Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (4.18.5-4.23.2)

[4.19.1] «Λακεδαιμόνιοι δὲ ὑμᾶς προκαλοῦνται ἐς σπονδὰς καὶ διάλυσιν πολέμου, διδόντες μὲν εἰρήνην καὶ ξυμμαχίαν καὶ ἄλλην φιλίαν πολλὴν καὶ οἰκειότητα ἐς ἀλλήλους ὑπάρχειν, ἀνταιτοῦντες δὲ τοὺς ἐκ τῆς νήσου ἄνδρας, καὶ ἄμεινον ἡγούμενοι ἀμφοτέροις μὴ διακινδυνεύεσθαι, εἴτε βίᾳ διαφύγοιεν παρατυχούσης τινὸς σωτηρίας εἴτε καὶ ἐκπολιορκηθέντες μᾶλλον ἂν χειρωθεῖεν. [4.19.2] νομίζομέν τε τὰς μεγάλας ἔχθρας μάλιστ᾽ ἂν διαλύεσθαι βεβαίως, οὐκ ἢν ἀνταμυνόμενός τις καὶ ἐπικρατήσας τὰ πλείω τοῦ πολέμου κατ᾽ ἀνάγκην ὅρκοις ἐγκαταλαμβάνων μὴ ἀπὸ τοῦ ἴσου ξυμβῇ, ἀλλ᾽ ἢν παρὸν τὸ αὐτὸ δρᾶσαι πρὸς τὸ ἐπιεικὲς καὶ ἀρετῇ αὐτὸν νικήσας παρὰ ἃ προσεδέχετο μετρίως ξυναλλαγῇ. [4.19.3] ὀφείλων γὰρ ἤδη ὁ ἐναντίος μὴ ἀνταμύνεσθαι ὡς βιασθείς, ἀλλ᾽ ἀνταποδοῦναι ἀρετήν, ἑτοιμότερός ἐστιν αἰσχύνῃ ἐμμένειν οἷς ξυνέθετο. [4.19.4] καὶ μᾶλλον πρὸς τοὺς μειζόνως ἐχθροὺς τοῦτο δρῶσιν οἱ ἄνθρωποι ἢ πρὸς τοὺς τὰ μέτρια διενεχθέντας· πεφύκασί τε τοῖς μὲν ἑκουσίως ἐνδοῦσιν ἀνθησσᾶσθαι μεθ᾽ ἡδονῆς, πρὸς δὲ τὰ ὑπεραυχοῦντα καὶ παρὰ γνώμην διακινδυνεύειν.
[4.20.1] «Ἡμῖν δὲ καλῶς, εἴπερ ποτέ, ἔχει ἀμφοτέροις ἡ ξυναλλαγή, πρίν τι ἀνήκεστον διὰ μέσου γενόμενον ἡμᾶς καταλαβεῖν, ἐν ᾧ ἀνάγκη ἀίδιον ὑμῖν ἔχθραν πρὸς τῇ κοινῇ καὶ ἰδίαν ἔχειν, ὑμᾶς δὲ στερηθῆναι ὧν νῦν προκαλούμεθα. [4.20.2] ἔτι δ᾽ ὄντων ἀκρίτων καὶ ὑμῖν μὲν δόξης καὶ ἡμετέρας φιλίας προσγιγνομένης, ἡμῖν δὲ πρὸ αἰσχροῦ τινὸς ξυμφορᾶς μετρίως κατατιθεμένης διαλλαγῶμεν, καὶ αὐτοί τε ἀντὶ πολέμου εἰρήνην ἑλώμεθα καὶ τοῖς ἄλλοις Ἕλλησιν ἀνάπαυσιν κακῶν ποιήσωμεν· οἳ καὶ ἐν τούτῳ ὑμᾶς αἰτιωτέρους ἡγήσονται. πολεμοῦνται μὲν γὰρ ἀσαφῶς ὁποτέρων ἀρξάντων· καταλύσεως δὲ γενομένης, ἧς νῦν ὑμεῖς τὸ πλέον κύριοί ἐστε, τὴν χάριν ὑμῖν προσθήσουσιν. [4.20.3] ἤν τε γνῶτε, Λακεδαιμονίοις ἔξεστιν ὑμῖν φίλους γενέσθαι βεβαίως, αὐτῶν τε προκαλεσαμένων χαρισαμένοις τε μᾶλλον ἢ βιασαμένοις. [4.20.4] καὶ ἐν τούτῳ τὰ ἐνόντα ἀγαθὰ σκοπεῖτε ὅσα εἰκὸς εἶναι· ἡμῶν γὰρ καὶ ὑμῶν ταὐτὰ λεγόντων τό γε ἄλλο Ἑλληνικὸν ἴστε ὅτι ὑποδεέστερον ὂν τὰ μέγιστα τιμήσει.»
