Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (4.25.1-4.26.5)

[4.25.1] Οἱ δὲ ὡς ᾔσθοντο προσάγοντας τοὺς Μακεδόνας, κατεῖχον γὰρ χωρία ὑπερδέξια, τῷ τε πλήθει σφῶν θαρσήσαντες καὶ τῶν Μακεδόνων, ὅτι ὀλίγοι ἐφαίνοντο, καταφρονήσαντες ἐς τὸ πεδίον ὑποκατέβησαν· καὶ μάχη γίγνεται καρτερά. ἀλλὰ τούτους μὲν οὐ ξὺν πόνῳ ἐνίκα Ἀλέξανδρος· [4.25.2] οἱ δὲ ἀμφὶ Πτολεμαῖον οὐκ ἐν τῷ ὁμαλῷ παρετάξαντο, ἀλλὰ γήλοφον γὰρ κατεῖχον οἱ βάρβαροι, ὀρθίους ποιήσαντες τοὺς λόχους, Πτολεμαῖος προσῆγεν ᾗπερ ἐπιμαχ[ιμ]ώτατον τοῦ λόφου ἐφαίνετο, οὐ πάντῃ τὸν λόφον κυκλωσάμενος, ἀλλ᾽ ἀπολιπών, εἰ φεύγειν ἐθέλοιεν οἱ βάρβαροι, χώραν αὐτοῖς ἐς τὴν φυγήν. [4.25.3] καὶ γίγνεται καὶ τούτοις μάχη καρτερὰ τοῦ χωρίου τῇ χαλεπότητι καὶ ὅτι οὐ κατὰ τοὺς ἄλλους τοὺς ταύτῃ βαρβάρους οἱ Ἰνδοί, ἀλλὰ πολὺ δή τι ἀλκιμώτατοι τῶν προσχώρων εἰσίν. ἐξώσθησαν δὲ καὶ οὗτοι ἀπὸ τοῦ ὄρους ὑπὸ τῶν Μακεδόνων· καὶ οἱ ἀμφὶ Λεοννάτον τῇ τρίτῃ μοίρᾳ τῆς στρατιᾶς ὡσαύτως ἔπραξαν· ἐνίκων γὰρ καὶ οὗτοι τοὺς κατὰ σφᾶς. [4.25.4] καὶ λέγει Πτολεμαῖος ἀνθρώπους μὲν ληφθῆναι τοὺς πάντας ὑπὲρ τετρακισμυρίους, βοῶν δὲ ὑπὲρ τὰς τρεῖς καὶ εἴκοσι μυριάδας· καὶ τούτων τὰς καλλίστας ἐπιλεξάμενον Ἀλέξανδρον, ὅτι διαφέρουσαι αὐτῷ κάλλει τε καὶ μεγέθει ἐφαίνοντο, πέμψαι ἐθέλειν ἐς Μακεδονίαν ἐργάζεσθαι τὴν χώραν.
[4.25.5] Ἐντεῦθεν ἐπὶ τὴν τῶν Ἀσσακηνῶν χώραν ἦγεν· τούτους γὰρ ἐξηγγέλλετο παρεσκευάσθαι ὡς μαχουμένους, ἱππέας μὲν ἐς δισχιλίους ἔχοντας, πεζοὺς δὲ ὑπὲρ τοὺς τρισμυρίους, τριάκοντα δὲ ἐλέφαντας. Κρατερὸς μὲν δὴ ἐκτετειχικὼς ἤδη τὴν πόλιν, ἐφ᾽ ἧς τῷ οἰκισμῷ κατελέλειπτο, τούς τε βαρύτερον ὡπλισμένους τῆς στρατιᾶς Ἀλεξάνδρῳ ἦγεν καὶ τὰς μηχανάς, εἴ που πολιορκίας δεήσειεν. [4.25.6] αὐτὸς δὲ Ἀλέξανδρος τούς τε ἑταίρους ἱππέας ἄγων καὶ τοὺς ἱππακοντιστὰς καὶ τὴν Κοίνου καὶ Πολυπέρχοντος τάξιν καὶ τοὺς Ἀγριᾶνας τοὺς χιλίους καὶ τοὺς τοξότας ᾔει ὡς ἐπὶ τοὺς Ἀσσακηνούς· ἦγε δὲ διὰ τῆς Γουραίων χώρας. [4.25.7] καὶ τὸν ποταμὸν τὸν ἐπώνυμον τῆς χώρας τὸν Γουραῖον χαλεπῶς διέβη, διὰ βαθύτητά τε καὶ ὅτι ὀξὺς ὁ ῥοῦς ἦν αὐτῷ καὶ οἱ λίθοι στρογγύλοι ἐν τῷ ποταμῷ ὄντες σφαλεροὶ τοῖς ἐπιβαίνουσιν ἐγίγνοντο. οἱ δὲ βάρβαροι ὡς προσάγοντα ᾔσθοντο Ἀλέξανδρον, ἀθρόοι μὲν ἐς μάχην καταστῆναι οὐκ ἐτόλμησαν, διαλυθέντες δὲ ὡς ἕκαστοι κατὰ πόλεις ταύτας ἐπενόουν ἀπομαχόμενοι διασώζειν.
