Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Συμπόσιον (189a-190c)


[189a] Ἐκδεξάμενον οὖν ἔφη εἰπεῖν τὸν Ἀριστοφάνη ὅτι Καὶ μάλ᾽ ἐπαύσατο, οὐ μέντοι πρίν γε τὸν πταρμὸν προσενεχθῆναι αὐτῇ, ὥστε με θαυμάζειν εἰ τὸ κόσμιον τοῦ σώματος ἐπιθυμεῖ τοιούτων ψόφων καὶ γαργαλισμῶν, οἷον καὶ ὁ πταρμός ἐστιν· πάνυ γὰρ εὐθὺς ἐπαύσατο, ἐπειδὴ αὐτῷ τὸν πταρμὸν προσήνεγκα.
Καὶ τὸν Ἐρυξίμαχον, Ὠγαθέ, φάναι, Ἀριστόφανες, ὅρα τί ποιεῖς. γελωτοποιεῖς μέλλων λέγειν, καὶ φύλακά με τοῦ [189b] λόγου ἀναγκάζεις γίγνεσθαι τοῦ σεαυτοῦ, ἐάν τι γελοῖον εἴπῃς, ἐξόν σοι ἐν εἰρήνῃ λέγειν.
Καὶ τὸν Ἀριστοφάνη γελάσαντα εἰπεῖν Εὖ λέγεις, ὦ Ἐρυξίμαχε, καί μοι ἔστω ἄρρητα τὰ εἰρημένα. ἀλλὰ μή με φύλαττε, ὡς ἐγὼ φοβοῦμαι περὶ τῶν μελλόντων ῥηθήσεσθαι, οὔ τι μὴ γελοῖα εἴπω —τοῦτο μὲν γὰρ ἂν κέρδος εἴη καὶ τῆς ἡμετέρας μούσης ἐπιχώριον— ἀλλὰ μὴ καταγέλαστα.
Βαλών γε, φάναι, ὦ Ἀριστόφανες, οἴει ἐκφεύξεσθαι· ἀλλὰ πρόσεχε τὸν νοῦν καὶ οὕτως λέγε ὡς δώσων λόγον. [189c] ἴσως μέντοι, ἂν δόξῃ μοι, ἀφήσω σε.
Καὶ μήν, ὦ Ἐρυξίμαχε, εἰπεῖν τὸν Ἀριστοφάνη, ἄλλῃ γέ πῃ ἐν νῷ ἔχω λέγειν ἢ ᾗ σύ τε καὶ Παυσανίας εἰπέτην. ἐμοὶ γὰρ δοκοῦσιν ἅνθρωποι παντάπασι τὴν τοῦ ἔρωτος δύναμιν οὐκ ᾐσθῆσθαι, ἐπεὶ αἰσθανόμενοί γε μέγιστ᾽ ἂν αὐτοῦ ἱερὰ κατασκευάσαι καὶ βωμούς, καὶ θυσίας ἂν ποιεῖν μεγίστας, οὐχ ὥσπερ νῦν τούτων οὐδὲν γίγνεται περὶ αὐτόν, δέον πάντων μάλιστα γίγνεσθαι. ἔστι γὰρ θεῶν [189d] φιλανθρωπότατος, ἐπίκουρός τε ὢν τῶν ἀνθρώπων καὶ ἰατρὸς τούτων ὧν ἰαθέντων μεγίστη εὐδαιμονία ἂν τῷ ἀνθρωπείῳ γένει εἴη. ἐγὼ οὖν πειράσομαι ὑμῖν εἰσηγήσασθαι τὴν δύναμιν αὐτοῦ, ὑμεῖς δὲ τῶν ἄλλων διδάσκαλοι ἔσεσθε. δεῖ δὲ πρῶτον ὑμᾶς μαθεῖν τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν καὶ τὰ παθήματα αὐτῆς.
