Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (4.103.1-4.106.4)

[4.103.1] Ἐπὶ ταύτην οὖν ὁ Βρασίδας ἄρας ἐξ Ἀρνῶν τῆς Χαλκιδικῆς ἐπορεύετο τῷ στρατῷ. καὶ ἀφικόμενος περὶ δείλην ἐπὶ τὸν Αὐλῶνα καὶ Βορμίσκον, ᾗ ἡ Βόλβη λίμνη ἐξίησιν ἐς θάλασσαν, καὶ δειπνοποιησάμενος ἐχώρει τὴν νύκτα. [4.103.2] χειμὼν δὲ ἦν καὶ ὑπένειφεν· ᾗ καὶ μᾶλλον ὥρμησε, βουλόμενος λαθεῖν τοὺς ἐν τῇ Ἀμφιπόλει πλὴν τῶν προδιδόντων. [4.103.3] ἦσαν γὰρ Ἀργιλίων τε ἐν αὐτῇ οἰκήτορες (εἰσὶ δὲ οἱ Ἀργίλιοι Ἀνδρίων ἄποικοι) καὶ ἄλλοι οἳ ξυνέπρασσον ταῦτα, οἱ μὲν Περδίκκᾳ πειθόμενοι, οἱ δὲ Χαλκιδεῦσιν. [4.103.4] μάλιστα δὲ οἱ Ἀργίλιοι, ἐγγύς τε προσοικοῦντες καὶ αἰεί ποτε τοῖς Ἀθηναίοις ὄντες ὕποπτοι καὶ ἐπιβουλεύοντες τῷ χωρίῳ, ἐπειδὴ παρέτυχεν ὁ καιρὸς καὶ Βρασίδας ἦλθεν, ἔπραξάν τε ἐκ πλέονος πρὸς τοὺς ἐμπολιτεύοντας σφῶν ἐκεῖ ὅπως ἐνδοθήσεται ἡ πόλις, καὶ τότε δεξάμενοι αὐτὸν τῇ πόλει καὶ ἀποστάντες τῶν Ἀθηναίων ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ κατέστησαν τὸν στρατὸν πρὸ ἕω ἐπὶ τὴν γέφυραν τοῦ ποταμοῦ. [4.103.5] ἀπέχει δὲ τὸ πόλισμα πλέον τῆς διαβάσεως, καὶ οὐ καθεῖτο τείχη ὥσπερ νῦν, φυλακὴ δέ τις βραχεῖα καθειστήκει· ἣν βιασάμενος ῥᾳδίως ὁ Βρασίδας, ἅμα μὲν τῆς προδοσίας οὔσης, ἅμα δὲ καὶ χειμῶνος ὄντος καὶ ἀπροσδοκήτοις προσπεσών, διέβη τὴν γέφυραν, καὶ τὰ ἔξω τῶν Ἀμφιπολιτῶν οἰκούντων κατὰ πᾶν τὸ χωρίον εὐθὺς εἶχεν. [4.104.1] τῆς δὲ διαβάσεως αὐτοῦ ἄφνω τοῖς ἐν τῇ πόλει γεγενημένης, καὶ τῶν ἔξω πολλῶν μὲν ἁλισκομένων, τῶν δὲ καὶ καταφευγόντων ἐς τὸ τεῖχος, οἱ Ἀμφιπολῖται ἐς θόρυβον μέγαν κατέστησαν, ἄλλως τε καὶ ἀλλήλοις ὕποπτοι ὄντες. [4.104.2] καὶ λέγεται Βρασίδαν, εἰ ἠθέλησε μὴ ἐφ᾽ ἁρπαγὴν τῷ στρατῷ τραπέσθαι, ἀλλ᾽ εὐθὺς χωρῆσαι πρὸς τὴν πόλιν, δοκεῖν ἂν ἑλεῖν. [4.104.3] νῦν δὲ ὁ μὲν ἱδρύσας τὸν στρατόν, ἐπεὶ τὰ ἔξω ἐπέδραμε καὶ οὐδὲν αὐτῷ ἀπὸ τῶν ἔνδον ὡς προσεδέχετο ἀπέβαινεν, ἡσύχαζεν· [4.104.4] οἱ δὲ ἐναντίοι τοῖς προδιδοῦσι, κρατοῦντες τῷ πλήθει ὥστε μὴ αὐτίκα τὰς πύλας ἀνοίγεσθαι, πέμπουσι μετὰ Εὐκλέους τοῦ στρατηγοῦ, ὃς ἐκ τῶν Ἀθηνῶν παρῆν αὐτοῖς φύλαξ τοῦ χωρίου, ἐπὶ τὸν ἕτερον στρατηγὸν τῶν ἐπὶ Θρᾴκης, Θουκυδίδην τὸν Ὀλόρου, ὃς τάδε ξυνέγραψεν, ὄντα περὶ Θάσον (ἔστι δὲ ἡ νῆσος Παρίων ἀποικία, ἀπέχουσα τῆς Ἀμφιπόλεως ἡμίσεος ἡμέρας μάλιστα πλοῦν), κελεύοντες σφίσι βοηθεῖν. [4.104.5] καὶ ὁ μὲν ἀκούσας κατὰ τάχος ἑπτὰ ναυσὶν αἳ ἔτυχον παροῦσαι ἔπλει, καὶ ἐβούλετο φθάσαι μάλιστα μὲν οὖν τὴν Ἀμφίπολιν, πρίν τι ἐνδοῦναι, εἰ δὲ μή, τὴν Ἠιόνα προκαταλαβών.