[4.26.1] Καὶ Ἀλέξανδρος πρῶτα μὲν ἐπὶ Μάσσαγα ἦγε, τὴν μεγίστην τῶν ταύτῃ πόλεων. ὡς δὲ προσῆγεν ἤδη τοῖς τείχεσι, θαρρήσαντες οἱ βάρβαροι τοῖς μισθοφόροις τοῖς ἐκ τῶν πρόσω Ἰνδῶν, ἦσαν γὰρ οὗτοι ἐς ἑπτακισχιλίους, ὡς στρατοπεδευομένους εἶδον τοὺς Μακεδόνας, δρόμῳ ἐπ᾽ αὐτοὺς ᾔεσαν. [4.26.2] καὶ Ἀλέξανδρος ἰδὼν πλησίον τῆς πόλεως ἐσομένην τὴν μάχην προσωτέρω ἐκκαλέσασθαι αὐτοὺς βουληθεὶς τῶν τειχῶν, ὡς εἰ τροπὴ γίγνοιτο, ἐγίγνωσκεν γὰρ ἐσομένην, μὴ δι᾽ ὀλίγου ἐς τὴν πόλιν καταφυγόντες εὐμαρῶς διασώζοιντο, ὡς ἐκθέοντας εἶδε τοὺς βαρβάρους, μεταβαλλομένους κελεύει τοὺς Μακεδόνας ὀπίσω ἀποχωρεῖν ὡς πρὸς γήλοφόν τινα ἀπέχοντα ἀπὸ τοῦ χωρίου, ἵναπερ στρατοπεδεύειν ἐγνώκει, ἑπτά που μάλιστα σταδίους. [4.26.3] καὶ οἱ πολέμιοι ἀναθαρσήσαντες, ὡς ἐγκεκλικότων ἤδη τῶν Μακεδόνων, δρόμῳ τε καὶ ξὺν οὐδενὶ κόσμῳ ἐφέροντο ἐς αὐτούς. ὡς δὲ ἐξικνεῖτο ἤδη τὰ τοξεύματα, ἐνταῦθα Ἀλέξανδρος ἀπὸ ξυνθήματος ἐπιστρέψας ἐς αὐτοὺς τὴν φάλαγγα δρόμῳ ἀντεπῆγε. [4.26.4] πρῶτοι δὲ οἱ ἱππακοντισταί τε αὐτῷ καὶ οἱ Ἀγριᾶνες καὶ οἱ τοξόται ἐκδραμόντες ξυνέμιξαν τοῖς βαρβάροις· αὐτὸς δὲ τὴν φάλαγγα ἐν τάξει ἦγεν. οἱ δὲ Ἰνδοὶ τῷ τε παραλόγῳ ἐκπλαγέντες καὶ ἅμα ἐν χερσὶ γεγενημένης τῆς μάχης ἐγκλίναντες ἔφευγον ἐς τὴν πόλιν. καὶ ἀπέθανον μὲν αὐτῶν ἀμφὶ τοὺς διακοσίους, οἱ δὲ λοιποὶ ἐς τὰ τείχη κατεκλείσθησαν. καὶ Ἀλέξανδρος προσῆγε τῷ τείχει τὴν φάλαγγα, καὶ ἐντεῦθεν τοξεύεται μὲν ἀπὸ τοῦ τείχους ἐς τὸ σφυρὸν οὐ χαλεπῶς. [4.26.5] ἐπαγαγὼν δὲ τὰς μηχανὰς τῇ ὑστεραίᾳ τῶν μὲν τειχῶν τι εὐμαρῶς κατέσεισε, βιαζομένους δὲ ταύτῃ τοὺς Μακεδόνας ᾗ παρέρρηκτο τοῦ τείχους οὐκ ἀτόλμως οἱ Ἰνδοὶ ἠμύνοντο, ὥστε ταύτῃ μὲν τῇ ἡμέρᾳ ἀνεκαλέσατο τὴν στρατιάν. τῇ δὲ ὑστεραίᾳ τῶν τε Μακεδόνων αὐτῶν ἡ προσβολὴ καρτερωτέρα ἐγίγνετο καὶ πύργος ἐπήχθη ξύλινος τοῖς τείχεσιν, ὅθεν ἐκτοξεύοντες οἱ τοξόται καὶ βέλη ἀπὸ μηχανῶν ἀφιέμενα ἀνέστελλεν ἐπὶ πολὺ τοὺς Ἰνδούς. ἀλλ᾽ οὐδὲ ὣς βιάσασθαι εἴσω τοῦ τείχους οἷοί τε ἐγένοντο.

[4.25.1] Μόλις αντιλήφθηκαν οι βάρβαροι ότι πλησίαζαν οι Μακεδόνες, κατέβηκαν σιγά σιγά στην πεδιάδα, επειδή κατείχαν δεσπόζουσες θέσεις και είχαν πεποίθηση στον μεγάλο αριθμό τους περιφρονώντας συγχρόνως τους Μακεδόνες, γιατί τους φαίνονταν λίγοι. Έγινε σκληρή μάχη, αλλά ο Αλέξανδρος τους νίκησε χωρίς μεγάλο κόπο. [4.25.2] Οι άνδρες του Πτολεμαίου παρατάχθηκαν σε ανώμαλο έδαφος, επειδή όμως οι βάρβαροι κατείχαν κάποιο λόφο, οι Μακεδόνες τοποθέτησαν τους λόχους τους τον ένα πίσω από τον άλλο και ο Πτολεμαίος τους οδήγησε στο μέρος του λόφου που φαινόταν πιο ευπρόσβλητο. Δεν κύκλωσε τον λόφο από όλα τα μέρη, αλλά άφησε στους βαρβάρους χώρο ελεύθερο για διαφυγή, στην περίπτωση που θα ήθελαν να διαφύγουν. [4.25.3] Έγινε και με αυτούς μάχη σκληρή, γιατί και βρίσκονταν σε θέση απόκρημνη και οι Ινδοί δεν ήταν όπως οι άλλοι βάρβαροι της περιοχής αυτής, αλλά πολύ γενναιότεροι από τους γείτονές τους. Οι Μακεδόνες όμως έδιωξαν και αυτούς από το βουνό. Και οι άνδρες του Λεοννάτου με το τρίτο τμήμα του στρατού σημείωσαν επίσης επιτυχίες, δηλαδή νίκησαν και αυτοί τους απέναντί τους βαρβάρους. [4.25.4] Ο Πτολεμαίος αναφέρει ότι αιχμαλωτίσθηκαν συνολικά πάνω από σαράντα χιλιάδες άνθρωποι και πιάστηκαν πάνω από διακόσιες τριάντα χιλιάδες αγελάδες. Από τις αγελάδες αυτές, λέγει, διάλεξε ο Αλέξανδρος τις ωραιότερες, γιατί του φαίνονταν ότι υπερείχαν σε εμφάνιση και σε μέγεθος και ήθελε να τις στείλει στη Μακεδονία για να οργώνουν τη γη.
[4.25.5] Από εδώ ο Αλέξανδρος προχώρησε εναντίον της χώρας των Ασσακηνών, γιατί τον ειδοποίησαν ότι είχαν ετοιμασθεί να πολεμήσουν εναντίον του με δύο περίπου χιλιάδες ιππείς και πάνω από τριάντα χιλιάδες πεζούς και τριάντα ελέφαντες. Ο Κρατερός, λοιπόν, είχε ήδη τειχίσει την πόλη, για την ίδρυση της οποίας είχε μείνει πίσω, και έφερε στον Αλέξανδρο τους βαρύτερα οπλισμένους στρατιώτες και τις πολιορκητικές μηχανές, μήπως και χρειάζονταν κάπου για πολιορκία. [4.25.6] Ο ίδιος ο Αλέξανδρος προχώρησε προς τους Ασσακηνούς οδηγώντας το ιππικό των εταίρων, τους ιππακοντιστές, τις φάλαγγες του Κοίνου και του Πολυπέρχοντα, τους χίλιους Αγριάνες και τους τοξότες και βάδιζε μέσα από τη χώρα των Γουραίων. [4.25.7] Πέρασε με δυσκολία τον ποταμό Γουραίο, που έδωσε το όνομά του στη χώρα, επειδή και βαθύς ήταν και ορμητικός και επειδή υπήρχαν σε αυτόν στρογγυλές πέτρες που έκαναν να γλιστρούν όσους τις πατούσαν. Όταν οι βάρβαροι αντιλήφθηκαν ότι πλησιάζει ο Αλέξανδρος, δεν τόλμησαν να συνάψουν μάχη όλοι μαζί, αλλά διασκορπίσθηκαν καθένας στην πόλη του και σχεδίαζαν να τις διασώσουν πολεμώντας μέσα από αυτές.
