Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Συμπόσιον (212c-213e)


Εἰπόντος δὲ ταῦτα τοῦ Σωκράτους τοὺς μὲν ἐπαινεῖν, τὸν δὲ Ἀριστοφάνη λέγειν τι ἐπιχειρεῖν, ὅτι ἐμνήσθη αὐτοῦ λέγων ὁ Σωκράτης περὶ τοῦ λόγου· καὶ ἐξαίφνης τὴν αὔλειον θύραν κρουομένην πολὺν ψόφον παρασχεῖν ὡς κωμαστῶν, καὶ αὐλητρίδος φωνὴν ἀκούειν. τὸν οὖν Ἀγάθωνα, Παῖδες, φάναι, [212d] οὐ σκέψεσθε; καὶ ἐὰν μέν τις τῶν ἐπιτηδείων ᾖ, καλεῖτε· εἰ δὲ μή, λέγετε ὅτι οὐ πίνομεν ἀλλ᾽ ἀναπαυόμεθα ἤδη.
Καὶ οὐ πολὺ ὕστερον Ἀλκιβιάδου τὴν φωνὴν ἀκούειν ἐν τῇ αὐλῇ σφόδρα μεθύοντος καὶ μέγα βοῶντος, ἐρωτῶντος ὅπου Ἀγάθων καὶ κελεύοντος ἄγειν παρ᾽ Ἀγάθωνα. ἄγειν οὖν αὐτὸν παρὰ σφᾶς τήν τε αὐλητρίδα ὑπολαβοῦσαν καὶ ἄλλους τινὰς τῶν ἀκολούθων, καὶ ἐπιστῆναι ἐπὶ τὰς θύρας [212e] ἐστεφανωμένον αὐτὸν κιττοῦ τέ τινι στεφάνῳ δασεῖ καὶ ἴων, καὶ ταινίας ἔχοντα ἐπὶ τῆς κεφαλῆς πάνυ πολλάς, καὶ εἰπεῖν· Ἄνδρες, χαίρετε· μεθύοντα ἄνδρα πάνυ σφόδρα δέξεσθε συμπότην, ἢ ἀπίωμεν ἀναδήσαντες μόνον Ἀγάθωνα, ἐφ᾽ ᾧπερ ἤλθομεν; ἐγὼ γάρ τοι, φάναι, χθὲς μὲν οὐχ οἷός τ᾽ ἐγενόμην ἀφικέσθαι, νῦν δὲ ἥκω ἐπὶ τῇ κεφαλῇ ἔχων τὰς ταινίας, ἵνα ἀπὸ τῆς ἐμῆς κεφαλῆς τὴν τοῦ σοφωτάτου καὶ καλλίστου κεφαλὴν ἐὰν εἴπω οὑτωσὶ ἀναδήσω. ἆρα καταγελάσεσθέ μου ὡς μεθύοντος; ἐγὼ δέ, κἂν ὑμεῖς [213a] γελᾶτε, ὅμως εὖ οἶδ᾽ ὅτι ἀληθῆ λέγω. ἀλλά μοι λέγετε αὐτόθεν, ἐπὶ ῥητοῖς εἰσίω ἢ μή; συμπίεσθε ἢ οὔ;
Πάντας οὖν ἀναθορυβῆσαι καὶ κελεύειν εἰσιέναι καὶ κατακλίνεσθαι, καὶ τὸν Ἀγάθωνα καλεῖν αὐτόν. καὶ τὸν ἰέναι ἀγόμενον ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων, καὶ περιαιρούμενον ἅμα τὰς ταινίας ὡς ἀναδήσοντα, ἐπίπροσθε τῶν ὀφθαλμῶν ἔχοντα οὐ κατιδεῖν τὸν Σωκράτη, ἀλλὰ καθίζεσθαι παρὰ τὸν [213b] Ἀγάθωνα ἐν μέσῳ Σωκράτους τε καὶ ἐκείνου· παραχωρῆσαι γὰρ τὸν Σωκράτη ὡς ἐκεῖνον κατιδεῖν. παρακαθεζόμενον δὲ αὐτὸν ἀσπάζεσθαί τε τὸν Ἀγάθωνα καὶ ἀναδεῖν.
Εἰπεῖν οὖν τὸν Ἀγάθωνα Ὑπολύετε, παῖδες, Ἀλκιβιάδην, ἵνα ἐκ τρίτων κατακέηται.
Πάνυ γε, εἰπεῖν τὸν Ἀλκιβιάδην· ἀλλὰ τίς ἡμῖν ὅδε τρίτος συμπότης; καὶ ἅμα μεταστρεφόμενον αὐτὸν ὁρᾶν τὸν Σωκράτη, ἰδόντα δὲ ἀναπηδῆσαι καὶ εἰπεῖν Ὦ Ἡράκλεις, τουτὶ τί ἦν; Σωκράτης οὗτος; ἐλλοχῶν αὖ με ἐνταῦθα [213c] κατέκεισο, ὥσπερ εἰώθεις ἐξαίφνης ἀναφαίνεσθαι ὅπου ἐγὼ ᾤμην ἥκιστά σε ἔσεσθαι. καὶ νῦν τί ἥκεις; καὶ τί αὖ ἐνταῦθα κατεκλίνης; ὡς οὐ παρὰ Ἀριστοφάνει οὐδὲ εἴ τις ἄλλος γελοῖος ἔστι τε καὶ βούλεται, ἀλλὰ διεμηχανήσω ὅπως παρὰ τῷ καλλίστῳ τῶν ἔνδον κατακείσῃ.