[4.105.1] Ἐν τούτῳ δὲ ὁ Βρασίδας δεδιὼς καὶ τὴν ἀπὸ τῆς Θάσου τῶν νεῶν βοήθειαν καὶ πυνθανόμενος τὸν Θουκυδίδην κτῆσίν τε ἔχειν τῶν χρυσείων μετάλλων ἐργασίας ἐν τῇ περὶ ταῦτα Θρᾴκῃ καὶ ἀπ᾽ αὐτοῦ δύνασθαι ἐν τοῖς πρώτοις τῶν ἠπειρωτῶν, ἠπείγετο προκατασχεῖν, εἰ δύναιτο, τὴν πόλιν, μὴ ἀφικνουμένου αὐτοῦ τὸ πλῆθος τῶν Ἀμφιπολιτῶν, ἐλπίσαν ἐκ θαλάσσης ξυμμαχικὸν καὶ ἀπὸ τῆς Θρᾴκης ἀγείραντα αὐτὸν περιποιήσειν σφᾶς, οὐκέτι προσχωροίη. [4.105.2] καὶ τὴν ξύμβασιν μετρίαν ἐποιεῖτο, κήρυγμα τόδε ἀνειπών, Ἀμφιπολιτῶν καὶ Ἀθηναίων τῶν ἐνόντων τὸν μὲν βουλόμενον ἐπὶ τοῖς ἑαυτοῦ τῆς ἴσης καὶ ὁμοίας μετέχοντα μένειν, τὸν δὲ μὴ ἐθέλοντα ἀπιέναι τὰ ἑαυτοῦ ἐκφερόμενον πέντε ἡμερῶν. [4.106.1] οἱ δὲ πολλοὶ ἀκούσαντες ἀλλοιότεροι ἐγένοντο τὰς γνώμας, ἄλλως τε καὶ βραχὺ μὲν Ἀθηναίων ἐμπολιτεῦον, τὸ δὲ πλέον ξύμμεικτον, καὶ τῶν ἔξω ληφθέντων συχνοῖς οἰκεῖοι ἔνδον ἦσαν· καὶ τὸ κήρυγμα πρὸς τὸν φόβον δίκαιον εἶναι ὑπελάμβανον, οἱ μὲν Ἀθηναῖοι διὰ τὸ ἄσμενοι ἂν ἐξελθεῖν, ἡγούμενοι οὐκ ἐν ὁμοίῳ σφίσι τὰ δεινὰ εἶναι καὶ ἅμα οὐ προσδεχόμενοι βοήθειαν ἐν τάχει, ὁ δὲ ἄλλος ὅμιλος πόλεώς τε ἐν τῷ ἴσῳ οὐ στερισκόμενοι καὶ κινδύνου παρὰ δόξαν ἀφιέμενοι. [4.106.2] ὥστε τῶν πρασσόντων τῷ Βρασίδᾳ ἤδη καὶ ἐκ τοῦ φανεροῦ διαδικαιούντων αὐτά, ἐπειδὴ καὶ τὸ πλῆθος ἑώρων τετραμμένον καὶ τοῦ παρόντος Ἀθηναίων στρατηγοῦ οὐκέτι ἀκροώμενον, ἐγένετο ἡ ὁμολογία καὶ προσεδέξαντο ἐφ᾽ οἷς ἐκήρυξεν. [4.106.3] καὶ οἱ μὲν τὴν πόλιν τοιούτῳ τρόπῳ παρέδοσαν, ὁ δὲ Θουκυδίδης καὶ αἱ νῆες ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ ὀψὲ κατέπλεον ἐς τὴν Ἠιόνα. [4.106.4] καὶ τὴν μὲν Ἀμφίπολιν Βρασίδας ἄρτι εἶχε, τὴν δὲ Ἠιόνα παρὰ νύκτα ἐγένετο λαβεῖν· εἰ γὰρ μὴ ἐβοήθησαν αἱ νῆες διὰ τάχους, ἅμα ἕῳ ἂν εἴχετο.

