Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Συμπόσιον (200b-201c)


Εἰ γὰρ καὶ ἰσχυρὸς ὢν βούλοιτο ἰσχυρὸς εἶναι, φάναι τὸν Σωκράτη, καὶ ταχὺς ὢν ταχύς, καὶ ὑγιὴς ὢν ὑγιής —ἴσως γὰρ ἄν τις ταῦτα οἰηθείη καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα τοὺς ὄντας [200c] τε τοιούτους καὶ ἔχοντας ταῦτα τούτων ἅπερ ἔχουσι καὶ ἐπιθυμεῖν, ἵν᾽ οὖν μὴ ἐξαπατηθῶμεν, τούτου ἕνεκα λέγω— τούτοις γάρ, ὦ Ἀγάθων, εἰ ἐννοεῖς, ἔχειν μὲν ἕκαστα τούτων ἐν τῷ παρόντι ἀνάγκη ἃ ἔχουσιν, ἐάντε βούλωνται ἐάντε μή, καὶ τούτου γε δήπου τίς ἂν ἐπιθυμήσειεν; ἀλλ᾽ ὅταν τις λέγῃ ὅτι ἐγὼ ὑγιαίνων βούλομαι καὶ ὑγιαίνειν, καὶ πλουτῶν βούλομαι καὶ πλουτεῖν, καὶ ἐπιθυμῶ αὐτῶν τούτων ἃ ἔχω, εἴποιμεν ἂν αὐτῷ ὅτι σύ, ὦ ἄνθρωπε, [200d] πλοῦτον κεκτημένος καὶ ὑγίειαν καὶ ἰσχὺν βούλει καὶ εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον ταῦτα κεκτῆσθαι, ἐπεὶ ἐν τῷ γε νῦν παρόντι, εἴτε βούλει εἴτε μή, ἔχεις· σκόπει οὖν, ὅταν τοῦτο λέγῃς, ὅτι ἐπιθυμῶ τῶν παρόντων, εἰ ἄλλο τι λέγεις ἢ τόδε, ὅτι βούλομαι τὰ νῦν παρόντα καὶ εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον παρεῖναι. ἄλλο τι ὁμολογοῖ ἄν; Συμφάναι ἔφη τὸν Ἀγάθωνα.
Εἰπεῖν δὴ τὸν Σωκράτη, Οὐκοῦν τοῦτό γ᾽ ἐστὶν ἐκείνου ἐρᾶν, ὃ οὔπω ἕτοιμον αὐτῷ ἐστιν οὐδὲ ἔχει, τὸ εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον ταῦτα εἶναι αὐτῷ σῳζόμενα καὶ παρόντα;
[200e] Πάνυ γε, φάναι.
Καὶ οὗτος ἄρα καὶ ἄλλος πᾶς ὁ ἐπιθυμῶν τοῦ μὴ ἑτοίμου ἐπιθυμεῖ καὶ τοῦ μὴ παρόντος, καὶ ὃ μὴ ἔχει καὶ ὃ μὴ ἔστιν αὐτὸς καὶ οὗ ἐνδεής ἐστι, τοιαῦτ᾽ ἄττα ἐστὶν ὧν ἡ ἐπιθυμία τε καὶ ὁ ἔρως ἐστίν;
Πάνυ γ᾽, εἰπεῖν.
Ἴθι δή, φάναι τὸν Σωκράτη, ἀνομολογησώμεθα τὰ εἰρημένα. ἄλλο τι ἔστιν ὁ Ἔρως πρῶτον μὲν τινῶν, ἔπειτα τούτων ὧν ἂν ἔνδεια παρῇ αὐτῷ;
[201a] Ναί, φάναι.
Ἐπὶ δὴ τούτοις ἀναμνήσθητι τίνων ἔφησθα ἐν τῷ λόγῳ εἶναι τὸν Ἔρωτα· εἰ δὲ βούλει, ἐγώ σε ἀναμνήσω. οἶμαι γάρ σε οὑτωσί πως εἰπεῖν, ὅτι τοῖς θεοῖς κατεσκευάσθη τὰ πράγματα δι᾽ ἔρωτα καλῶν· αἰσχρῶν γὰρ οὐκ εἴη ἔρως. οὐχ οὑτωσί πως ἔλεγες;
Εἶπον γάρ, φάναι τὸν Ἀγάθωνα.