Ἡ γὰρ πάλαι ἡμῶν φύσις οὐχ αὑτὴ ἦν ἥπερ νῦν, ἀλλ᾽ ἀλλοία. πρῶτον μὲν γὰρ τρία ἦν τὰ γένη τὰ τῶν ἀνθρώπων, οὐχ ὥσπερ νῦν δύο, ἄρρεν καὶ θῆλυ, [189e] ἀλλὰ καὶ τρίτον προσῆν κοινὸν ὂν ἀμφοτέρων τούτων, οὗ νῦν ὄνομα λοιπόν, αὐτὸ δὲ ἠφάνισται· ἀνδρόγυνον γὰρ ἓν τότε μὲν ἦν καὶ εἶδος καὶ ὄνομα ἐξ ἀμφοτέρων κοινὸν τοῦ τε ἄρρενος καὶ θήλεος, νῦν δὲ οὐκ ἔστιν ἀλλ᾽ ἢ ἐν ὀνείδει ὄνομα κείμενον. ἔπειτα ὅλον ἦν ἑκάστου τοῦ ἀνθρώπου τὸ εἶδος στρογγύλον, νῶτον καὶ πλευρὰς κύκλῳ ἔχον, χεῖρας δὲ τέτταρας εἶχε, καὶ σκέλη τὰ ἴσα ταῖς χερσίν, καὶ πρόσωπα [190a] δύ᾽ ἐπ᾽ αὐχένι κυκλοτερεῖ, ὅμοια πάντῃ· κεφαλὴν δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφοτέροις τοῖς προσώποις ἐναντίοις κειμένοις μίαν, καὶ ὦτα τέτταρα, καὶ αἰδοῖα δύο, καὶ τἆλλα πάντα ὡς ἀπὸ τούτων ἄν τις εἰκάσειεν. ἐπορεύετο δὲ καὶ ὀρθὸν ὥσπερ νῦν, ὁποτέρωσε βουληθείη· καὶ ὁπότε ταχὺ ὁρμήσειεν θεῖν, ὥσπερ οἱ κυβιστῶντες καὶ εἰς ὀρθὸν τὰ σκέλη περιφερόμενοι κυβιστῶσι κύκλῳ, ὀκτὼ τότε οὖσι τοῖς μέλεσιν ἀπερειδόμενοι ταχὺ ἐφέροντο κύκλῳ.
Ἦν δὲ διὰ ταῦτα τρία [190b] τὰ γένη καὶ τοιαῦτα, ὅτι τὸ μὲν ἄρρεν ἦν τοῦ ἡλίου τὴν ἀρχὴν ἔκγονον, τὸ δὲ θῆλυ τῆς γῆς, τὸ δὲ ἀμφοτέρων μετέχον τῆς σελήνης, ὅτι καὶ ἡ σελήνη ἀμφοτέρων μετέχει· περιφερῆ δὲ δὴ ἦν καὶ αὐτὰ καὶ ἡ πορεία αὐτῶν διὰ τὸ τοῖς γονεῦσιν ὅμοια εἶναι. ἦν οὖν τὴν ἰσχὺν δεινὰ καὶ τὴν ῥώμην, καὶ τὰ φρονήματα μεγάλα εἶχον, ἐπεχείρησαν δὲ τοῖς θεοῖς, καὶ ὃ λέγει Ὅμηρος περὶ Ἐφιάλτου τε καὶ Ὤτου, περὶ ἐκείνων λέγεται, τὸ εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνάβασιν ἐπιχειρεῖν [190c] ποιεῖν, ὡς ἐπιθησομένων τοῖς θεοῖς. ὁ οὖν Ζεὺς καὶ οἱ ἄλλοι θεοὶ ἐβουλεύοντο ὅτι χρὴ αὐτοὺς ποιῆσαι, καὶ ἠπόρουν· οὔτε γὰρ ὅπως ἀποκτείναιεν εἶχον καὶ ὥσπερ τοὺς γίγαντας κεραυνώσαντες τὸ γένος ἀφανίσαιεν —αἱ τιμαὶ γὰρ αὐτοῖς καὶ ἱερὰ τὰ παρὰ τῶν ἀνθρώπων ἠφανίζετο— οὔτε ὅπως ἐῷεν ἀσελγαίνειν.


