Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (4.9.1-4.10.5)

[4.9.1] Δημοσθένης δὲ ὁρῶν τοὺς Λακεδαιμονίους μέλλοντας προσβάλλειν ναυσί τε ἅμα καὶ πεζῷ παρεσκευάζετο καὶ αὐτός, καὶ τὰς τριήρεις αἳ περιῆσαν αὐτῷ ἀπὸ τῶν καταλειφθεισῶν ἀνασπάσας ὑπὸ τὸ τείχισμα προσεσταύρωσε, καὶ τοὺς ναύτας ἐξ αὐτῶν ὥπλισεν ἀσπίσι [τε] φαύλαις καὶ οἰσυΐναις ταῖς πολλαῖς· οὐ γὰρ ἦν ὅπλα ἐν χωρίῳ ἐρήμῳ πορίσασθαι, ἀλλὰ καὶ ταῦτα ἐκ λῃστρικῆς Μεσσηνίων τριακοντόρου καὶ κέλητος ἔλαβον, οἳ ἔτυχον παραγενόμενοι. ὁπλῖταί τε τῶν Μεσσηνίων τούτων ὡς τεσσαράκοντα ἐγένοντο, οἷς ἐχρῆτο μετὰ τῶν ἄλλων. [4.9.2] τοὺς μὲν οὖν πολλοὺς τῶν τε ἀόπλων καὶ ὡπλισμένων ἐπὶ τὰ τετειχισμένα μάλιστα καὶ ἐχυρὰ τοῦ χωρίου πρὸς τὴν ἤπειρον ἔταξε, προειπὼν ἀμύνασθαι τὸν πεζόν, ἢν προσβάλῃ· αὐτὸς δὲ ἀπολεξάμενος ἐκ πάντων ἑξήκοντα ὁπλίτας καὶ τοξότας ὀλίγους ἐχώρει ἔξω τοῦ τείχους ἐπὶ τὴν θάλασσαν, ᾗ μάλιστα ἐκείνους προσεδέχετο πειράσειν ἀποβαίνειν, ἐς χωρία μὲν χαλεπὰ καὶ πετρώδη πρὸς τὸ πέλαγος τετραμμένα, σφίσι δὲ τοῦ τείχους ταύτῃ ἀσθενεστάτου ὄντος ἐσβιάσασθαι αὐτοὺς ἡγεῖτο προθυμήσεσθαι· [4.9.3] οὔτε γὰρ αὐτοὶ ἐλπίζοντές ποτε ναυσὶ κρατήσεσθαι οὐκ ἰσχυρὸν ἐτείχιζον, ἐκείνοις τε βιαζομένοις τὴν ἀπόβασιν ἁλώσιμον τὸ χωρίον γίγνεσθαι. [4.9.4] κατὰ τοῦτο οὖν πρὸς αὐτὴν τὴν θάλασσαν χωρήσας ἔταξε τοὺς ὁπλίτας ὡς εἴρξων, ἢν δύνηται, καὶ παρεκελεύσατο τοιάδε.
