Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (4.18.4-4.19.3)

[4.18.4] Ἅμα δὲ τῷ ἦρι ὑποφαίνοντι προὐχώρει ὡς ἐπὶ τὴν ἐν τῇ Σογδιανῇ πέτραν, ἐς ἣν πολλοὺς μὲν τῶν Σογδιανῶν ξυμπεφευγέναι αὐτῷ ἐξηγγέλλετο· καὶ ἡ Ὀξυάρτου δὲ γυνὴ τοῦ Βακτρίου καὶ αἱ παῖδες αἱ Ὀξυάρτου ἐς τὴν πέτραν ταύτην ξυμπεφευγέναι ἐλέγοντο, Ὀξυάρτου αὐτὰς ὡς ἐς ἀνάλωτον δῆθεν τὸ χωρίον ἐκεῖνο ὑπεκθεμένου, ὅτι καὶ αὐτὸς ἀφειστήκει ἀπ᾽ Ἀλεξάνδρου. ταύτης γὰρ ἐξαιρεθείσης οὐκέτι οὐδὲν ὑπολειφθήσεσθαι ἐδόκει τῶν Σογδιανῶν τοῖς νεωτερίζειν ἐθέλουσιν. [4.18.5] ὡς δὲ ἐπέλασαν τῇ πέτρᾳ, καταλαμβάνει πάντῃ ἀπότομον ἐς τὴν προσβολὴν σιτία τε ξυγκεκομισμένους τοὺς βαρβάρους ὡς ἐς χρόνιον πολιορκίαν. καὶ χιὼν πολλὴ ἐπιπεσοῦσα τήν τε πρόσβασιν ἀπορωτέραν ἐποίει τοῖς Μακεδόσι καὶ ἅμα ἐν ἀφθονίᾳ ὕδατος τοὺς βαρβάρους διῆγεν. ἀλλὰ καὶ ὣς προσβάλλειν ἐδόκει τῷ χωρίῳ. [4.18.6] καὶ γάρ τι καὶ ὑπέρογκον ὑπὸ τῶν βαρβάρων λεχθὲν ἐς φιλοτιμίαν ξὺν ὀργῇ ἐμβεβλήκει Ἀλέξανδρον. προκληθέντες γὰρ ἐς ξύμβασιν καὶ προτεινομένου σφίσιν, ὅτι σώοις ὑπάρξει ἐπὶ τὰ σφέτερα ἀπαλλαγῆναι παραδοῦσι τὸ χωρίον, οἱ δὲ σὺν γέλωτι βαρβαρίζοντες πτηνοὺς ἐκέλευον ζητεῖν στρατιώτας Ἀλέξανδρον, οἵτινες αὐτῷ ἐξαιρήσουσι τὸ ὄρος, ὡς τῶν γε ἄλλων ἀνθρώπων οὐδεμίαν ὤραν σφίσιν οὖσαν. [4.18.7] ἔνθα δὴ ἐκήρυξεν Ἀλέξανδρος τῷ μὲν πρώτῳ ἀναβάντι δώδεκα τάλαντα εἶναι τὸ γέρας, δευτέρῳ δὲ ἐπὶ τούτῳ τὰ δεύτερα καὶ τρίτῳ τὰ ἐφεξῆς, ὡς τελευταῖον εἶναι τῷ τελευταίῳ ἀνελθόντι τριακοσίους Δαρεικοὺς τὸ γέρας. καὶ τοῦτο τὸ κήρυγμα παρώξυνεν ἔτι μᾶλλον καὶ ἄλλως τοὺς Μακεδόνας ὡρμημένους.
[4.19.1] Ξυνταξάμενοι δὴ ὅσοι πετροβατεῖν ἐν ταῖς πολιορκίαις αὐτῷ μεμελετήκεσαν, ἐς τριακοσίους τὸν ἀριθμόν, καὶ πασσάλους μικροὺς σιδηροῦς, οἷς αἱ σκηναὶ καταπεπήγεσαν αὐτοῖς, παρασκευάσαντες, τοῦ καταπηγνύναι αὐτοὺς ἔς τε τὴν χιόνα ὅπου πεπηγυῖα φανείη καὶ εἴ πού τι τῆς χώρας ἔρημον χιόνος ὑποφαίνοιτο, καὶ τούτους καλωδίοις ἐκ λίνου ἰσχυροῖς ἐκδήσαντες τῆς νυκτὸς προὐχώρουν κατὰ τὸ ἀποτομώτατόν τε τῆς πέτρας καὶ ταύτῃ ἀφυλακτότατον. [4.19.2] καὶ τούτους τοὺς πασσάλους καταπηγνύντες τοὺς μὲν ἐς τὴν γῆν, ὅπου διεφαίνετο, τοὺς δὲ καὶ τῆς χιόνος ἐς τὰ μάλιστα οὐ θρυφθησόμενα, ἀνεῖλκον σφᾶς αὐτοὺς ἄλλοι ἄλλῃ τῆς πέτρας. καὶ τούτων ἐς τριάκοντα μὲν ἐν τῇ ἀναβάσει διεφθάρησαν, ὥστε οὐδὲ τὰ σώματα αὐτῶν ἐς ταφὴν εὑρέθη ἐμπεσόντα ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ τῆς χιόνος. [4.19.3] οἱ δὲ λοιποὶ ἀναβάντες ὑπὸ τὴν ἕω καὶ τὸ ἄκρον τοῦ ὄρους καταλαβόντες σινδόνας κατέσειον ὡς ἐπὶ τὸ στρατόπεδον τῶν Μακεδόνων, οὕτως αὐτοῖς ἐξ Ἀλεξάνδρου παρηγγελμένον. πέμψας δὴ κήρυκα ἐμβοῆσαι ἐκέλευσε τοῖς προφυλάσσουσι τῶν βαρβάρων μὴ διατρίβειν ἔτι, ἀλλὰ παραδιδόναι σφᾶς· ἐξευρῆσθαι γὰρ δὴ τοὺς πτηνοὺς ἀνθρώπους καὶ ἔχεσθαι ὑπὸ αὐτῶν τοῦ ὄρους τὰ ἄκρα· καὶ ἅμα ἐδείκνυεν τοὺς ὑπὲρ τῆς κορυφῆς στρατιώτας.