4. ΕΡΩΤΟΣ ΕΠΑΙΝΟΣ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ
[189a] ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ. Συνεχίζοντας την αφήγησή του ο Αριστόδημος είπε ότι, παίρνοντας διαδοχικά το λόγο ο Αριστοφάνης, είπε: «Πέρασε και πάει, αφού όμως πρώτα, σύμφωνα με τη συνταγή σου, του πρόσφερα φτάρνισμα· κι έτσι παραξενεύτηκα που η ευεξία του σώματος θέλει τέτοιους θορύβους και γαργαλίσματα, καληώρα το φτάρνισμα· γιατί στη στιγμή, κυριολεκτικά μόλις του έδωσα το αντίδοτο, μου πέρασε».
Κι ο Ερυξίμαχος αποκρίθηκε: «Αριστοφάνη, καλέ μου, πρόσεχε τί πας να κάνεις. Τη στιγμή που παίρνεις το λόγο, το γυρίζεις στη γελοιοποίηση και μ᾽ αναγκάζεις ν᾽ αναλάβω [189b] την περιφρούρηση της ομιλίας σου, μήπως πεις καμιά σαχλαμάρα, την ώρα που είναι στο χέρι σου να μιλήσεις μ᾽ όλη σου την άνεση».
Κι ο Αριστοφάνης γελώντας είπε: «Δίκιο έχεις, Ερυξίμαχε, και παίρνω πίσω τα όσα είπα. Αλλά μη μου κάνεις λογοκρισία, γιατί, αν εγώ φοβάμαι για κάτι, για όσα είναι να πω, δεν είναι μήπως πω κάτι που θα μας κάνει να γελάσουμε —γιατί αυτό θα ήταν κέρδος και η Μούσα μου θα ᾽νιωθε σα να βρίσκεται στο σπίτι της— αλλά μήπως πω σαχλαμάρες».
«Αριστοφάνη, είπε ο Ερυξίμαχος, μου έριξες την πετριά και πας να γλιτώσεις απ᾽ τα χέρια μου, αλλά να ᾽σαι προσεχτικός κι όσο κρατήσει η ομιλία σου να ᾽χεις στο μυαλό σου ότι θα λογοδοτήσεις· [189c] δεν αποκλείεται όμως, αν το δω αλλιώς, να σ᾽ αφήσω ήσυχο».
Κι είπε ο Αριστοφάνης: «Εγώ λοιπόν, Ερυξίμαχε, λέω να μιλήσω κάπως διαφορετικά απ᾽ ό,τι αναπτύξατε εσύ κι ο Παυσανίας. Γιατί σχημάτισα την εντύπωση ότι οι άνθρωποι δεν αντιλήφτηκαν καθόλου, μα καθόλου, τη δύναμη του Έρωτα, γιατί, αν βέβαια την είχαν αντιληφτεί, θα ίδρυαν στη χάρη του τα μεγαλοπρεπέστερα λατρευτικά κέντρα και βωμούς και θα του τελούσαν τις πιο μεγάλες θυσίες, κι όχι όπως τώρα, που καμιά λατρεία δεν του αφιερώνεται, την ώρα που, αν ήταν κάτι να γίνει με απόλυτη προτεραιότητα, ήταν αυτό. Γιατί, περισσότερο από κάθε άλλο θεό, [189d] τρέφει τα πιο φιλάνθρωπα αισθήματα, καθώς παραστέκεται στον άνθρωπο και γιατρεύει όλα εκείνα, που με τη γιατρειά τους θα μπορούσε το ανθρώπινο γένος να χαρεί την πιο μεγάλη ευτυχία. Λοιπόν, εγώ θα βάλω τα δυνατά μου να σας εκθέσω τη δύναμή του, κι εσείς με τη σειρά σας θα τη διδάξετε στους άλλους. Αλλά πρώτα πρέπει να μάθετε ποιά είναι η φύση του ανθρώπου και τα όσα συμβαίνουν στη ζωή του.
