Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (4.26.1-4.28.5)

[4.26.1] Ἐν δὲ τῇ Πύλῳ ἔτι ἐπολιόρκουν τοὺς ἐν τῇ νήσῳ Λακεδαιμονίους οἱ Ἀθηναῖοι, καὶ τὸ ἐν τῇ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν. [4.26.2] ἐπίπονος δ᾽ ἦν τοῖς Ἀθηναίοις ἡ φυλακὴ σίτου τε ἀπορίᾳ καὶ ὕδατος· οὐ γὰρ ἦν κρήνη ὅτι μὴ μία ἐν αὐτῇ τῇ ἀκροπόλει τῆς Πύλου καὶ αὕτη οὐ μεγάλη, ἀλλὰ διαμώμενοι τὸν κάχληκα οἱ πλεῖστοι ἐπὶ τῇ θαλάσσῃ ἔπινον οἷον εἰκὸς ὕδωρ. [4.26.3] στενοχωρία τε ἐν ὀλίγῳ στρατοπεδευομένοις ἐγίγνετο, καὶ τῶν νεῶν οὐκ ἐχουσῶν ὅρμον αἱ μὲν σῖτον ἐν τῇ γῇ ᾑροῦντο κατὰ μέρος, αἱ δὲ μετέωροι ὥρμουν. [4.26.4] ἀθυμίαν τε πλείστην ὁ χρόνος παρεῖχε παρὰ λόγον ἐπιγιγνόμενος, οὓς ᾤοντο ἡμερῶν ὀλίγων ἐκπολιορκήσειν ἐν νήσῳ τε ἐρήμῃ καὶ ὕδατι ἁλμυρῷ χρωμένους. [4.26.5] αἴτιον δὲ ἦν οἱ Λακεδαιμόνιοι προειπόντες ἐς τὴν νῆσον ἐσάγειν σῖτόν τε τὸν βουλόμενον ἀληλεμένον καὶ οἶνον καὶ τυρὸν καὶ εἴ τι ἄλλο βρῶμα, οἷ᾽ ἂν ἐς πολιορκίαν ξυμφέρῃ, τάξαντες ἀργυρίου πολλοῦ καὶ τῶν Εἱλώτων τῷ ἐσαγαγόντι ἐλευθερίαν ὑπισχνούμενοι. [4.26.6] καὶ ἐσῆγον ἄλλοι τε παρακινδυνεύοντες καὶ μάλιστα οἱ Εἵλωτες, ἀπαίροντες ἀπὸ τῆς Πελοποννήσου ὁπόθεν τύχοιεν καὶ καταπλέοντες ἔτι νυκτὸς ἐς τὰ πρὸς τὸ πέλαγος τῆς νήσου. [4.26.7] μάλιστα δὲ ἐτήρουν ἀνέμῳ καταφέρεσθαι· ῥᾷον γὰρ τὴν φυλακὴν τῶν τριήρων ἐλάνθανον, ὁπότε πνεῦμα ἐκ πόντου εἴη· ἄπορον γὰρ ἐγίγνετο περιορμεῖν, τοῖς δὲ ἀφειδὴς ὁ κατάπλους καθειστήκει· ἐπώκελλον γὰρ τὰ πλοῖα τετιμημένα χρημάτων, καὶ οἱ ὁπλῖται περὶ τὰς κατάρσεις τῆς νήσου ἐφύλασσον. ὅσοι δὲ γαλήνῃ κινδυνεύσειαν, ἡλίσκοντο. [4.26.8] ἐσένεον δὲ καὶ κατὰ τὸν λιμένα κολυμβηταὶ ὕφυδροι, καλῳδίῳ ἐν ἀσκοῖς ἐφέλκοντες μήκωνα μεμελιτωμένην καὶ λίνου σπέρμα κεκομμένον· ὧν τὸ πρῶτον λανθανόντων φυλακαὶ ὕστερον ἐγένοντο. [4.26.9] παντί τε τρόπῳ ἑκάτεροι ἐτεχνῶντο οἱ μὲν ἐσπέμπειν τὰ σιτία, οἱ δὲ μὴ λανθάνειν σφᾶς.
[4.27.1] Ἐν δὲ ταῖς Ἀθήναις πυνθανόμενοι περὶ τῆς στρατιᾶς ὅτι ταλαιπωρεῖται καὶ σῖτος τοῖς ἐν τῇ νήσῳ ὅτι ἐσπλεῖ, ἠπόρουν καὶ ἐδεδοίκεσαν μὴ σφῶν χειμὼν τὴν φυλακὴν ἐπιλάβοι, ὁρῶντες τῶν τε ἐπιτηδείων τὴν περὶ τὴν Πελοπόννησον κομιδὴν ἀδύνατον ἐσομένην, ἅμα ἐν χωρίῳ ἐρήμῳ καὶ οὐδ᾽ ἐν θέρει οἷοί τε ὄντες ἱκανὰ περιπέμπειν, τόν τε ἔφορμον χωρίων ἀλιμένων ὄντων οὐκ ἐσόμενον, ἀλλ᾽ ἢ σφῶν ἀνέντων τὴν φυλακὴν περιγενήσεσθαι τοὺς ἄνδρας ἢ τοῖς πλοίοις ἃ τὸν σῖτον αὐτοῖς ἦγε χειμῶνα τηρήσαντας ἐκπλεύσεσθαι. [4.27.2] πάντων τε ἐφοβοῦντο μάλιστα τοὺς Λακεδαιμονίους, ὅτι ἔχοντάς τι ἰσχυρὸν αὐτοὺς ἐνόμιζον οὐκέτι σφίσιν ἐπικηρυκεύεσθαι· καὶ μετεμέλοντο τὰς σπονδὰς οὐ δεξάμενοι. [4.27.3] Κλέων δὲ γνοὺς αὐτῶν τὴν ἐς αὑτὸν ὑποψίαν περὶ τῆς κωλύμης τῆς ξυμβάσεως οὐ τἀληθῆ ἔφη λέγειν τοὺς ἐξαγγέλλοντας. παραινούντων δὲ τῶν ἀφιγμένων, εἰ μὴ σφίσι πιστεύουσι, κατασκόπους τινὰς πέμψαι, ᾑρέθη κατάσκοπος αὐτὸς μετὰ Θεαγένους ὑπὸ Ἀθηναίων. [4.27.4] καὶ γνοὺς ὅτι ἀναγκασθήσεται ἢ ταὐτὰ λέγειν οἷς διέβαλλεν ἢ τἀναντία εἰπὼν ψευδὴς φανήσεσθαι, παρῄνει τοῖς Ἀθηναίοις, ὁρῶν αὐτοὺς καὶ ὡρμημένους τι τὸ πλέον τῇ γνώμῃ στρατεύειν, ὡς χρὴ κατασκόπους μὲν μὴ πέμπειν μηδὲ διαμέλλειν καιρὸν παριέντας, εἰ δὲ δοκεῖ αὐτοῖς ἀληθῆ εἶναι τὰ ἀγγελλόμενα, πλεῖν ἐπὶ τοὺς ἄνδρας. [4.27.5] καὶ ἐς Νικίαν τὸν Νικηράτου στρατηγὸν ὄντα ἀπεσήμαινεν, ἐχθρὸς ὢν καὶ ἐπιτιμῶν, ῥᾴδιον εἶναι παρασκευῇ, εἰ ἄνδρες εἶεν οἱ στρατηγοί, πλεύσαντας λαβεῖν τοὺς ἐν τῇ νήσῳ, καὶ αὐτός γ᾽ ἄν, εἰ ἦρχε, ποιῆσαι τοῦτο. [4.28.1] ὁ δὲ Νικίας τῶν τε Ἀθηναίων τι ὑποθορυβησάντων ἐς τὸν Κλέωνα, ὅτι οὐ καὶ νῦν πλεῖ, εἰ ῥᾴδιόν γε αὐτῷ φαίνεται, καὶ ἅμα ὁρῶν αὐτὸν ἐπιτιμῶντα, ἐκέλευεν ἥντινα βούλεται δύναμιν λαβόντα τὸ ἐπὶ σφᾶς εἶναι ἐπιχειρεῖν. [4.28.2] ὁ δὲ τὸ μὲν πρῶτον οἰόμενος αὐτὸν λόγῳ μόνον ἀφιέναι ἑτοῖμος ἦν, γνοὺς δὲ τῷ ὄντι παραδωσείοντα ἀνεχώρει καὶ οὐκ ἔφη αὐτὸς ἀλλ᾽ ἐκεῖνον στρατηγεῖν, δεδιὼς ἤδη καὶ οὐκ ἂν οἰόμενός οἱ αὐτὸν τολμῆσαι ὑποχωρῆσαι. [4.28.3] αὖθις δὲ ὁ Νικίας ἐκέλευε καὶ ἐξίστατο τῆς ἐπὶ Πύλῳ ἀρχῆς καὶ μάρτυρας τοὺς Ἀθηναίους ἐποιεῖτο. οἱ δέ, οἷον ὄχλος φιλεῖ ποιεῖν, ὅσῳ μᾶλλον ὁ Κλέων ὑπέφευγε τὸν πλοῦν καὶ ἐξανεχώρει τὰ εἰρημένα, τόσῳ ἐπεκελεύοντο τῷ Νικίᾳ παραδιδόναι τὴν ἀρχὴν καὶ ἐκείνῳ ἐπεβόων πλεῖν. [4.28.4] ὥστε οὐκ ἔχων ὅπως τῶν εἰρημένων ἔτι ἐξαπαλλαγῇ, ὑφίσταται τὸν πλοῦν, καὶ παρελθὼν οὔτε φοβεῖσθαι ἔφη Λακεδαιμονίους πλεύσεσθαί τε λαβὼν ἐκ μὲν τῆς πόλεως οὐδένα, Λημνίους δὲ καὶ Ἰμβρίους τοὺς παρόντας καὶ πελταστὰς οἳ ἦσαν ἔκ τε Αἴνου βεβοηθηκότες καὶ ἄλλοθεν τοξότας τετρακοσίους· ταῦτα δὲ ἔχων ἔφη πρὸς τοῖς ἐν Πύλῳ στρατιώταις ἐντὸς ἡμερῶν εἴκοσιν ἢ ἄξειν Λακεδαιμονίους ζῶντας ἢ αὐτοῦ ἀποκτενεῖν. [4.28.5] τοῖς δὲ Ἀθηναίοις ἐνέπεσε μέν τι καὶ γέλωτος τῇ κουφολογίᾳ αὐτοῦ, ἀσμένοις δ᾽ ὅμως ἐγίγνετο τοῖς σώφροσι τῶν ἀνθρώπων, λογιζομένοις δυοῖν ἀγαθοῖν τοῦ ἑτέρου τεύξεσθαι, ἢ Κλέωνος ἀπαλλαγήσεσθαι, ὃ μᾶλλον ἤλπιζον, ἢ σφαλεῖσι γνώμης Λακεδαιμονίους σφίσι χειρώσεσθαι.