Καὶ ἐπιεικῶς γε λέγεις, ὦ ἑταῖρε, φάναι τὸν Σωκράτη· καὶ εἰ τοῦτο οὕτως ἔχει, ἄλλο τι ὁ Ἔρως κάλλους ἂν εἴη ἔρως, αἴσχους δὲ οὔ; Ὡμολόγει.
[201b] Οὐκοῦν ὡμολόγηται, οὗ ἐνδεής ἐστι καὶ μὴ ἔχει, τούτου ἐρᾶν;
Ναί, εἰπεῖν.
Ἐνδεὴς ἄρ᾽ ἐστὶ καὶ οὐκ ἔχει ὁ Ἔρως κάλλος.
Ἀνάγκη, φάναι.
Τί δέ; τὸ ἐνδεὲς κάλλους καὶ μηδαμῇ κεκτημένον κάλλος ἆρα λέγεις σὺ καλὸν εἶναι;
Οὐ δῆτα.
Ἔτι οὖν ὁμολογεῖς Ἔρωτα καλὸν εἶναι, εἰ ταῦτα οὕτως ἔχει;
Καὶ τὸν Ἀγάθωνα εἰπεῖν Κινδυνεύω, ὦ Σώκρατες, οὐδὲν εἰδέναι ὧν τότε εἶπον.
[201c] Καὶ μὴν καλῶς γε εἶπες, φάναι, ὦ Ἀγάθων. ἀλλὰ σμικρὸν ἔτι εἰπέ· τἀγαθὰ οὐ καὶ καλὰ δοκεῖ σοι εἶναι;
Ἔμοιγε.
Εἰ ἄρα ὁ Ἔρως τῶν καλῶν ἐνδεής ἐστι, τὰ δὲ ἀγαθὰ καλά, κἂν τῶν ἀγαθῶν ἐνδεὴς εἴη.
Ἐγώ, φάναι, ὦ Σώκρατες, σοὶ οὐκ ἂν δυναίμην ἀντιλέγειν, ἀλλ᾽ οὕτως ἐχέτω ὡς σὺ λέγεις.
Οὐ μὲν οὖν τῇ ἀληθείᾳ, φάναι, ὦ φιλούμενε Ἀγάθων, δύνασαι ἀντιλέγειν, ἐπεὶ Σωκράτει γε οὐδὲν χαλεπόν.


«Γιατί, αν ένας, όντας ρωμαλέος, επιθυμούσε να είναι ρωμαλέος, είπε ο Σωκράτης, και, όντας ταχύς, ταχύς και, όντας υγιής, υγιής (γιατί τα λέω όλ᾽ αυτά; γιατί ίσως κάποιοι θα πίστευαν ότι, σ᾽ ό,τι αφορά στα παραπάνω και σ᾽ άλλα παρόμοια, άνθρωποι [200c] που είναι τέτοιοι και τα έχουν αυτά, όμως δεν παύουν ταυτόχρονα να τα ποθούν· τα λέω, λοιπόν, για να μην καταλήξουμε σε εσφαλμένα συμπεράσματα), αυτοί λοιπόν οι άνθρωποι, Αγάθων, αν με παρακολουθείς, σε κάθε περίπτωση κατέχουν οπωσδήποτε αυτή τη στιγμή το καθένα από τα παραπάνω, που, είτε το θέλουν ή όχι, είναι κτήμα τους· λοιπόν, σ᾽ αυτή την περίπτωση, ποιός απ᾽ αυτούς θα τα ποθούσε; Όταν όμως κάποιος λέει ότι: “Εγώ, όντας υγιής, θέλω και να είμαι υγιής και, όντας πλούσιος, θέλω και να είμαι πλούσιος και ποθώ τα ίδια πράγματα, που κιόλας τα έχω”, θα του λέγαμε: “Εσύ, άνθρωπέ μου, [200d] διαθέτοντας και πλούτη και υγεία και ρώμη, θέλεις να τα έχεις κτήμα σου αυτά και στο μέλλον· γιατί, όσο για το παρόν, είτε θέλεις είτε όχι, τα έχεις· σκέψου λοιπόν, όταν λες αυτά, ότι “ποθώ αυτά που έχω τώρα”, μήπως δεν εννοείς κάτι άλλο παρά το εξής, ότι “θέλω αυτά που τώρα είναι δικά μου να είναι δικά μου και στο μέλλον”. Μπορούσε να παραδεχτεί κάτι άλλο;». «Συμφωνώ» είπε ο Αγάθων.