Τον παλιότερο καιρό η ανθρώπινη φύση δεν ήταν όμοια με τη σημερινή, αλλά διαφορετική. Όταν δηλαδή πρωτοφάνηκαν στη γη τα φύλα των ανθρώπων ήταν τρία, όχι δυο (όπως τώρα, αρσενικό και θηλυκό), [189e] αλλά εκτός απ᾽ αυτά υπήρχε κι ένα τρίτο, που μέσα του είχε τα δυο άλλα ενωμένα· σήμερα κρατούμε τ᾽ όνομά του, το ίδιο όμως χάθηκε· τότε λοιπόν υπήρχε και φύλο με ξεχωριστή μορφή και όνομα, το αρσενικοθήλυκο, που το συναποτελούσαν και τα δυο, και το αρσενικό και το θηλυκό· τώρα απόμεινε μόνο το όνομα, που το τυλίγει η ντροπή. Που λες, το παρουσιαστικό τού κάθε τέτοιου ανθρώπου ήταν στρογγυλό· η ράχη σχημάτιζε περιφέρεια, το ίδιο και η μέση· χέρια τέσσερα, σκέλη όσα και τα χέρια και δυο πρόσωπα [190a] πάνω σε σβέρκο κυλινδρικό, το ᾽να ολόιδιο με τ᾽ άλλο· πάνω απ᾽ αυτά τα δυο πρόσωπα, που το καθένα τους αντίκριζε το αντίθετο σημείο του ορίζοντα, είχε ένα κεφάλι με τέσσερα αυτιά· είχε δυο γεννητικά όργανα κι όλα τα υπόλοιπα ανάλογα και όπως θα μπορούσε κανείς να τα φανταστεί σύμφωνα με τα παραπάνω. Μπορούσε να μετακινείται και όρθιο, προς όποια διεύθυνση ήθελε, όπως και σήμερα· όποτε όμως του ερχόταν να τρέξει γρήγορα —έχετε δει σαλτιμπάγκους να στριφογυρίζουν και να κάνουν ακροβατικά με τα πόδια όρθια επάνω; έτσι ακριβώς, μια και τότε είχε οχτώ άκρα, στηριζόταν σ᾽ αυτά και μετακινιόταν γρήγορα, σαν τροχός.
Τώρα, ποιός ο λόγος που τα ανθρώπινα φύλα [190b] ήταν τρία και τέτοιας λογής; Επειδή στην αρχή το αρσενικό ήταν βλαστάρι του ήλιου, το θηλυκό της γης κι εκείνο που τα ᾽χε ενωμένα μέσα του και τα δυο ήταν της σελήνης, γιατί και η σελήνη έχει πάρει κι απ᾽ τα δυο αυτά ουράνια σώματα· κι έτσι και το παρουσιαστικό και το βάδισμά τους ήταν κυκλικά, έπρεπε να μοιάζουν τα γονικά τους. Έτσι είχαν φοβερή δύναμη και ρώμη, τόσο που τα μυαλά τους πήραν αέρα και τα έβαλαν με τους θεούς· και τα όσα λέει ο Όμηρος για τον Εφιάλτη και τον Ώτο —που βάλθηκαν δηλαδή να σκαρφαλώσουν στον ουρανό [190c] για να πέσουν πάνω στους θεούς— τα λέει για κείνους. Τότε ο Δίας και οι άλλοι θεοί συσκέπτονταν πώς να τα βγάλουν πέρα μ᾽ αυτούς και λύση δεν έβρισκαν· γιατί δεν τους καλοφαινόταν ούτε να τους σκοτώσουν και κεραυνοβολώντας τους —όπως πρωτύτερα τους Γίγαντες— να τους αφανίσουν από το πρόσωπο της γης (γιατί τότε ποιός θα τους πρόσφερε λατρεία και θυσίες;) ούτε να τους αφήσουν στ᾽ αθεόφοβα καμώματά τους.