[4.103.1] Ο Βρασίδας με τον στρατό του ξεκίνησαν από την Άρνη της Χαλκιδικής και, κατά το δειλινό, έφτασαν στον Αυλώνα και τον Βορμίσκο, στο σημείο όπου η λίμνη Βόλβη χύνεται στην θάλασσα και, αφού δείπνησε ο στρατός, εξακολούθησε, νύχτα, την πορεία του. [4.103.2] Ήταν κακοκαιρία κι έριχνε χιονόνερο και γι᾽ αυτό βιάζονταν για να μην μάθουν τίποτε οι κάτοικοι της Αμφίπολης, εκτός από όσους ήσαν συνεννοημένοι μαζί του. [4.103.3] Στην Αμφίπολη κατοικούσαν μερικοί Αργίλιοι —η Άργιλος είναι αποικία των Ανδρίων— και άλλοι που συνεννοήθηκαν με τον Βρασίδα. Μερικούς τους είχε παρασύρει ο Περδίκκας κι άλλους οι Χαλκιδείς. [4.103.4] Αλλά οι πιο δραστήριοι ήσαν οι ίδιοι οι Αργίλιοι, γείτονες της Αμφίπολης, οι οποίοι από πάντα ήσαν ύποπτοι στους Αθηναίους ότι έχουν βλέψεις στην πολιτεία. Και τώρα που είχε παρουσιαστεί η ευκαιρία και είχε έρθει ο Βρασίδας, είχαν αρχίσει από αρκετό καιρό συνεννοήσεις με τους συμπατριώτες τους που ζούσαν στην πόλη, για να ετοιμαστεί η παράδοσή της. Την νύχτα εκείνη, οι Αργίλιοι αποστάτησαν από τους Αθηναίους, δέχτηκαν τον Βρασίδα στην πολιτεία τους και τον οδήγησαν, με τον στρατό του προτού ξημερώσει, στην γέφυρα του ποταμού, [4.103.5] η οποία απέχει αρκετά από την πολιτεία τους. Την εποχή εκείνη τα τείχη της Αμφίπολης δεν έφταναν έως την γέφυρα, όπως τώρα, και την φύλαγε μικρή φρουρά που εύκολα την εξουδετέρωσε ο Βρασίδας, τόσο επειδή είχε γίνει προδοσία όσο κι επειδή ο Βρασίδας έκανε την επίθεσή του αιφνιδιαστικά, με την κακοκαιρία. Πέρασαν την γέφυρα και κυρίεψαν όλα τα έξω από τα τείχη περίχωρα της Αμφίπολης.
[4.104.1] Η διάβασή του απ᾽ την γέφυρα ήταν τόσο ξαφνική για τους κατοίκους της πολιτείας —πολλοί απ᾽ όσους έμειναν έξω από την πολιτεία πιάστηκαν αιχμάλωτοι κι άλλοι έτρεξαν να βρουν καταφύγιο στα τείχη— ώστε οι Αμφιπολίτες ταράχτηκαν πολύ και άρχισαν να υποπτεύονται ο ένας τον άλλον. [4.104.2] Λέγεται ότι, αν ο Βρασίδας, αντί ν᾽ αφήσει τον στρατό να λεηλατήσει, είχε κάνει έφοδο εναντίον της πολιτείας, είναι πολύ πιθανό ότι θα την κυρίευε. [4.104.3] Αλλά ο Βρασίδας οργάνωσε στρατόπεδο και σκόρπισε τον στρατό του σ᾽ όλα τα περίχωρα. Βλέποντας ότι δεν γινόταν καμιά κίνηση από μέσα από την πολιτεία, όπως περίμενε, δεν επιχειρούσε τίποτε. [4.104.4] Οι αντίπαλοι, όμως, εκείνων που είχαν οργανώσει την προδοσία, οι οποίοι είχαν μεγάλη επιβολή επάνω στο πλήθος και είχαν εμποδίσει ν᾽ ανοίξουν οι πύλες, έστειλαν αμέσως μήνυμα, με σύμφωνη γνώμη του Αθηναίου στρατηγού Ευκλή, αρχηγού της φρουράς, στον άλλο στρατηγό της περιφερείας Θράκης, τον Θουκυδίδη του Ολόρου (ο οποίος γράφει την ιστορία αυτήν) που βρισκόταν στην περιοχή της Θάσου —το νησί είναι αποικία της Πάρου και απέχει από την Αμφίπολη μισή μέρα ταξίδι— [4.104.5] και ο Θουκυδίδης μόλις έλαβε το μήνυμα, έφυγε με επτά καράβια, όσα βρέθηκαν εκεί, θέλοντας να προλάβει να φτάσει στην Αμφίπολη προτού παραδοθεί η πολιτεία ή τουλάχιστον να σώσει την Ηιόνα.