[4.26.1] Ο Αλέξανδρος βάδισε πρώτα εναντίον των Μασσάγων, που ήταν η μεγαλύτερη πόλη της περιοχής. Ενώ πλησίαζε στα τείχη της, οι βάρβαροι έχοντας πεποίθηση στους μισθοφόρους που προέρχονταν από την πέρα Ινδία —γιατί ήταν εφτά περίπου χιλιάδες— όρμησαν τρέχοντας κατά των Μακεδόνων, μόλις τους είδαν να στρατοπεδεύουν. [4.26.2] Ο Αλέξανδρος αντιλήφθηκε ότι η μάχη θα γινόταν κοντά στην πόλη και ήθελε να παρασύρει τους βαρβάρους πιο μακριά από τα τείχη τους, ώστε αν τρέπονταν σε φυγή —και γνώριζε ότι τούτο θα συνέβαινε— να μη διασωθούν εύκολα καταφεύγοντας από κοντινή απόσταση στην πόλη τους. Μόλις, λοιπόν, είδε τους βαρβάρους να ορμούν, διέταξε τους Μακεδόνες να κάνουν στροφή προς τα πίσω και να αποσυρθούν σε κάποιο λόφο που απείχε εφτά περίπου σταδίους από τον τόπο, στον οποίο είχε αποφασίσει να στρατοπεδεύσει. [4.26.3] Οι εχθροί αναθάρρησαν, γιατί νόμισαν ότι είχαν πλέον υποχωρήσει οι Μακεδόνες και τρέχοντας χωρίς καμιά τάξη ρίχθηκαν επάνω τους. Όταν όμως τα βέλη τους άρχισαν να φθάνουν πλέον τους Μακεδόνες, τότε ο Αλέξανδρος με σύνθημά του έστρεψε τη φάλαγγα εναντίον τους και τους επιτέθηκε τρέχοντας. [4.26.4] Πρώτοι εξόρμησαν οι ιππακοντιστές, οι Αγριάνες και οι τοξότες και συγκρούσθηκαν με τους βαρβάρους, ενώ ο ίδιος ο Αλέξανδρος οδηγούσε με τάξη τη φάλαγγα. Οι Ινδοί, και επειδή τρόμαξαν από την απροσδόκητη έκβαση και επειδή η μάχη γινόταν στήθος με στήθος, τράπηκαν σε φυγή και κατέφυγαν στην πόλη τους. Σκοτώθηκαν περίπου διακόσιοι από αυτούς, ενώ οι υπόλοιποι κλείσθηκαν στα τείχη τους. Ο Αλέξανδρος οδήγησε προς τα τείχη τη φάλαγγα και τραυματίσθηκε ελαφρά από βέλος στον αστράγαλο που ρίχθηκε από τα τείχη. [4.26.5] Την επόμενη μέρα έφερε τις πολιορκητικές μηχανές και γκρέμισε με ευκολία ένα μέρος των τειχών, αλλά αν και προσπαθούσαν οι Μακεδόνες να παραβιάσουν το μέρος του τείχους, όπου σχηματίσθηκε το ρήγμα, οι Ινδοί αμύνονταν γενναία. Έτσι τη μέρα εκείνη ο Αλέξανδρος απέσυρε τον στρατό του. Την επόμενη μέρα και η επίθεση των ίδιων των Μακεδόνων έγινε σφοδρότερη και έφεραν στα τείχη έναν ξύλινο πύργο, από τον οποίο οι τοξότες έριχναν βέλη και συγχρόνως ρίχνονταν βλήματα από τις πολιορκητικές μηχανές που κρατούσαν τους Ινδούς πολύ μακριά. Αλλά ούτε και έτσι κατόρθωσαν οι Μακεδόνες να παραβιάσουν τα τείχη.