[4.21.1] Οἱ μὲν οὖν Λακεδαιμόνιοι τοσαῦτα εἶπον, νομίζοντες τοὺς Ἀθηναίους ἐν τῷ πρὶν χρόνῳ σπονδῶν μὲν ἐπιθυμεῖν, σφῶν δὲ ἐναντιουμένων κωλύεσθαι, διδομένης δὲ εἰρήνης ἀσμένους δέξεσθαί τε καὶ τοὺς ἄνδρας ἀποδώσειν. [4.21.2] οἱ δὲ τὰς μὲν σπονδάς, ἔχοντες τοὺς ἄνδρας ἐν τῇ νήσῳ, ἤδη σφίσιν ἐνόμιζον ἑτοίμους εἶναι, ὁπόταν βούλωνται ποιεῖσθαι πρὸς αὐτούς, τοῦ δὲ πλέονος ὠρέγοντο. [4.21.3] μάλιστα δὲ αὐτοὺς ἐνῆγε Κλέων ὁ Κλεαινέτου, ἀνὴρ δημαγωγὸς κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν χρόνον ὢν καὶ τῷ πλήθει πιθανώτατος· καὶ ἔπεισεν ἀποκρίνασθαι ὡς χρὴ τὰ μὲν ὅπλα καὶ σφᾶς αὐτοὺς τοὺς ἐν τῇ νήσῳ παραδόντας πρῶτον κομισθῆναι Ἀθήναζε, ἐλθόντων δὲ ἀποδόντας Λακεδαιμονίους Νίσαιαν καὶ Πηγὰς καὶ Τροιζῆνα καὶ Ἀχαΐαν, ἃ οὐ πολέμῳ ἔλαβον, ἀλλ᾽ ἀπὸ τῆς προτέρας ξυμβάσεως Ἀθηναίων ξυγχωρησάντων κατὰ ξυμφορὰς καὶ ἐν τῷ τότε δεομένων τι μᾶλλον σπονδῶν, κομίσασθαι τοὺς ἄνδρας καὶ σπονδὰς ποιήσασθαι ὁπόσον ἂν δοκῇ χρόνον ἀμφοτέροις. [4.22.1] οἱ δὲ πρὸς μὲν τὴν ἀπόκρισιν οὐδὲν ἀντεῖπον, ξυνέδρους δὲ σφίσιν ἐκέλευον ἑλέσθαι οἵτινες λέγοντες καὶ ἀκούοντες περὶ ἑκάστου ξυμβήσονται κατὰ ἡσυχίαν ὅτι ἂν πείθωσιν ἀλλήλους. [4.22.2] Κλέων δὲ ἐνταῦθα δὴ πολὺς ἐνέκειτο, λέγων γιγνώσκειν μὲν καὶ πρότερον οὐδὲν ἐν νῷ ἔχοντας δίκαιον αὐτούς, σαφὲς δ᾽ εἶναι καὶ νῦν, οἵτινες τῷ μὲν πλήθει οὐδὲν ἐθέλουσιν εἰπεῖν, ὀλίγοις δὲ ἀνδράσι ξύνεδροι βούλονται γίγνεσθαι· ἀλλὰ εἴ τι ὑγιὲς διανοοῦνται, λέγειν ἐκέλευσεν ἅπασιν. [4.22.3] ὁρῶντες δὲ οἱ Λακεδαιμόνιοι οὔτε σφίσιν οἷόν τε ὂν ἐν πλήθει εἰπεῖν, εἴ τι καὶ ὑπὸ τῆς ξυμφορᾶς ἐδόκει αὐτοῖς ξυγχωρεῖν, μὴ ἐς τοὺς ξυμμάχους διαβληθῶσιν εἰπόντες καὶ οὐ τυχόντες, οὔτε τοὺς Ἀθηναίους ἐπὶ μετρίοις ποιήσοντας ἃ προυκαλοῦντο, ἀνεχώρησαν ἐκ τῶν Ἀθηνῶν ἄπρακτοι. [4.23.1] ἀφικομένων δὲ αὐτῶν διελέλυντο εὐθὺς αἱ σπονδαὶ αἱ περὶ Πύλον, καὶ τὰς ναῦς οἱ Λακεδαιμόνιοι ἀπῄτουν, καθάπερ ξυνέκειτο· οἱ δ᾽ Ἀθηναῖοι ἐγκλήματα ἔχοντες ἐπιδρομήν τε τῷ τειχίσματι παράσπονδον καὶ ἄλλα οὐκ ἀξιόλογα δοκοῦντα εἶναι οὐκ ἀπεδίδοσαν, ἰσχυριζόμενοι ὅτι δὴ εἴρητο, ἐὰν καὶ ὁτιοῦν παραβαθῇ, λελύσθαι τὰς σπονδάς. οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ἀντέλεγόν τε καὶ ἀδίκημα ἐπικαλέσαντες τὸ τῶν νεῶν ἀπελθόντες ἐς πόλεμον καθίσταντο. [4.23.2] καὶ τὰ περὶ Πύλον ὑπ᾽ ἀμφοτέρων κατὰ κράτος ἐπολεμεῖτο, Ἀθηναῖοι μὲν δυοῖν νεοῖν ἐναντίαιν αἰεὶ τὴν νῆσον περιπλέοντες τῆς ἡμέρας (τῆς δὲ νυκτὸς καὶ ἅπασαι περιώρμουν, πλὴν τὰ πρὸς τὸ πέλαγος, ὁπότε ἄνεμος εἴη· καὶ ἐκ τῶν Ἀθηνῶν αὐτοῖς εἴκοσι νῆες ἀφίκοντο ἐς τὴν φυλακήν, ὥστε αἱ πᾶσαι ἑβδομήκοντα ἐγένοντο), Πελοποννήσιοι δὲ ἔν τε τῇ ἠπείρῳ στρατοπεδευόμενοι καὶ προσβολὰς ποιούμενοι τῷ τείχει, σκοποῦντες καιρὸν εἴ τις παραπέσοι ὥστε τοὺς ἄνδρας σῶσαι.

[4.19.2] Πιστεύομε πως οι μεγάλες έχθρες μπορούν να τερματιστούν πιο οριστικά, όχι όταν ο ένας από τους δύο αναζητεί την εκδίκηση και, όταν νικήσει τον εχθρό του, τον αναγκάσει να δεχτεί όρους ειρήνης βαρείς, αλλά όταν, αφού νικήσει τον αντίπαλό του κι ενώ μπορεί να επιβληθεί, τον νικάει και με την μεγαλοψυχία του, του φέρεται μ᾽ επιείκεια και του προσφέρει όρους απροσδόκητα μετριοπαθείς. [4.19.3] Τότε ο αντίπαλος δεν αισθάνεται ότι υπέκυψε στην βία και ότι πρέπει να εκδικηθεί, αλλά ότι πρέπει ν᾽ ανταποδώσει την γενναιοφροσύνη και είναι, έτσι, προθυμότερος —από ντροπή— να τηρήσει πιστά τα όσα συμφώνησε. [4.19.4] Οι άνθρωποι έχουν περισσότερο την τάση να φέρονται με τον τρόπο αυτόν προς τους μεγαλύτερους εχθρούς τους παρά προς εκείνους με τους οποίους έχουν μικρής σημασίας διαφορές. Είναι, άλλωστε, στην φύση των ανθρώπων να υποχωρούν πρόθυμα απέναντι σ᾽ εκείνους που είναι ενδοτικοί ενώ, αντίθετα, είναι πρόθυμοι να εξακολουθήσουν, με πείσμα, έστω κι έναν παράλογο αγώνα εναντίον εκείνων που είναι ανένδοτοι.
