Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Συμπόσιον (219e-221c)


Ταῦτά τε γάρ μοι ἅπαντα προυγεγόνει, καὶ μετὰ ταῦτα στρατεία ἡμῖν εἰς Ποτείδαιαν ἐγένετο κοινὴ καὶ συνεσιτοῦμεν ἐκεῖ. πρῶτον μὲν οὖν τοῖς πόνοις οὐ μόνον ἐμοῦ περιῆν, ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων ἁπάντων —ὁπότ᾽ ἀναγκασθεῖμεν ἀποληφθέντες που, οἷα δὴ ἐπὶ στρατείας , [220a] ἀσιτεῖν, οὐδὲν ἦσαν οἱ ἄλλοι πρὸς τὸ καρτερεῖν— ἔν τ᾽ αὖ ταῖς εὐωχίαις μόνος ἀπολαύειν οἷός τ᾽ ἦν τά τ᾽ ἄλλα καὶ πίνειν οὐκ ἐθέλων, ὁπότε ἀναγκασθείη, πάντας ἐκράτει, καὶ ὃ πάντων θαυμαστότατον, Σωκράτη μεθύοντα οὐδεὶς πώποτε ἑώρακεν ἀνθρώπων. τούτου μὲν οὖν μοι δοκεῖ καὶ αὐτίκα ὁ ἔλεγχος ἔσεσθαι. πρὸς δὲ αὖ τὰς τοῦ χειμῶνος καρτερήσεις —δεινοὶ γὰρ αὐτόθι χειμῶνες— θαυμάσια ἠργάζετο τά τε [220b] ἄλλα, καί ποτε ὄντος πάγου οἵου δεινοτάτου, καὶ πάντων ἢ οὐκ ἐξιόντων ἔνδοθεν, ἢ εἴ τις ἐξίοι, ἠμφιεσμένων τε θαυμαστὰ δὴ ὅσα καὶ ὑποδεδεμένων καὶ ἐνειλιγμένων τοὺς πόδας εἰς πίλους καὶ ἀρνακίδας, οὗτος δ᾽ ἐν τούτοις ἐξῄει ἔχων ἱμάτιον μὲν τοιοῦτον οἷόνπερ καὶ πρότερον εἰώθει φορεῖν, ἀνυπόδητος δὲ διὰ τοῦ κρυστάλλου ῥᾷον ἐπορεύετο ἢ οἱ ἄλλοι ὑποδεδεμένοι, οἱ δὲ στρατιῶται ὑπέβλεπον [220c] αὐτὸν ὡς καταφρονοῦντα σφῶν. καὶ ταῦτα μὲν δὴ ταῦτα·
οἷον δ᾽ αὖ τόδ᾽ ἔρεξε καὶ ἔτλη καρτερὸς ἀνὴρ
ἐκεῖ ποτε ἐπὶ στρατιᾶς, ἄξιον ἀκοῦσαι. συννοήσας γὰρ αὐτόθι ἕωθέν τι εἱστήκει σκοπῶν, καὶ ἐπειδὴ οὐ προυχώρει αὐτῷ, οὐκ ἀνίει ἀλλὰ εἱστήκει ζητῶν. καὶ ἤδη ἦν μεσημβρία, καὶ ἅνθρωποι ᾐσθάνοντο, καὶ θαυμάζοντες ἄλλος ἄλλῳ ἔλεγεν ὅτι Σωκράτης ἐξ ἑωθινοῦ φροντίζων τι ἕστηκε. τελευτῶντες δέ τινες τῶν Ἰώνων, ἐπειδὴ ἑσπέρα ἦν, [220d] δειπνήσαντες —καὶ γὰρ θέρος τότε γ᾽ ἦν— χαμεύνια ἐξενεγκάμενοι ἅμα μὲν ἐν τῷ ψύχει καθηῦδον, ἅμα δ᾽ ἐφύλαττον αὐτὸν εἰ καὶ τὴν νύκτα ἑστήξοι. ὁ δὲ εἱστήκει μέχρι ἕως ἐγένετο καὶ ἥλιος ἀνέσχεν· ἔπειτα ᾤχετ᾽ ἀπιὼν προσευξάμενος τῷ ἡλίῳ. εἰ δὲ βούλεσθε ἐν ταῖς μάχαις —τοῦτο γὰρ δὴ δίκαιόν γε αὐτῷ ἀποδοῦναι— ὅτε γὰρ ἡ μάχη ἦν ἐξ ἧς ἐμοὶ καὶ τἀριστεῖα ἔδοσαν οἱ στρατηγοί, οὐδεὶς ἄλλος ἐμὲ ἔσωσεν [220e] ἀνθρώπων ἢ οὗτος, τετρωμένον οὐκ ἐθέλων ἀπολιπεῖν, ἀλλὰ συνδιέσωσε καὶ τὰ ὅπλα καὶ αὐτὸν ἐμέ. καὶ ἐγὼ μέν, ὦ Σώκρατες, καὶ τότε ἐκέλευον σοὶ διδόναι τἀριστεῖα τοὺς στρατηγούς, καὶ τοῦτό γέ μοι οὔτε μέμψῃ οὔτε ἐρεῖς ὅτι ψεύδομαι· ἀλλὰ γὰρ τῶν στρατηγῶν πρὸς τὸ ἐμὸν ἀξίωμα ἀποβλεπόντων καὶ βουλομένων ἐμοὶ διδόναι τἀριστεῖα, αὐτὸς προθυμότερος