[4.105.1] Στο μεταξύ ο Βρασίδας, τόσο επειδή φοβήθηκε ότι θα φτάσει η βοήθεια από την Θάσο, όσο κι επειδή είχε μάθει ότι ο Θουκυδίδης είχε την εκμετάλλευση των χρυσωρυχείων της περιοχής αυτής της Θράκης και, για τον λόγον αυτόν, είχε επιρροή στους προκρίτους της περιοχής, βιαζόταν να κυριέψει, αν μπορούσε, την Αμφίπολη. Αν έφτανε ο Θουκυδίδης, τότε ίσως οι Αμφιπολίτες, με την ελπίδα ότι, συγκεντρώνοντας συμμαχικές δυνάμεις από τις παράκτιες πολιτείες και από την Θράκη, θα τους σώσει ο στρατηγός, δεν θα είχαν πια διάθεση να παραδοθούν στον Σπαρτιάτη. [4.105.2] Έβγαλε, λοιπόν, κήρυκα ο Βρασίδας κι έκανε τις ακόλουθες μετριοπαθείς προτάσεις. Όσοι από τους Αμφιπολίτες και Αθηναίους βρίσκονται μέσα στην πολιτεία και θέλουν να μείνουν, θα κρατήσουν την περιουσία τους και όλα τα ατομικά και πολιτικά τους δικαιώματα. Όσοι δεν θέλουν, μπορούν να φύγουν μέσα σε πέντε μέρες, παίρνοντας μαζί τους ό,τι τους ανήκει.
[4.106.1] Άμα τ᾽ άκουσαν, οι περισσότεροι από τους Αμφιπολίτες κλονίστηκαν. Άλλωστε, ήσαν λίγοι οι Αθηναίοι που ήσαν μόνιμοι κάτοικοι, ενώ ο πολύς λαός ήταν ανάμεικτος πληθυσμός και πολλοί είχαν συγγενείς που είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι στα προάστια. Συγκρίνοντας τις προτάσεις με ό,τι είχαν φανταστεί ότι θα μπορούσαν να είναι, τις θεώρησαν επιεικείς οι Αθηναίοι επειδή ήσαν πρόθυμοι να φύγουν, γιατί θεωρούσαν ότι αυτοί κινδυνεύουν περισσότερο από τους άλλους και δεν περίμεναν να έρθει γρήγορα βοήθεια. Ο πολύς λαός δεν θα έχανε τα πολιτικά του δικαιώματα και, πράγμα ανέλπιστο, θα γλίτωνε από τον κίνδυνο. [4.106.2] Όσοι είχαν συνεννοηθεί με τον Βρασίδα, βλέποντας ότι το πλήθος του κόσμου άλλαζε γνώμη και δεν ακολουθούσε πια τον Αθηναίο στρατηγό που ήταν μες στην πόλη, άρχισαν να μιλούν φανερά, υποστηρίζοντας τον Βρασίδα. Έγινε, λοιπόν, η συνθηκολόγηση και δέχτηκαν τον Βρασίδα με τους όρους που είχε προκηρύξει. [4.106.3] Έτσι παραδόθηκαν οι Αμφιπολίτες. Το βράδυ της ίδιας μέρας, ο Θουκυδίδης έφτασε στην Ηιόνα με τα καράβια, [4.106.4] ενώ ο Βρασίδας είχε μόλις κυριέψει την Αμφίπολη και, παρά μια μόνο νύχτα, θα έπαιρνε και την Ηιόνα. Αν τα καράβια δεν είχαν φτάσει τόσο γρήγορα, ο Βρασίδας θα κυρίευε την Ηιόνα τα ξημερώματα.