[4.18.4] Μόλις άρχιζε η άνοιξη, ο Αλέξανδρος προχώρησε προς το Σογδιανό βράχο, στον οποίο τον πληροφόρησαν ότι είχαν καταφύγει πολλοί Σογδιανοί. Έλεγαν ακόμη ότι είχαν καταφύγει σε αυτόν τον βράχο η γυναίκα του Οξυάρτη του Βακτρίου και οι κόρες του, που τις είχε μεταφέρει ο Οξυάρτης στην οχυρή αυτή τοποθεσία με την ιδέα ότι ήταν απόρθητη, επειδή και αυτός είχε στασιάσει κατά του Αλεξάνδρου. Γιατί ήταν φανερό ότι, αν την κυρίευε και αυτή, δεν θα απέμενε πια τίποτε στους Σογδιανούς που ήθελαν να επαναστατήσουν. [4.18.5] Όταν όμως οι Μακεδόνες πλησίασαν στον βράχο, βρήκε ο Αλέξανδρος ότι ήταν απότομος από όλες τις πλευρές και απρόσβλητος και ότι οι βάρβαροι είχαν συγκεντρώσει σε αυτόν τρόφιμα για μακροχρόνια πολιορκία. Το άφθονο χιόνι που είχε πέσει έκανε και την ανάβαση πιο δύσκολη στους Μακεδόνες και εξασφάλιζε άφθονο νερό στους βαρβάρους. Παρ᾽ όλα αυτά ο Αλέξανδρος αποφάσισε να επιτεθεί κατά του βράχου. [4.18.6] Σε αυτό συνετέλεσε και ένας αλαζονικός λόγος των βαρβάρων, που είχε προκαλέσει τη φιλοδοξία και μαζί την οργή του Αλεξάνδρου. Όταν δηλαδή κάλεσαν τους βαρβάρους να έρθουν σε συμφωνία και τους πρότειναν να τους επιτρέψουν να αποχωρήσουν σώοι από τη χώρα τους, αν παρέδιδαν το οχυρό τους, αυτοί γελώντας κατά βάρβαρο τρόπο υπέδειξαν στον Αλέξανδρο να αναζητήσει φτερωτούς στρατιώτες για να του κυριεύσουν το βουνό, επειδή οι ίδιοι δεν λογάριαζαν καθόλου τους άλλους. [4.18.7] Τότε, λοιπόν, ο Αλέξανδρος διακήρυξε ότι όποιος ανέβαινε πρώτος στο βράχο θα έπαιρνε ως έπαθλο δώδεκα τάλαντα, ο δεύτερος το δεύτερο έπαθλο και ο τρίτος το επόμενο, ώστε όποιος ανέβαινε τελευταίος θα έπαιρνε ως έπαθλο τριακόσιους δαρεικούς. Η προκήρυξη αυτή παρακίνησε ακόμη περισσότερο τους Μακεδόνες που ήταν άλλωστε και από πριν πολύ πρόθυμοι.
[4.19.1] Αφού, λοιπόν, συγκεντρώθηκαν όλοι όσοι είχαν ασκηθεί στην αναρρίχηση των βράχων κατά τις πολιορκίες, τριακόσιοι περίπου τον αριθμό, και αφού ετοίμασαν μικρούς σιδερένιους πασσάλους, με τους οποίους στερέωναν τις σκηνές τους, για να τους καρφώνουν και στο χιόνι, όπου φαινόταν πηγμένο, και σε όσα μέρη του τόπου το έδαφος εμφανιζόταν γυμνό από χιόνι, έδεσαν τους πασσάλους αυτούς στερεά με ανθεκτικά σχοινιά από λινάρι και άρχισαν να προχωρούν μέσα στη νύχτα από το πιο απόκρημνο μέρος του βράχου που ήταν για το λόγο αυτό και το πιο αφύλακτο. [4.19.2] Στερέωναν άλλους πασσάλους στο έδαφος, όπου διακρινόταν, και άλλους στο χιόνι, εκεί όπου θα ήταν δύσκολο να θρυμματισθεί, και άρχισαν να σύρουν ο ένας τον άλλο προς τα πάνω από διαφορετικά σημεία του βράχου. Από τους Μακεδόνες χάθηκαν τριάντα περίπου κατά την ανάβαση και δεν βρέθηκαν ούτε τα σώματά τους για να ταφούν, επειδή έπεσαν σε διαφορετικά μέρη του χιονιού. [4.19.3] Οι υπόλοιποι όμως ανέβηκαν μόλις χάραζε και αφού κατέλαβαν την κορυφή του βουνού, άρχισαν να κινούν κομμάτια από λεπτό ύφασμα προς το στρατόπεδο των Μακεδόνων, όπως τους είχε διατάξει ο Αλέξανδρος. Έστειλε τότε ο Αλέξανδρος έναν κήρυκα και τον διέταξε να φωνάξει δυνατά στους βαρβάρους των προφυλακών να μην καθυστερήσουν πια την παράδοσή τους, γιατί είχαν βέβαια βρεθεί οι φτερωτοί άνθρωποι και είχαν καταλάβει τις κορυφές του βουνού. Συγχρόνως έδειχνε τους στρατιώτες του που ήταν πάνω στην κορυφή.