Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Συμπόσιον (215a-216c)


Σωκράτη δ᾽ ἐγὼ ἐπαινεῖν, ὦ ἄνδρες, οὕτως ἐπιχειρήσω, δι᾽ εἰκόνων. οὗτος μὲν οὖν ἴσως οἰήσεται ἐπὶ τὰ γελοιότερα, ἔσται δ᾽ ἡ εἰκὼν τοῦ ἀληθοῦς ἕνεκα, οὐ τοῦ γελοίου. φημὶ γὰρ δὴ ὁμοιότατον αὐτὸν εἶναι τοῖς σιληνοῖς τούτοις τοῖς [215b] ἐν τοῖς ἑρμογλυφείοις καθημένοις, οὕστινας ἐργάζονται οἱ δημιουργοὶ σύριγγας ἢ αὐλοὺς ἔχοντας, οἳ διχάδε διοιχθέντες φαίνονται ἔνδοθεν ἀγάλματα ἔχοντες θεῶν. καὶ φημὶ αὖ ἐοικέναι αὐτὸν τῷ σατύρῳ τῷ Μαρσύᾳ. ὅτι μὲν οὖν τό γε εἶδος ὅμοιος εἶ τούτοις, ὦ Σώκρατες, οὐδ᾽ αὐτὸς ἄν που ἀμφισβητήσαις· ὡς δὲ καὶ τἆλλα ἔοικας, μετὰ τοῦτο ἄκουε. ὑβριστὴς εἶ· ἢ οὔ; ἐὰν γὰρ μὴ ὁμολογῇς, μάρτυρας παρέξομαι. ἀλλ᾽ οὐκ αὐλητής; πολύ γε θαυμασιώτερος ἐκείνου. [215c] ὁ μέν γε δι᾽ ὀργάνων ἐκήλει τοὺς ἀνθρώπους τῇ ἀπὸ τοῦ στόματος δυνάμει, καὶ ἔτι νυνὶ ὃς ἂν τὰ ἐκείνου αὐλῇ —ἃ γὰρ Ὄλυμπος ηὔλει, Μαρσύου λέγω, τούτου διδάξαντος— τὰ οὖν ἐκείνου ἐάντε ἀγαθὸς αὐλητὴς αὐλῇ ἐάντε φαύλη αὐλητρίς, μόνα κατέχεσθαι ποιεῖ καὶ δηλοῖ τοὺς τῶν θεῶν τε καὶ τελετῶν δεομένους διὰ τὸ θεῖα εἶναι. σὺ δ᾽ ἐκείνου τοσοῦτον μόνον διαφέρεις, ὅτι ἄνευ ὀργάνων ψιλοῖς λόγοις ταὐτὸν [215d] τοῦτο ποιεῖς. ἡμεῖς γοῦν ὅταν μέν του ἄλλου ἀκούωμεν λέγοντος καὶ πάνυ ἀγαθοῦ ῥήτορος ἄλλους λόγους, οὐδὲν μέλει ὡς ἔπος εἰπεῖν οὐδενί· ἐπειδὰν δὲ σοῦ τις ἀκούῃ ἢ τῶν σῶν λόγων ἄλλου λέγοντος, κἂν πάνυ φαῦλος ᾖ ὁ λέγων, ἐάντε γυνὴ ἀκούῃ ἐάντε ἀνὴρ ἐάντε μειράκιον, ἐκπεπληγμένοι ἐσμὲν καὶ κατεχόμεθα. ἐγὼ γοῦν, ὦ ἄνδρες, εἰ μὴ ἔμελλον κομιδῇ δόξειν μεθύειν, εἶπον ὀμόσας ἂν ὑμῖν οἷα δὴ πέπονθα αὐτὸς ὑπὸ τῶν τούτου λόγων καὶ πάσχω ἔτι καὶ [215e] νυνί. ὅταν γὰρ ἀκούω, πολύ μοι μᾶλλον ἢ τῶν κορυβαντιώντων ἥ τε καρδία πηδᾷ καὶ δάκρυα ἐκχεῖται ὑπὸ τῶν λόγων τῶν τούτου, ὁρῶ δὲ καὶ ἄλλους παμπόλλους τὰ αὐτὰ πάσχοντας· Περικλέους δὲ ἀκούων καὶ ἄλλων ἀγαθῶν ῥητόρων εὖ μὲν ἡγούμην λέγειν, τοιοῦτον δ᾽ οὐδὲν ἔπασχον, οὐδ᾽ ἐτεθορύβητό μου ἡ ψυχὴ οὐδ᾽ ἠγανάκτει ὡς ἀνδραποδωδῶς διακειμένου, ἀλλ᾽ ὑπὸ τουτουῒ τοῦ Μαρσύου πολλάκις δὴ [216a] οὕτω διετέθην ὥστε μοι δόξαι μὴ βιωτὸν εἶναι ἔχοντι ὡς ἔχω. καὶ ταῦτα, ὦ Σώκρατες, οὐκ ἐρεῖς ὡς οὐκ ἀληθῆ. καὶ ἔτι γε νῦν σύνοιδ᾽ ἐμαυτῷ ὅτι εἰ ἐθέλοιμι παρέχειν τὰ ὦτα, οὐκ ἂν καρτερήσαιμι ἀλλὰ ταὐτὰ ἂν πάσχοιμι. ἀναγκάζει γάρ με ὁμολογεῖν ὅτι πολλοῦ ἐνδεὴς ὢν αὐτὸς ἔτι ἐμαυτοῦ μὲν ἀμελῶ, τὰ δ᾽ Ἀθηναίων πράττω. βίᾳ οὖν ὥσπερ ἀπὸ τῶν Σειρήνων ἐπισχόμενος τὰ ὦτα οἴχομαι φεύγων, ἵνα μὴ αὐτοῦ καθήμενος παρὰ τούτῳ καταγηράσω. πέπονθα δὲ [216b] πρὸς τοῦτον μόνον ἀνθρώπων, ὃ οὐκ ἄν τις οἴοιτο ἐν ἐμοὶ ἐνεῖναι, τὸ αἰσχύνεσθαι ὁντινοῦν· ἐγὼ δὲ τοῦτον μόνον αἰσχύνομαι. σύνοιδα γὰρ ἐμαυτῷ ἀντιλέγειν μὲν οὐ δυναμένῳ ὡς οὐ δεῖ ποιεῖν ἃ οὗτος κελεύει, ἐπειδὰν δὲ ἀπέλθω, ἡττημένῳ τῆς τιμῆς τῆς ὑπὸ τῶν πολλῶν. δραπετεύω οὖν αὐτὸν καὶ φεύγω, καὶ ὅταν ἴδω, αἰσχύνομαι τὰ ὡμολογημένα. [216c] καὶ πολλάκις μὲν ἡδέως ἂν ἴδοιμι αὐτὸν μὴ ὄντα ἐν ἀνθρώποις· εἰ δ᾽ αὖ τοῦτο γένοιτο, εὖ οἶδα ὅτι πολὺ μεῖζον ἂν ἀχθοίμην, ὥστε οὐκ ἔχω ὅτι χρήσωμαι τούτῳ τῷ ἀνθρώπῳ.


»Του Σωκράτη, συμπότες μου, να πώς θα επιχειρήσω να πλέξω το εγκώμιο: με παρομοιώσεις. Λοιπόν, ίσως αυτός βέβαια νομίσει, για να τον διακωμωδήσω· όμως η παρομοίωση θα γίνει με σκοπό την προσέγγιση της αλήθειας, όχι τη διακωμώδηση. Ισχυρίζομαι δηλαδή ότι νά, είναι όμοιος κι απαράλλαχτος μ᾽ ετούτους τους Σιληνούς [215b] που βλέπουμε στα εργαστήρια των γλυπτών, που τους φιλοτέχνησαν οι καλλιτέχνες καθισμένους, με σουραύλια ή φλογέρες στα χέρια· και που, αν τους ανοίξεις στα δυο, βλέπεις ότι στο εσωτερικό τους έχουν αγάλματα θεών. Ισχυρίζομαι μάλιστα ότι ετούτος είναι όμοιος με τον σάτυρο, τον Μαρσύα. Λοιπόν, Σωκράτη, ότι στην εξωτερική εμφάνιση είσαι όμοιος μ᾽ αυτούς, ούτε συ ο ίδιος, υποθέτω, θα το αμφισβητούσες· τώρα, ότι τους μοιάζεις και στ᾽ άλλα, άκουε τη συνέχεια: Έχεις υπεροψία· μήπως όχι; γιατί, αν δεν το παραδέχεσαι, θα παρουσιάσω μάρτυρες. Αλλά μήπως δεν είσαι αυλητής; Σίγουρα, και πολύ πιο εντυπωσιακός απ᾽ εκείνον. [215c] Γιατί εκείνος μάγευε τους ανθρώπους με τα μουσικά όργανα, με τη δύναμη της ανάσας του (κι ακόμα και τώρα όποιος παίζει με φλογέρα τους σκοπούς του —γιατί λέω ότι είναι του Μαρσύα οι σκοποί που έπαιζε με τη φλογέρα του ο Όλυμπος, ετούτος είναι ο δάσκαλος— λοιπόν οι σκοποί εκείνου, είτε τους παίζει με φλογέρα καλός αυλητής είτε αυλητρίδα του γλυκού νερού, από μόνοι τους φέρνουν τους ανθρώπους σε έκσταση και αποκαλύπτουν ποιοί νιώθουν μέσα τους την ανάγκη να καταφύγουν στους θεούς και τις μυσταγωγίες, επειδή οι σκοποί αυτοί είναι θεόσταλτοι). Εσύ όμως μόνο μια διαφορά έχεις απ᾽ εκείνον: χωρίς μουσικό όργανο, μόνο με σκέτες τις φράσεις σου προκαλείς το ίδιο [215d] ακριβώς αποτέλεσμα. Έξαφνα εμείς, όταν ακούμε κάποιον άλλο ν᾽ αγορεύει γι᾽ άλλα θέματα —κι ας είναι εξαιρετικά λαμπρός ρήτορας— όλοι μας σχεδόν μένουμε