριβώς είχε γίνει πριν από πολλά χρόνια ο Δαρείος, ο πατέρας του Ξέρξη. Ο Αρίστανδρος όμως αρνήθηκε να εξηγήσει τις θυσίες κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνον που φανέρωνε ο θεός, επειδή ο Αλέξανδρος επιθυμούσε να ακούσει άλλα πράγματα.