ἐγένου τῶν στρατηγῶν ἐμὲ λαβεῖν ἢ σαυτόν. ἔτι τοίνυν, ὦ ἄνδρες, ἄξιον ἦν θεάσασθαι Σωκράτη, ὅτε ἀπὸ Δηλίου [221a] φυγῇ ἀνεχώρει τὸ στρατόπεδον· ἔτυχον γὰρ παραγενόμενος ἵππον ἔχων, οὗτος δὲ ὅπλα. ἀνεχώρει οὖν ἐσκεδασμένων ἤδη τῶν ἀνθρώπων οὗτός τε ἅμα καὶ Λάχης· καὶ ἐγὼ περιτυγχάνω, καὶ ἰδὼν εὐθὺς παρακελεύομαί τε αὐτοῖν θαρρεῖν, καὶ ἔλεγον ὅτι οὐκ ἀπολείψω αὐτώ. ἐνταῦθα δὴ καὶ κάλλιον ἐθεασάμην Σωκράτη ἢ ἐν Ποτειδαίᾳ —αὐτὸς γὰρ ἧττον ἐν φόβῳ ἦ διὰ τὸ ἐφ᾽ ἵππου εἶναι— πρῶτον μὲν ὅσον περιῆν [221b] Λάχητος τῷ ἔμφρων εἶναι· ἔπειτα ἔμοιγ᾽ ἐδόκει, ὦ Ἀριστόφανες, τὸ σὸν δὴ τοῦτο, καὶ ἐκεῖ διαπορεύεσθαι ὥσπερ καὶ ἐνθάδε, βρενθυόμενος καὶ τὠφθαλμὼ παραβάλλων, ἠρέμα παρασκοπῶν καὶ τοὺς φιλίους καὶ τοὺς πολεμίους, δῆλος ὢν παντὶ καὶ πάνυ πόρρωθεν ὅτι εἴ τις ἅψεται τούτου τοῦ ἀνδρός, μάλα ἐρρωμένως ἀμυνεῖται. διὸ καὶ ἀσφαλῶς ἀπῄει καὶ οὗτος καὶ ὁ ἑταῖρος· σχεδὸν γάρ τι τῶν οὕτω διακειμένων ἐν τῷ πολέμῳ οὐδὲ ἅπτονται, ἀλλὰ τοὺς [221c] προτροπάδην φεύγοντας διώκουσιν.


Είχαν προηγηθεί όλ᾽ αυτά και κατόπι πήραμε μαζί μέρος στην εκστρατεία στην Ποτίδαια κι εκεί τρώγαμε στην ίδια λέσχη· λοιπόν, πρώτα πρώτα στις κακουχίες δεν έβαζε κάτω μόνο εμένα, αλλά κι όλους τους άλλους — νά, κάθε φορά που το ᾽φερνε η ανάγκη, αποκομμένοι απ᾽ τη μονάδα μας κάπου (βρισκόμασταν, βλέπεις, σ᾽ εκστρατεία) [220a] και δεν είχαμε να φάμε, οι άλλοι δεν ήταν τίποτε μπροστά του στην αντοχή· κι αντίθετα, στα τραπεζώματα μόνο αυτός μπορούσε ν᾽ απολαμβάνει κι όλα τ᾽ άλλα κι εξαιρέτως το κρασί· δεν είχε αδυναμία στο ποτό, οσάκις όμως τον φέρναμε στο φιλότιμο, όλους τους έβαζε κάτω· και το εκπληκτικότερο, κανένας ως σήμερα δεν είδε τον Σωκράτη μεθυσμένο, ποτέ· εξάλλου νομίζω ότι σε λίγο θα έχετε την απόδειξη. Και πάλι, η αντοχή του στις κακοκαιρίες —γιατί σ᾽ εκείνα τα μέρη οι χειμώνες είναι φοβεροί— σ᾽ άφηνε με το στόμα ανοιχτό· κοντά στ᾽ άλλα, [220b] μια φορά που μας έπιασε παγωνιά που τρυπούσε τα κόκαλα κι όλοι μας ή δε ξεμυτίζαμε από μέσα ή, αν κάποιος ξεμύτιζε, ντυνόταν το ᾽να πάνω στ᾽ άλλο ένα σωρό φορέματα, φόραγε υποδήματα και τύλιγε τα πόδια του με τριχιές και προβιές, ετούτος έβγαινε με τέτοιο καιρό φορώντας πανωφόρι παρόμοιο μ᾽ εκείνο που και πρωτύτερα συνήθως φορούσε και, ξυπόλυτος μες στους πάγους, πορευόταν ανετότερα απ᾽ ό,τι οι άλλοι με τα παπούτσια τους· κι οι στρατιώτες τον στραβοκοίταζαν, [220c] γιατί, νόμιζαν, τους ξεφτίλιζε.