αδιάφοροι. Όμως, όταν κάποιος ακούει είτε εσένα είτε κι άλλον που λέει τα λόγια σου, ακόμα κι αν αυτός είναι τελείως τιποτένιος, ο ακροατής, θες γυναίκα, θες άντρας, θες παλικαράκι, εντυπωσιάζεται, κι εμείς το ίδιο, και εκστασιάζεται. Εγώ έξαφνα, συμπότες μου, αν δε κινδύνευα να δώσω την εντύπωση ότι είμαι τύφλα στο μεθύσι, θα ᾽παιρνα όρκο και θα σας έλεγα τί αναστάτωση έφεραν μέσα μου τα λόγια του και πόσο κι αυτή ακόμα [215e] τη στιγμή μ᾽ αναστατώνουν. Γιατί, οσάκις τον ακούω, πολύ πιο πολύ απ᾽ ό,τι των μυημένων στα μυστήρια των Κορυβάντων και η καρδιά μου χοροπηδά και τα δάκρυα κυλούν ποτάμι απ᾽ τα μάτια μου εξαιτίας των λόγων αυτουνού· μάλιστα βλέπω κι άλλους, πάμπολλους, να νιώθουν την ίδια αναστάτωση. Λοιπόν, όταν άκουα τον Περικλή κι άλλους λαμπρούς ρήτορες, έβρισκα βέβαια ότι μιλούν ωραία, αλλά δεν ένιωθα καμιά τέτοια αναστάτωση ούτε η ψυχή μου συνταραζόταν ούτε αγανακτούσε που είχα καταντήσει ανδράποδο, αλλά ετούτος ο Μαρσύας πολλές φορές [216a] μ᾽ έκανε να νιώθω έτσι, ώστε να πιστεύω πως δεν αξίζει να ζω στην κατάσταση που βρίσκομαι. Και δε θα μπορούσες να πεις, Σωκράτη, ότι αυτά είναι ψέματα. Νά, κι αυτή ακόμη τη στιγμή έχω τη συναίσθηση ότι, αν έσπευδα να γίνω ακροατής του, δε θ᾽ άντεχα, αλλά θ᾽ αναστατωνόμουνα στον ίδιο βαθμό. Γιατί μ᾽ αναγκάζει να παραδεχτώ ότι, ενώ ακόμη ο ίδιος έχω πάρα πολλές ελλείψεις, δε φροντίζω για τον εαυτό μου, αλλά χειρίζομαι τις υποθέσεις των Αθηναίων. Λοιπόν το βάζω στα πόδια, στανικά, βουλώνοντας τ᾽ αυτιά μου σα να ᾽ταν να ξεφύγω από τις Σειρήνες, για να μη γεράσω πριν την ώρα μου με το να κάθομαι στο ίδιο μέρος, στο πλευρό του. Και μ᾽ έκανε να νιώθω [216b] ετούτος, και μόνο αυτός απ᾽ όλο τον κόσμο, κάτι που κανένας δε θα πίστευε ότι υπάρχει μέσα μου: ντροπή, μπροστά στον οποιονδήποτε. Ε λοιπόν, νιώθω κι εγώ ντροπή, αλλά μόνο μπροστά σ᾽ αυτόν· γιατί έχω την επίγνωση πως δεν είμαι σε θέση να φέρω αντίρρηση ότι δεν είμαι υποχρεωμένος να εκτελέσω τις εντολές που μου δίνει· όμως, όταν ξεμακρύνω απ᾽ αυτόν, υποκύπτω στη μεγάλη δημοτικότητά μου. Δραπετεύω λοιπόν και προσπαθώ να τον αποφύγω· κι όταν τον δω, ντρέπομαι για τα όσα είχαμε συνομολογήσει. [216c] Κι έρχονται στιγμές που με χαρά θα τον έβλεπα να ᾽χει χαθεί απ᾽ τον κόσμο των ανθρώπων· αλλά πάλι, αν συνέβαινε αυτό, το ξέρω πολύ καλά ότι θα ᾽νιωθα πολύ πιο δυστυχισμένος· συμπέρασμα: δεν ξέρω τί να κάνω μ᾽ αυτό τον άνθρωπο.