[4.10.1] «Ἄνδρες οἱ ξυναράμενοι τοῦδε τοῦ κινδύνου, μηδεὶς ὑμῶν ἐν τῇ τοιᾷδε ἀνάγκῃ ξυνετὸς βουλέσθω δοκεῖν εἶναι, ἐκλογιζόμενος ἅπαν τὸ περιεστὸς ἡμᾶς δεινόν, μᾶλλον ἢ ἀπερισκέπτως εὔελπις ὁμόσε χωρῆσαι τοῖς ἐναντίοις καὶ ἐκ τούτων ἂν περιγενόμενος. ὅσα γὰρ ἐς ἀνάγκην ἀφῖκται ὥσπερ τάδε, λογισμὸν ἥκιστα ἐνδεχόμενα κινδύνου τοῦ ταχίστου προσδεῖται. [4.10.2] ἐγὼ δὲ καὶ τὰ πλείω ὁρῶ πρὸς ἡμῶν ὄντα, ἢν ἐθέλωμέν τε μεῖναι καὶ μὴ τῷ πλήθει αὐτῶν καταπλαγέντες τὰ ὑπάρχοντα ἡμῖν κρείσσω καταπροδοῦναι. [4.10.3] τοῦ τε γὰρ χωρίου τὸ δυσέμβατον ἡμέτερον νομίζω, ὃ μενόντων μὲν ἡμῶν ξύμμαχον γίγνεται, ὑποχωρήσασι δὲ καίπερ χαλεπὸν ὂν εὔπορον ἔσται μηδενὸς κωλύοντος, καὶ τὸν πολέμιον δεινότερον ἕξομεν μὴ ῥᾳδίας αὐτῷ πάλιν οὔσης τῆς ἀναχωρήσεως, ἢν καὶ ὑφ᾽ ἡμῶν βιάζηται (ἐπὶ γὰρ ταῖς ναυσὶ ῥᾷστοί εἰσιν ἀμύνεσθαι, ἀποβάντες δὲ ἐν τῷ ἴσῳ ἤδη), [4.10.4] τό τε πλῆθος αὐτῶν οὐκ ἄγαν δεῖ φοβεῖσθαι· κατ᾽ ὀλίγον γὰρ μαχεῖται καίπερ πολὺ ὂν ἀπορίᾳ τῆς προσορμίσεως, καὶ οὐκ ἐν γῇ στρατός ἐστιν ἐκ τοῦ ὁμοίου μείζων, ἀλλ᾽ ἀπὸ νεῶν, αἷς πολλὰ τὰ καίρια δεῖ ἐν τῇ θαλάσσῃ ξυμβῆναι. [4.10.5] ὥστε τὰς τούτων ἀπορίας ἀντιπάλους ἡγοῦμαι τῷ ἡμετέρῳ πλήθει, καὶ ἅμα ἀξιῶ ὑμᾶς, Ἀθηναίους ὄντας καὶ ἐπισταμένους ἐμπειρίᾳ τὴν ναυτικὴν ἐπ᾽ ἄλλους ἀπόβασιν ὅτι, εἴ τις ὑπομένοι καὶ μὴ φόβῳ ῥοθίου καὶ νεῶν δεινότητος κατάπλου ὑποχωροίη, οὐκ ἄν ποτε βιάζοιτο, καὶ αὐτοὺς νῦν μεῖναί τε καὶ ἀμυνομένους παρ᾽ αὐτὴν τὴν ῥαχίαν σῴζειν ἡμᾶς τε αὐτοὺς καὶ τὸ χωρίον.»

[4.9.1] Ο Δημοσθένης, βλέποντας ότι οι Λακεδαιμόνιοι ετοιμάζονται να επιτεθούν από στεριά κι από θάλασσα, ετοιμάστηκε κι αυτός. Έσυρε έως κάτω απ᾽ τ᾽ οχυρό τα καράβια που του είχαν μείνει και τα περιχαράκωσε με πασσάλους. Τους ναύτες των καραβιών τούς όπλισε με πρόχειρες ασπίδες φτιαγμένες από πλεχτή λυγαριά. Στον έρημο εκείνο τόπο δεν είχαν τρόπο να προμηθευτούν όπλα, και τα λίγα αυτά τα έφεραν ένα πειρατικό τριαντάκωπο κι ένα μικρό καράβι, και τα δυο μεσσηνιακά, που έτυχε να πάνε εκεί. Οι Μεσσήνιοι ήσαν έως σαράντα οπλίτες και ο Δημοσθένης τους χρησιμοποίησε μαζί με τους άλλους. [4.9.2] Τους περισσότερους στρατιώτες του, οπλίτες ή όχι, τους τοποθέτησε στα περιτειχισμένα και στα οχυρά σημεία, προς το μέρος της στεριάς, με διαταγή ν᾽ αποκρούσουν το πεζικό του εχθρού, αν κάνει επίθεση. Ο ίδιος διάλεξε εξήντα οπλίτες, από όσους είχε, και μερικούς τοξότες, βγήκε έξω από το οχυρό προς το μέρος της θάλασσας, στο σημείο όπου θεωρούσε πιθανότερο ότι οι Λακεδαιμόνιοι θα προσπαθούσαν να κάνουν απόβαση. Το μέρος ήταν δύσβατο κι όλο βράχια κι έβλεπε προς τ᾽ ανοιχτά, αλλά σ᾽ εκείνο το σημείο το τείχος ήταν πολύ αδύνατο και