[4.20.1] »Τώρα, περισσότερο από κάθε άλλη περίσταση, έχομε συμφέρον και οι δύο να συμφιλιωθούμε προτού συμβεί καμιά ανεπανόρθωτη συμφορά που θα πρόσθετε στην πολιτική μας αντίθεση κι ένα άσβεστο πια προσωπικό μίσος που θα σας οδηγούσε στο να στερηθείτε τα όσα σήμερα σας προσφέρομε. [4.20.2] Ας συμβιβαστούμε όσο ο αγώνας δεν έχει ακόμα κριθεί, ενώ εσείς μπορείτε ν᾽ αποκτήσετε και δόξα και την φιλία μας, κι εμείς να επιτύχομε έναν ευπρεπή συμβιβασμό που θα τερμάτιζε τα παθήματά μας προτού εξευτελιστούμε. Ας προτιμήσομε, λοιπόν, την ειρήνη απ᾽ τον πόλεμο και ας αφήσομε τους άλλους Έλληνες να ησυχάσουν από τις συμφορές. Θα θεωρήσουν ότι σε σας, κυρίως, το χρωστούνε. Βρίσκονται σε πόλεμο χωρίς να ξέρουν καθαρά ποιός απ᾽ τους δυο μας τον άρχισε. Αν σταματήσει τώρα ο πόλεμος (και αυτό κυρίως από σας εξαρτάται), προς εσάς θα στραφεί η ευγνωμοσύνη. [4.20.3] Αν το αποφασίσετε, τότε θα είναι εξασφαλισμένη για σας η φιλία των Λακεδαιμονίων, αφού οι ίδιοι θα σας την έχουν προσφέρει και θα έχουν το συναίσθημα ότι τους χαριστήκατε και όχι ότι τους επιβληθήκατε. [4.20.4] Σκεφθείτε τα σπουδαία πλεονεκτήματα που είναι βέβαιο ότι θα προκύψουν και για μας και για σας. Αν εμείς και σεις συμφωνήσομε, ο υπόλοιπος ελληνικός κόσμος, του οποίου οι δυνάμεις είναι πολύ πιο μικρές από τις δικές μας, θα μας σέβεται εξαιρετικά και τους δύο».
[4.21.1] Οι Λακεδαιμόνιοι είπαν τόσα, επειδή νόμιζαν ότι οι Αθηναίοι, οι οποίοι πρωτύτερα είχαν επιζητήσει ειρήνη και δεν είχαν κατορθώσει να την επιτύχουν γιατί είχε αρνηθεί η Σπάρτη, θα δέχονταν τώρα με μεγάλη προθυμία την ειρήνη που τους πρόσφεραν και θα έδιναν πίσω τους στρατιώτες. [4.21.2] Οι Αθηναίοι, όμως, θεωρούσαν ότι όσο κρατούν τους στρατιώτες αποκλεισμένους στο νησί, θα μπορούν να επιβάλουν ειρήνη όποτε θελήσουν και γι᾽ αυτό προτιμούσαν να εκμεταλλευτούν την περίσταση όσο το δυνατόν πιο πολύ. [4.21.3] Περισσότερο από κάθε άλλον τούς εξώθησε σ᾽ αυτό ο Κλέων του Κλεαινέτου που, στα χρόνια εκείνα, είχε μεγάλη δύναμη στον λαό κι επηρέαζε τον κόσμο. Έπεισε τους Αθηναίους να δώσουν την ακόλουθη απόκριση. Πρώτ᾽ απ᾽ όλα να παραδοθούν με τα όπλα τους οι οπλίτες της Σφακτηρίας και να μεταφερθούν στην Αθήνα. Αφού φτάσουν, τότε οι Λακεδαιμόνιοι ν᾽ αποδώσουν την Νίκαια, τις Πηγές, την Τροιζήνα και την Αχαΐα. Τα μέρη αυτά δεν τα είχαν κατακτήσει με τον πόλεμο, άλλα τους τα είχαν παραχωρήσει με προγενέστερη συνθήκη οι Αθηναίοι, οι οποίοι είχαν πάθει τότε συμφορές και είχαν ανάγκη ειρήνης πολύ περισσότερο απ᾽ ό,τι τώρα. Τότε μόνο θα παραδίναν τους οπλίτες της Σφακτηρίας και θα έκαναν σπονδές για όσο καιρό θα συμφωνούσαν.