Λοιπόν, αυτά τα είπαμε όπως έγιναν· αλλά
ένα μονάχα που κατόρθωσε και τόλμησε ο αντρειωμένος
εκεί κάποτε στο μέτωπο αξίζει να τ᾽ ακούσετε. Δηλαδή, απασχολούσε το πνεύμα του μια σκέψη κι απ᾽ τα χαράματα στεκόταν όρθιος στο ίδιο μέρος και στοχαζόταν· και, καθώς δε σημείωνε πρόοδο, δε χαλάρωνε, αλλά έμενε όρθιος, δοσμένος στους στοχασμούς του. Κι ήρθε πια το μεσημέρι και οι στρατιώτες το αντιλήφτηκαν κι εντυπωσιασμένοι έλεγαν ο ένας στον άλλο ότι ο Σωκράτης στέκεται όρθιος απ᾽ τα χαράματα, δοσμένος στους στοχασμούς του. Στο τέλος μερικοί Ίωνες, καθώς έπεφτε η νύχτα, [220d] αφού πήραν το δείπνο τους, έβγαλαν έξω τα στρωσίδια τους —γιατί τότε ήταν καλοκαίρι— απ᾽ τη μια να κοιμηθούν στη δροσιά κι απ᾽ την άλλη για να τον παραφυλάγουν, άραγε θα έμενε όρθιος τη νύχτα; και τον βρήκε να στέκεται όρθιος η αυγή κι ανέτειλε ο ήλιος· έπειτα προσευχήθηκε στον ήλιο κι απομακρύνθηκε.
Τώρα, αν αγαπάτε, ο Σωκράτης στις μάχες· γιατί δικαιούται βέβαια να του απονείμουμε αυτή την εύφημο μνεία. Νά, όταν έγινε η μάχη, που εξαιτίας της οι στρατηγοί μού έδωσαν το αριστείο ανδρείας, αυτός, [220e] και κανένας άλλος, ήταν που μ᾽ έσωσε· δεν το βάσταξε να μ᾽ εγκαταλείψει τραυματία, αλλά έσωσε τα όπλα μου, μαζί και τη ζωή μου. Κι εγώ, Σωκράτη, και τότε προέτρεπα τους στρατηγούς να δώσουν σ᾽ εσένα το αριστείο, και δεν μπορείς να με κατηγορήσεις γι᾽ αυτό ούτε να με διαψεύσεις. Επειδή όμως οι στρατηγοί, εντυπωσιασμένοι απ᾽ την πολιτική μου προβολή, ήθελαν ν᾽ απονείμουν σ᾽ εμένα το αριστείο, εσύ αποδείχτηκες πιο πρόθυμος απ᾽ τους στρατηγούς να το πάρω εγώ κι όχι εσύ. Κι ακόμα λοιπόν, συμπότες μου, άξιζε τον κόπο ν᾽ αντικρίζατε τον Σωκράτη, όταν ο στρατός μας [221a] τράπηκε σε φυγή και υποχωρούσε από το Δήλιο· γιατί έτυχε να βρίσκομαι εκεί, εγώ ιππέας κι αυτός πεζός, βαριά οπλισμένος. Λοιπόν, οι στρατιώτες μας είχαν κιόλας διασκορπιστεί κι αυτός υποχωρούσε, μαζί του κι ο Λάχης· κι εγώ τους συναντώ τυχαία και αντικρίζοντάς τους τούς παρότρυνα αμέσως να μη χάσουν το θάρρος τους και τους έλεγα ότι δε θα τους εγκαταλείψω. Εκεί λοιπόν παρακολούθησα καλύτερα τον Σωκράτη απ᾽ ό,τι στην Ποτίδαια —γιατί ο ίδιος κατεχόμουν λιγότερο από φόβο, καθώς ήμουν έφιππος— πρώτα πρώτα πόσο ήταν ανώτερος [221b] από τον Λάχητα στην ψυχραιμία· έπειτα, Αριστοφάνη, μου έδινε την εντύπωση, νά, όπως το έγραψες κι εσύ, ότι κι εκεί διάβαινε, όπως κι εδώ, «κορδωμένος και ρίχνοντας λοξές ματιές»· ατάραχος παρακολουθούσε και τους δικούς μας και τους εχθρούς, κάνοντας φανερό σ᾽ όλους, ακόμη κι από μακριά ότι, αν κάποιος αγγίξει αυτό τον άντρα, θα συναντήσει πολύ αντρειωμένη αντίσταση. Γι᾽ αυτό τον λόγο υποχωρούσε χωρίς κίνδυνο κι αυτός κι ο σύντροφός του· γιατί γενικά στον πόλεμο αυτούς που έχουν τέτοιο φρόνημα ούτε καν τους αγγίζουν, αλλά [221c] καταδιώκουν εκείνους που τρέπονται σε άτακτη φυγή.