γι᾽ αυτό ο Δημοσθένης πίστευε ότι εκεί θα προτιμούσε ο εχθρός να κάνει την επίθεσή του. [4.9.3] Λογαριάζοντας ότι δεν ήταν δυνατόν στον εχθρό να τους επιτεθεί από θάλασσα, δεν είχαν οχυρώσει καλά το μέρος, κι έβλεπαν τώρα ότι, αν ο εχθρός κατόρθωνε να κάνει απόβαση εκεί, τότε θα μπορούσε εύκολα να κυριέψει την τοποθεσία. [4.9.4] Στο σημείο, λοιπόν, εκείνο έταξε τους οπλίτες του όσο μπορούσε πιο κοντά στη θάλασσα, για να εμποδίσει την απόβαση, αν μπορούσε, και τους μίλησε για να τους ενθαρρύνει:
[4.10.1] «Στρατιώτες, σεις που αποφασίσατε ν᾽ αντικρούσετε μαζί μου τον κίνδυνο. Στην κρίσιμη αυτή περίσταση, ας μην θελήσει κανείς σας να σκεφτεί ψύχραιμα, υπολογίζοντας τον κίνδυνο που μας κυκλώνει. Αντίθετα, πρέπει να σας κινεί ένας ελπιδοφόρος, αλόγιστος παλμός κι έτσι ν᾽ αντιμετωπίσετε τον εχθρό με την βεβαιότητα ότι θα βγείτε νικητές κι απ᾽ αυτήν την δοκιμασία. Όταν βρεθεί κανείς σε αναπότρεπτη ανάγκη, όπως τώρα εμείς, είναι περιττή κάθε σκέψη και το μόνο που απομένει είναι να ριχτεί αμέσως στον αγώνα. [4.10.2] Αλλά εγώ, τουλάχιστον, νομίζω ότι αν κρατήσομε τις θέσεις μας, έχομε με το μέρος μας τα περισσότερα πλεονεκτήματα, και δεν πρέπει να τα στερηθούμε, τρομάζοντας από το μεγάλο πλήθος των εχθρών. [4.10.3] Το δύσβατο του τόπου είναι πλεονέκτημα δικό μας και θα το εκμεταλλευτούμε αν τον υπερασπιστούμε, ενώ αν υποχωρήσομε, τότε, παρόλον ότι είναι δύσκολος τόπος θα τον πατήσουν εύκολα οι εχθροί, αν δεν βρουν καμιάν αντίσταση, και τότε, αν τους πιέζομε πολύ, θα γίνουν ακόμα πιο φοβεροί, γιατί η υποχώρησή τους θα είναι δύσκολη. Όσο είναι ακόμα επάνω στα καράβια τους θα είναι εύκολο να τους αποκρούομε, αλλ᾽ αν αποβιβαστούν θα είναι σε ίση με μας θέση. [4.10.4] Δεν πρέπει να σας τρομάζει το πλήθος των εχθρών, γιατί όσοι και να είναι, δεν θα μπορούν σε κάθε έφοδό τους να χρησιμοποιούν παρά λίγους μόνο στρατιώτες, επειδή το μέρος είναι δύσκολο. Δεν θ᾽ αντιμετωπίσομε στρατό μεγαλύτερο από μας που θα πολεμάει στην στεριά κάτω από ίσες συνθήκες. Θα πολεμήσουν από τα καράβια και, στη θάλασσα, πολλά ευνοϊκά στοιχεία πρέπει να τους συντρέξουν. [4.10.5] Γι᾽ αυτό νομίζω πως ο μικρός μας αριθμός, ισοφαρίζει τις δυσκολίες τους. Είσαστε Αθηναίοι και ξέρετε, από πείρα, τί σημαίνει ναυτική απόβαση σε ακτή που την υπερασπίζεται εχθρός. Ξέρετε ότι, αν ο αντίπαλος δεν φοβηθεί το πάφλασμα των κουπιών και το φοβερό θέαμα των καραβιών που ορμούν και κρατήσει τις θέσεις του, είναι αδύνατον να κάνει κανείς απόβαση. Απαιτώ, λοιπόν, από σας να κρατήστε τις θέσεις σας σ᾽ αυτήν την ακρογιαλιά και να τους αποκρούστε. Θα σώσετε και την ζωή σας και το φρούριο».