Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Συμπόσιον (196b-197e)


Περὶ μὲν οὖν κάλλους τοῦ θεοῦ καὶ ταῦτα ἱκανὰ καὶ ἔτι πολλὰ λείπεται, περὶ δὲ ἀρετῆς Ἔρωτος μετὰ ταῦτα λεκτέον, τὸ μὲν μέγιστον ὅτι Ἔρως οὔτ᾽ ἀδικεῖ οὔτ᾽ ἀδικεῖται οὔτε ὑπὸ θεοῦ οὔτε θεόν, οὔτε ὑπ᾽ ἀνθρώπου οὔτε ἄνθρωπον. οὔτε γὰρ αὐτὸς βίᾳ πάσχει, εἴ τι πάσχει — βία γὰρ Ἔρωτος οὐχ [196c] ἅπτεται· οὔτε ποιῶν ποιεῖ — πᾶς γὰρ ἑκὼν Ἔρωτι πᾶν ὑπηρετεῖ, ἃ δ᾽ ἂν ἑκὼν ἑκόντι ὁμολογήσῃ, φασὶν «οἱ πόλεως βασιλῆς νόμοι» δίκαια εἶναι. πρὸς δὲ τῇ δικαιοσύνῃ σωφροσύνης πλείστης μετέχει. εἶναι γὰρ ὁμολογεῖται σωφροσύνη τὸ κρατεῖν ἡδονῶν καὶ ἐπιθυμιῶν, Ἔρωτος δὲ μηδεμίαν ἡδονὴν κρείττω εἶναι· εἰ δὲ ἥττους, κρατοῖντ᾽ ἂν ὑπὸ Ἔρωτος, ὁ δὲ κρατοῖ, κρατῶν δὲ ἡδονῶν καὶ ἐπιθυμιῶν ὁ Ἔρως διαφερόντως ἂν σωφρονοῖ. καὶ μὴν εἴς γε ἀνδρείαν Ἔρωτι [196d] «οὐδ᾽ Ἄρης ἀνθίσταται». οὐ γὰρ ἔχει Ἔρωτα Ἄρης, ἀλλ᾽ Ἔρως Ἄρη —Ἀφροδίτης, ὡς λόγος— κρείττων δὲ ὁ ἔχων τοῦ ἐχομένου· τοῦ δ᾽ ἀνδρειοτάτου τῶν ἄλλων κρατῶν πάντων ἂν ἀνδρειότατος εἴη. περὶ μὲν οὖν δικαιοσύνης καὶ σωφροσύνης καὶ ἀνδρείας τοῦ θεοῦ εἴρηται, περὶ δὲ σοφίας λείπεται· ὅσον οὖν δυνατόν, πειρατέον μὴ ἐλλείπειν. καὶ πρῶτον μέν, ἵν᾽ αὖ καὶ ἐγὼ τὴν ἡμετέραν τέχνην τιμήσω ὥσπερ [196e] Ἐρυξίμαχος τὴν αὑτοῦ, ποιητὴς ὁ θεὸς σοφὸς οὕτως ὥστε καὶ ἄλλον ποιῆσαι· πᾶς γοῦν ποιητὴς γίγνεται, «κἂν ἄμουσος ᾖ τὸ πρίν,» οὗ ἂν Ἔρως ἅψηται. ᾧ δὴ πρέπει ἡμᾶς μαρτυρίῳ χρῆσθαι, ὅτι ποιητὴς ὁ Ἔρως ἀγαθὸς ἐν κεφαλαίῳ πᾶσαν ποίησιν τὴν κατὰ μουσικήν· ἃ γάρ τις ἢ μὴ ἔχει ἢ μὴ οἶδεν, οὔτ᾽ ἂν ἑτέρῳ δοίη οὔτ᾽ ἂν ἄλλον διδάξειεν. καὶ [197a] μὲν δὴ τήν γε τῶν ζῴων ποίησιν πάντων τίς ἐναντιώσεται μὴ οὐχὶ Ἔρωτος εἶναι σοφίαν, ᾗ γίγνεταί τε καὶ φύεται πάντα τὰ ζῷα; ἀλλὰ τὴν τῶν τεχνῶν δημιουργίαν οὐκ ἴσμεν, ὅτι οὗ μὲν ἂν ὁ θεὸς οὗτος διδάσκαλος γένηται, ἐλλόγιμος καὶ φανὸς ἀπέβη, οὗ δ᾽ ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός; τοξικήν γε μὴν καὶ ἰατρικὴν καὶ μαντικὴν Ἀπόλλων ἀνηῦρεν ἐπιθυμίας καὶ ἔρωτος ἡγεμονεύσαντος, [197b] ὥστε καὶ οὗτος Ἔρωτος ἂν εἴη μαθητής, καὶ Μοῦσαι μουσικῆς καὶ Ἥφαιστος χαλκείας καὶ Ἀθηνᾶ ἱστουργίας καὶ Ζεὺς κυβερνᾶν θεῶν τε καὶ ἀνθρώπων. ὅθεν δὴ καὶ κατεσκευάσθη τῶν θεῶν τὰ πράγματα Ἔρωτος ἐγγενομένου, δῆλον ὅτι κάλλους —αἴσχει γὰρ οὐκ ἔπι ἔρως— πρὸ τοῦ δέ, ὥσπερ ἐν ἀρχῇ εἶπον, πολλὰ καὶ δεινὰ θεοῖς ἐγίγνετο, ὡς λέγεται, διὰ τὴν τῆς Ἀνάγκης βασιλείαν· ἐπειδὴ δ᾽ ὁ θεὸς οὗτος ἔφυ, ἐκ τοῦ ἐρᾶν τῶν καλῶν πάντ᾽ ἀγαθὰ γέγονεν καὶ θεοῖς καὶ ἀνθρώποις.
[197c] Οὕτως ἐμοὶ δοκεῖ, ὦ Φαῖδρε, Ἔρως πρῶτος αὐτὸς ὢν κάλλιστος καὶ ἄριστος μετὰ τοῦτο τοῖς ἄλλοις ἄλλων τοιούτων αἴτιος εἶναι. ἐπέρχεται δέ μοί τι καὶ ἔμμετρον εἰπεῖν, ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ ποιῶν
εἰρήνην μὲν ἐν ἀνθρώποις, πελάγει δὲ γαλήνην
νηνεμίαν, ἀνέμων κοίτην ὕπνον τ᾽ ἐνὶ κήδει.
[197d] Οὗτος δὲ ἡμᾶς ἀλλοτριότητος μὲν κενοῖ, οἰκειότητος δὲ πληροῖ, τὰς τοιάσδε συνόδους μετ᾽ ἀλλήλων πάσας τιθεὶς συνιέναι, ἐν ἑορταῖς, ἐν χοροῖς, ἐν θυσίαισι γιγνόμενος ἡγεμών· πρᾳότητα μὲν πορίζων, ἀγριότητα δ᾽ ἐξορίζων· φιλόδωρος εὐμενείας, ἄδωρος δυσμενείας· ἵλεως ἀγαθός· θεατὸς σοφοῖς, ἀγαστὸς θεοῖς· ζηλωτὸς ἀμοίροις, κτητὸς εὐμοίροις· τρυφῆς, ἁβρότητος, χλιδῆς, χαρίτων, ἱμέρου, πόθου πατήρ· ἐπιμελὴς ἀγαθῶν, ἀμελὴς κακῶν· ἐν πόνῳ, ἐν φόβῳ, ἐν πόθῳ, ἐν [197e] λόγῳ κυβερνήτης, ἐπιβάτης, παραστάτης τε καὶ σωτὴρ ἄριστος, συμπάντων τε θεῶν καὶ ἀνθρώπων κόσμος, ἡγεμὼν κάλλιστος καὶ ἄριστος, ᾧ χρὴ ἕπεσθαι πάντα ἄνδρα ἐφυμνοῦντα καλῶς, ᾠδῆς μετέχοντα ἣν ᾄδει θέλγων πάντων θεῶν τε καὶ ἀνθρώπων νόημα.