Καὶ τὸν Σωκράτη, Ἀγάθων, φάναι, ὅρα εἴ μοι ἐπαμύνεις· ὡς ἐμοὶ ὁ τούτου ἔρως τοῦ ἀνθρώπου οὐ φαῦλον πρᾶγμα γέγονεν. ἀπ᾽ ἐκείνου γὰρ τοῦ χρόνου, ἀφ᾽ οὗ τούτου [213d] ἠράσθην, οὐκέτι ἔξεστίν μοι οὔτε προσβλέψαι οὔτε διαλεχθῆναι καλῷ οὐδ᾽ ἑνί, ἢ οὑτοσὶ ζηλοτυπῶν με καὶ φθονῶν θαυμαστὰ ἐργάζεται καὶ λοιδορεῖταί τε καὶ τὼ χεῖρε μόγις ἀπέχεται. ὅρα οὖν μή τι καὶ νῦν ἐργάσηται, ἀλλὰ διάλλαξον ἡμᾶς, ἢ ἐὰν ἐπιχειρῇ βιάζεσθαι, ἐπάμυνε, ὡς ἐγὼ τὴν τούτου μανίαν τε καὶ φιλεραστίαν πάνυ ὀρρωδῶ.
Ἀλλ᾽ οὐκ ἔστι, φάναι τὸν Ἀλκιβιάδην, ἐμοὶ καὶ σοὶ διαλλαγή. ἀλλὰ τούτων μὲν εἰς αὖθίς σε τιμωρήσομαι· νῦν [213e] δέ μοι, Ἀγάθων, φάναι, μετάδος τῶν ταινιῶν, ἵνα ἀναδήσω καὶ τὴν τούτου ταυτηνὶ τὴν θαυμαστὴν κεφαλήν, καὶ μή μοι μέμφηται ὅτι σὲ μὲν ἀνέδησα, αὐτὸν δὲ νικῶντα ἐν λόγοις πάντας ἀνθρώπους, οὐ μόνον πρῴην ὥσπερ σύ, ἀλλ᾽ ἀεί, ἔπειτα οὐκ ἀνέδησα. καὶ ἅμ᾽ αὐτὸν λαβόντα τῶν ταινιῶν ἀναδεῖν τὸν Σωκράτη καὶ κατακλίνεσθαι.


2. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ ΕΠΑΙΝΟΣ ΤΟΥ ΑΛΚΙΒΙΑΔΗ
ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ. Αυτά είπε ο Σωκράτης, όπως μου τα διηγήθηκε ο Αριστόδημος· κι οι άλλοι συμπότες τού απηύθυναν επαίνους, ενώ ο Αριστοφάνης πήγε κάτι να πει, επειδή ο Σωκράτης στο λόγο του έκανε κάποιον υπαινιγμό στη δική του ομιλία, όταν ξαφνικά χτυπήματα σαν από γλεντοκόπους στην αυλόπορτα ξεσήκωσαν μεγάλο θόρυβο κι ακούστηκε φωνή αυλητρίδας. Λοιπόν ο Αγάθων φώναξε: «Παιδιά, [212d] τί κάθεστε; ρίξτε μια ματιά κι αν είναι κάποιος δικός μας, καλέστε τον μέσα· ειδάλλως, πέστε ότι δεν πίνουμε, αλλά τώρα πια λέμε να ξεκουραστούμε».