[4.22.1] Οι Λακεδαιμόνιοι δεν διατύπωσαν αντίρρηση σ᾽ αυτά, αλλά πρότειναν στους Αθηναίους να διορίσουν αντιπροσώπους, οι οποίοι να διαπραγματευτούν το καθένα από τα ζητήματα αυτά και να φτάσουν ήρεμα σε συμφωνία. [4.22.2] Αλλά ο Κλέων εναντιώθηκε βίαια στην πρόταση αυτή και είπε ότι απ᾽ την αρχή ήξερε πως οι Λακεδαιμόνιοι δεν είχαν κανέναν ειλικρινή σκοπό, αλλά ότι τώρα το πράγμα ήταν φανερό αφού οι πρέσβεις τους αρνιόνταν να μιλήσουν στον λαό, αλλά θέλουν να συζητήσουν με λίγους αντιπροσώπους. Αν πραγματικά είχαν ειλικρινείς σκοπούς, τους καλούσε να μιλήσουν μπροστά στον λαό. [4.22.3] Οι Λακεδαιμόνιοι, οι οποίοι εξαιτίας της συμφοράς τους είχαν ενδοτική διάθεση, έβλεπαν ότι ούτε οι ίδιοι μπορούσαν να μιλήσουν δημοσίᾳ για να μην εκτεθούν στους συμμάχους τους αν οι προτάσεις τους δεν γίνονταν δεκτές, ούτε τους Αθηναίους να πείσουν να δεχτούν όρους επιεικείς, κι έφυγαν άπρακτοι απ᾽ την Αθήνα.
[4.23.1] Με την επιστροφή τους έληξε αμέσως η ανακωχή της Πύλου και, κατά την συμφωνία, οι Λακεδαιμόνιοι ζήτησαν πίσω τα καράβια τους. Αλλά οι Αθηναίοι τους κατηγόρησαν ότι είχαν κάνει αιφνιδιασμό εναντίον του οχυρού και για άλλες ανάξιες λόγου ενέργειες, παρά τους όρους της ανακωχής. Αρνήθηκαν να τους αποδώσουν τα καράβια και ισχυρίστηκαν ότι, κατά την συμφωνία, η παραμικρή παραβίαση της ανακωχής σήμαινε την ακύρωση των όρων της. Οι Λακεδαιμόνιοι δεν δέχτηκαν τους ισχυρισμούς, διαμαρτυρήθηκαν για την παράνομη κατακράτηση του στόλου τους κι ετοιμάστηκαν για πόλεμο. [4.23.2] Άρχισαν εχθροπραξίες γύρω από την Πύλο και οι δύο αντίπαλοι πολεμούσαν μ᾽ όλη τους τη δύναμη. Οι Αθηναίοι περιπολούσαν αδιάκοπα όλη την ημέρα με δύο καράβια που έπλεαν το ένα σε αντίθετη κατεύθυνση από το άλλο και την νύχτα όλος ο στόλος φρουρούσε το νησί, εκτός από το μέρος που βλέπει στ᾽ ανοιχτά, όταν σηκωνόταν άνεμος. Είχαν έρθει από την Αθήνα είκοσι καράβια, ενίσχυση για τον αποκλεισμό, κι έτσι ο στόλος αριθμούσε εβδομήντα μονάδες. Οι Πελοποννήσιοι ήσαν στρατοπεδευμένοι στην στεριά κι έκαναν επιθέσεις εναντίον του οχυρού, παραμονεύοντας μην τύχει ευκαιρία να σώσουν τους αποκλεισμένους οπλίτες.