Οὗτος, ἔφη, ὁ παρ᾽ ἐμοῦ λόγος, ὦ Φαῖδρε, τῷ θεῷ ἀνακείσθω, τὰ μὲν παιδιᾶς, τὰ δὲ σπουδῆς μετρίας, καθ᾽ ὅσον ἐγὼ δύναμαι, μετέχων.


Τώρα, για το κάλλος του θεού κι αυτά είναι αρκετά (όσο κι αν μένουν κι άλλα να ειπωθούν), όμως ύστερ᾽ απ᾽ αυτά πρέπει να κάνουμε λόγο για την αρετή του Έρωτα: το σπουδαιότερο, ο Έρως ούτε αδικεί θεό ή άνθρωπο ούτε αδικείται από θεό ή άνθρωπο. Γιατί ούτε τα χτυπήματα που δέχεται —αν δέχεται— προέρχονται από βία (γιατί βία δεν αγγίζει [196c] τον Έρωτα)· ούτε τα χτυπήματα που δίνει, τα δίνει ασκώντας βία (γιατί ο καθένας μπαίνει εθελούσια στη δούλεψη του Έρωτα)· και τα όσα συνομολογήσουν εθελούσια εραστής και ερωμένος, «οι νόμοι, της πόλεως οι βασιλιάδες» ορίζουν ότι είναι δίκαια. Κι εκτός από τη δικαιοσύνη, έχει γενναίο μερίδιο και στη σωφροσύνη. Γιατί είναι κοινώς αποδεκτό ότι σωφροσύνη είναι η κυριαρχία στην ηδονή και τις επιθυμίες — ε λοιπόν, καμιά ηδονή δεν είναι ισχυρότερη από τον Έρωτα· και κατά συνέπεια, εφόσον είναι ασθενέστερες, θα είναι υποταγμένες στον Έρωτα κι αυτός θα τις έχει στην εξουσία του· κι εξουσιάζοντας ο Έρως τις ηδονές και τις επιθυμίες, κατέχει τη σωφροσύνη σε εξαιρετικό βαθμό. Και βέβαια, αν περάσουμε στην ανδρεία, με τον Έρωτα [196d] «ούτε ο Άρης αναμετριέται». Γιατί δεν είναι αιχμάλωτος του Άρη ο Έρως, αλλά ο Άρης του Έρωτα —του έρωτα της Αφροδίτης, κατά την παράδοση— και βέβαια αυτός που αιχμαλωτίζει είναι ισχυρότερος από τον αιχμάλωτο· και νικητής του πιο αντρειωμένου απ᾽ όλους τους άλλους θα ᾽ναι ο πιο αντρειωμένος του κόσμου. Μιλήσαμε τώρα για τη δικαιοσύνη και τη σωφροσύνη και την ανδρεία του θεού μας, μένει να μιλήσουμε για τη σοφία του· λοιπόν, στο βαθμό που μπορούμε, ας δοκιμάσουμε να μη δώσουμε λειψή εικόνα. Και πρώτα πρώτα, για να τιμήσω κι εγώ με τη σειρά μου την τέχνη μας, όπως έκανε [196e] ο Ερυξίμαχος για τη δική του, ποιητής σοφός είναι ο θεός μας, τόσο, που να κάνει ποιητές και άλλους· γιατί ο κάθε άνθρωπος γίνεται ποιητής, έστω κι αν «άσχετος ήτανε ως χτες με τις Μούσες», φτάνει να τον αγγίξει ο Έρως. Τούτο εμείς μπορούμε να το προβάλλουμε ως αποδεικτικό στοιχείο, ότι ο Έρως γενικά είναι άξιος δημιουργός κάθε δημιουργίας που ανήκει στη δικαιοδοσία των Μουσών· γιατί τα όσα κάποιος ή δεν τα έχει ή δεν τα ξέρει, δε θα ήταν δυνατό να τα προσφέρει ή να τα διδάξει σε άλλον. Και πέρ᾽ απ᾽ αυτά, [197a] η δημιουργία ολόκληρου του ζωικού βασιλείου ποιός θα φέρει αντίρρηση ότι είναι έργο της σοφίας του Έρωτα, χάρη στην οποία γεννιούνται και μεγαλώνουν όλα τα ζώα; Μήπως