Συνέχισε λοιπόν ο Σωκράτης: «Τούτο λοιπόν σημαίνει ότι νιώθει έρωτα για κείνο, που δεν του είναι εξασφαλισμένο κι ούτε το έχει: το να τα διατηρεί αυτά και στο μέλλον και να του ανήκουν;».
[200e] «Μάλιστα», αποκρίθηκε.
«Άρα κι ετούτος και κάθε άλλος που ποθεί, ποθεί αυτό που δεν του είναι εξασφαλισμένο και δεν το έχει κτήμα του, και εκείνο που δεν έχει και ό,τι δεν είναι ο ίδιος και εκείνο που του λείπει· νά, κάτι τέτοια είναι εκείνα, για τα οποία νιώθει πόθο και έρωτα;».
«Μάλιστα», αποκρίθηκε.
«Έλα τώρα, είπε ο Σωκράτης ας επαναλάβουμε τα όσα συνομολογήσαμε· ο Έρωτας δεν είναι παρά τούτο: πόθος, αρχικά κάποιων, έπειτα εκείνων που ο καθένας αισθάνεται την έλλειψή τους;».
[201a] «Ναι», είπε.
«Και κοντά σ᾽ αυτά θυμήσου, τίνων πόθος είπες στην ομιλία σου ότι είναι ο Έρως· αλλά, αν προτιμάς, εγώ θα σου το θυμίσω. Δηλαδή, αν δεν με απατά η μνήμη, διατύπωσες πάνω κάτω τούτη την άποψη, ότι εξομαλύνθηκαν οι σχέσεις ανάμεσα στους θεούς χάρη στον έρωτα για τα ωραία· γιατί θα ήταν ανήκουστο να υπάρξει έρωτας για τα άσχημα. Αυτά περίπου δεν ήταν τα λόγια σου;».
«Ναι, αυτά είπα», παραδέχτηκε ο Αγάθων.
«Και μια χαρά τα λες, καλέ μου φίλε, είπε ο Σωκράτης· κι αν έτσι έχει το πράμα, τί άλλο θα μπορούσε να είναι ο Έρως παρά έρωτας για το κάλλος κι όχι για την ασκήμια;». Το παραδέχτηκε.
[201b] «Λοιπόν, παραδεχτήκαμε ότι νιώθει έρωτα για κείνο που του λείπει και δεν το έχει;».
«Ναι», αποκρίθηκε.
«Άρα του Έρωτα του λείπει το κάλλος και δεν το έχει».
«Οπωσδήποτε», είπε.
«Τί λοιπόν; αυτό, που του λείπει το κάλλος και με κανένα τρόπο δεν έχει κτήμα του το κάλλος, παρ᾽ όλ᾽ αυτά εσύ το αποκαλείς ωραίο;».
«Όχι βέβαια».
«Επιμένεις λοιπόν να υιοθετείς την άποψη ότι ο Έρως είναι ωραίος, αν έτσι έχουν τα πράγματα;».
Κι ο Αγάθων αποκρίθηκε: «Σωκράτη, πάω να πιστέψω πως από άγνοια είπα όλα όσα είπα τότε».
[201c] «Παρ᾽ όλ᾽ αυτά λαμπρή ήταν η ομιλία σου, Αγάθων, είπε ο Σωκράτης· αλλά απάντησέ μου σε μια τόση δα ερώτηση: δε φρονείς ότι τα αγαθά είναι και ωραία;»
«Και βέβαια είναι».
«Άρα, αν του Έρωτα του λείπουν τα ωραία και τα αγαθά είναι ωραία, θα του λείπουν επίσης και τα αγαθά».
«Σωκράτη, αποκρίθηκε, εγώ δεν είμαι πια σε θέση να σου φέρω αντίλογο, αλλά ας παραδεχτούμε ότι έτσι είναι, όπως τα λες».
«Πολυαγαπημένε μου Αγάθωνα, είπε, και βέβαια δεν μπορείς να φέρεις τον αντίλογο στην αλήθεια· στον Σωκράτη όμως, πανεύκολο».