Και σε λίγο ακούστηκε η φωνή του Αλκιβιάδη στην αυλή, που, τύφλα στο μεθύσι, χαλούσε τον κόσμο με τις κραυγές του, να ρωτά: «Πού είναι ο Αγάθων;» και να προστάζει να τον οδηγήσουν στον Αγάθωνα. Πράγματι, τον πήραν και τον πήγαιναν μέσα η αυλητρίδα, υποβαστάζοντάς τον, και κάποιοι άλλοι από την ακολουθία του· πρόβαλε όρθιος στην πόρτα, [212e] στεφανωμένος με πυκνό στεφάνι από φύλλα κισσού και μενεξέδες, με το κεφάλι φορτωμένο με πάρα πολλές ταινίες, και είπε: «Παίδες, γεια σας! Θα δεχτείτε στην παρέα σας, συμπότη, έναν άνθρωπο τύφλα στο μεθύσι ή μια στιγμή μόνο να στεφανώσουμε τον Αγάθωνα —αυτό μας έφερε εδώ— και να σηκωθούμε να φύγουμε; Γιατί εγώ, είπε, χτες δεν μπόρεσα να έρθω, αλλά ήρθα τώρα με το κεφάλι φορτωμένο με ταινίες, για να τις πάρω απ᾽ το κεφάλι μου και να στεφανώσω την κεφαλή του —πώς αλλιώς να το πω;— σοφότατου και ωραιότατου. Λέτε να γελάσετε με την καρδιά σας, έτσι που με βλέπετε μεθυσμένο; Γελάτε όσο θέλετε, [213a] εγώ όμως έχω τη συναίσθηση ότι λέω την αλήθεια. Αλλά πείτε μου, εδώ και τώρα, να μπω —αλλά με τους όρους μου!— ή να μην μπω; Θα πιείτε μαζί μου, ναι ή όχι;»
Λοιπόν όλοι ξέσπασαν σ᾽ επευφημίες και τον καλούσαν να περάσει μέσα και να ξαπλώσει κι ο Αγάθων τον φώναξε κοντά του. Κι αυτός, οδηγούμενος από τους υπηρέτες, προχώρησε και ξετύλιγε απ᾽ το κεφάλι του τις ταινίες, για να στεφανώσει τον Αγάθωνα· και, καθώς αυτές έπεφταν μπροστά στα μάτια του, δεν είδε τον Σωκράτη, αλλά πήρε θέση δίπλα [213b] στον Αγάθωνα, ανάμεσα στον Σωκράτη κι εκείνον· γιατί ο Σωκράτης παραμέρισε, για να κάνει τόπο να ξαπλώσει κι αυτός. Πήρε θέση λοιπόν δίπλα στον Αγάθωνα ο Αλκιβιάδης, τον ασπάστηκε και τον στεφάνωσε.
Λοιπόν ο Αγάθων είπε: «Παιδιά, λύστε τα σαντάλια του Αλκιβιάδη, για να ξαπλώσει εδώ, τρίτος ανάμεσά μας!».
«Λαμπρά! είπε ο Αλκιβιάδης· αλλά ποιός είναι ετούτος ο τρίτος συμπότης στο ανάκλιντρό μας;» Και την ίδια στιγμή, έτσι που στράφηκε, είδε τον Σωκράτη· και, με το που τον είδε, πετάχτηκε όρθιος και φώναξε: «Άλλο και τούτο, Ηρακλή μου! Βρε Σωκράτη, εσύ! Μου ᾽χες στήσει καρτέρι πάλι [213c] ξαπλωμένος εδώ, όπως χίλιες φορές ξεφύτρωνες ξαφνικά εκεί που δεν πήγαινε καθόλου το μυαλό μου ότι θα βρίσκεσαι. Και τώρα, τί δουλειά έχεις εδώ; και γιατί ήρθες πάλι και ξάπλωσες σ᾽ αυτή τη θέση; Δεν πήγαινες να ξαπλώσεις δίπλα στον Αριστοφάνη ή δίπλα σε κάποιον άλλο που και είναι και θέλει να ᾽ναι γελωτοποιός, αλλά τα μαγείρεψες έτσι, ώστε να ξαπλώσεις δίπλα στον ωραιότερο της συντροφιάς!»
Κι ο Σωκράτης είπε: «Αγάθων, πάρε τα μέτρα σου να με προστατέψεις· γιατί ο έρωτας τούτου του ανθρώπου μου ᾽χει κάνει τη ζωή μαρτύριο! Γιατί απ᾽ τη μέρα που τον [213d] ερωτεύτηκα δεν έχω πια το ελεύτερο ούτε να ρίξω το βλέμμα μου ούτε να πιάσω κουβέντα με κάποιον όμορφο, αλλά ετούτος εδώ, ζηλότυπος και φοβερός, μου κάνει φριχτές σκηνές και μ᾽ ελεεινολογεί και με δυσκολία κρατά τα χέρια του απ᾽ το να με ξυλοκοπήσει. Κοίταξε λοιπόν μην κάνει και τώρα κάτι τέτοιο· βάλε το χεράκι σου να μας συμφιλιώσεις, ή, αν κάνει πως ασκεί βία επάνω μου, προστάτεψέ με, γιατί η τρομάρα μου απ᾽ τη μανία και το πάθος του για τον εραστή του δε λέγεται».
«Αλλά, είπε ο Αλκιβιάδης, συμβιβασμός ανάμεσά μας αποκλείεται. Αλλά γι᾽ αυτά αργά ή γρήγορα θα σε τιμωρήσω· όμως τώρα, [213e] Αγάθων, δώσε μου μερικές ταινίες, για να στεφανώσω κι ετούτου τούτην εδώ τη θαυμαστή κεφαλή και να μη με μέμφεται που εσένα βέβαια σε στεφάνωσα, αυτόν όμως, που στη συζήτηση νικά όλους τους ανθρώπους κι όχι μόνο, όπως εσύ, προχτές, αλλά πάντοτε, παρ᾽ όλ᾽ αυτά δεν τον στεφάνωσα». Και ταυτόχρονα πήρε μερικές ταινίες, στεφάνωσε τον Σωκράτη και ξάπλωσε.