όμως αγνοούμε ότι, στον τομέα της εξάσκησης επαγγέλματος, αυτός που διδάχτηκε την τέχνη από τον θεό, αναδεικνύεται σπουδαίος και ολόλαμπρος, όποιον όμως δεν αγγίζει ο Έρως, μένει στο σκοτάδι; Και βέβαια την τέχνη της τοξοβολίας και την ιατρική και τη μαντική την εφεύρε ο Απόλλων με οδηγό του τον πόθο και τον Έρωτα, [197b] ώστε κι αυτόν θα μπορούσαμε να τον λογαριάσουμε μαθητή του Έρωτα, όπως και τις Μούσες στη μουσική και τον Ήφαιστο στη μεταλλουργία και την Αθηνά στην υφαντική και τον Δία «των θεών και των ανθρώπων πηδαλιούχο». Κι έτσι μπήκε τάξη στον κόσμο των θεών με την εμφάνιση του Έρωτα ανάμεσά τους, φυσικά του Έρωτα για το ωραίο —γιατί ο έρωτας δε σηκώνει την ασκήμια— ενώ στο παρελθόν, όπως είπα στην αρχή, συνέβαιναν πολλά και φριχτά στον κόσμο των θεών, όπως λέει η παράδοση, αφού βασίλευε η Ανάγκη· απ᾽ τη στιγμή όμως που γεννήθηκε αυτός ο θεός, θεοί και άνθρωποι, με το να νιώθουν έρωτα για τα ωραία, απολαμβάνουν κάθε αγαθό.
[197c] Έτσι νομίζω, Φαίδρε, ότι ο Έρως, καθώς πρώτος αυτός είναι ο πιο ωραίος και ο κάτοχος της αρετής στον ανώτατο βαθμό, έγινε κατόπιν αίτιος να προικιστούν και άλλοι με παρόμοια προτερήματα. Και νά, εμπνέομαι ν᾽ απαγγείλω αυτοσχέδιους στίχους, ότι αυτός είναι που φέρνει
Στον κόσμο μας ειρήνη·
απανεμιά στα πέλαγα, γαλήνη·
ανέμων καταλάγιασμα, ύπνο στον πονεμένο.
[197d] Αυτός αφανίζει απ᾽ ανάμεσά μας τις έχθρες, μας κάνει πλούσιους σε φιλίες, οργανώνοντας όλα τα συναπαντήματά μας, όπως καληώρα, θες σε γιορτές, θες σε χορούς, θες σε θυσίες, πρωτοστάτης· το γλυκό τρόπο χαρίζει, την αγριάδα εξορίζει· γενναιόδωρος στην εύνοια, μ᾽ άδεια χέρια για τη δυσμένεια· σπλαχνικός, με αγαθότητα· των σοφών θέαμα, των θεών θαύμασμα· όσοι τον στερήθηκαν, τον λαχταρούν· όσοι τον χαίρονται, θέλουν να τον κρατούν· της καλοπέρασης, της αναψυχής, της χλιδής, της χαράς, του ίμερου, του πόθου πατέρας· όλος έγνοια για τα καλά, ανέμελος για τα κακά· στο μόχθο σου, στο φόβο σου, στον πόθο σου, στο λόγο σου [197e] ασύγκριτος τιμονιέρης, συμπολεμιστής σου πάνω στο καράβι και μαχητής στο πλευρό σου και σωτήρας, κόσμημα όλων, θεών και ανθρώπων, κορυφαίος του χορού πανέμορφος και πρώτο παλικάρι, που χρέος μας ο καθένας μας να τον ακολουθεί δοξολογώντας τον μελωδικά, συνοδεύοντάς τον στο άσμα που ψάλλει σαγηνεύοντας τη σκέψη όλων των θεών και των ανθρώπων.
Φαίδρε, νά, ετούτη ήταν η ομιλία μου· ας τη δεχτεί, ανάθημα, ο θεός, που, στο μέτρο των δυνατοτήτων μου, είναι και το ένα και το άλλο: και παιχνίδισμα και μετρημένη σοβαρότητα».