[4.26.1] Στην Πύλο οι Αθηναίοι είχαν πάντα αποκλεισμένους τους Λακεδαιμονίους της Σφακτηρίας, ενώ οι Πελοποννήσιοι έμεναν στο στρατόπεδό τους. [4.26.2] Ο αποκλεισμός ήταν δύσκολος για τους Αθηναίους επειδή τους έλειπε η τροφή και το νερό. Δεν υπήρχε παρά μόνο μια πηγή, μικρή κι αυτή, στην ακρόπολη της Πύλου. Οι περισσότεροι από τους στρατιώτες έσκαβαν μικρούς λάκκους στα χαλίκια της παραλίας κι έπιναν ό,τι νερό βρίσκαν. [4.26.3] Το στρατόπεδό τους ήταν μικρό και ο στρατός τους στοιβαγμένος, ενώ τα καράβια δεν είχαν πού ν᾽ αράξουν. Τα πληρώματα κατέβαιναν με την σειρά στην στεριά για να φάνε, ενώ τ᾽ άλλα καράβια έμεναν στ᾽ ανοιχτά. [4.26.4] Εκείνο όμως που τους αποθάρρυνε περισσότερο ήταν ότι ο αποκλεισμός διαρκούσε πολύ περισσότερο απ᾽ ό,τι περίμεναν, γιατί νόμιζαν ότι σε λίγες μέρες μέσα, θ᾽ ανάγκαζαν τους εχθρούς να παραδοθούν αφού ήσαν σε νησί έρημο κι έπιναν αρμυρό νερό. [4.26.5] Ο λόγος ήταν ότι οι Λακεδαιμόνιοι είχαν προκηρύξει ότι θα έπαιρνε μεγάλη αμοιβή όποιος κατόρθωνε να μεταφέρει στο νησί αλεύρι, κρασί, τυρί κι οτιδήποτε άλλο τρόφιμο χρήσιμο για τους αποκλεισμένους. Είχαν υποσχεθεί την ελευθερία σε κάθε είλωτα που θα μετέφερε τρόφιμα. [4.26.6] Πολλοί το ριψοκινδύνευαν, και κυρίως οι είλωτες. Ξεκινούσαν από όποιο σημείο τύχαινε της πελοποννησιακής ακτής και, λίγο πριν ξημερώσει, πήγαιναν στο νησί, στην πλευρά που βλέπει στ᾽ ανοιχτά. [4.26.7] Τις περισσότερες φορές περίμεναν να σηκωθεί άνεμος για να ξεκινήσουν και τούτο επειδή τότε μπορούσαν να ξεφύγουν πιο εύκολα από την επιτήρηση των καραβιών, όταν φυσούσε άνεμος από το πέλαγος και εμπόδιζε τον στόλο να φρουρεί γύρω γύρω το νησί. Πήγαιναν στο νησί αψηφώντας την ζημιά που θα πάθαιναν τα πλεούμενά τους —προτού ξεκινήσουν συμφωνούσαν για την αποζημίωση— κι έριχναν έξω τις βάρκες τους στις ακτές του νησιού, στα σημεία όπου μπορούσαν να ξεφορτώσουν, όπου τους περίμεναν οπλίτες για να τους προστατεύουν. Όσοι προσπάθησαν να περάσουν με γαλήνη, πιάστηκαν αιχμάλωτοι. [4.26.8] Από το λιμάνι πήγαιναν στο νησί δύτες κολυμπώντας κάτω από το νερό, σέρνοντας πίσω τους, δεμένα με σκοινί, ασκιά γεμάτα σπόρο παπαρούνας ανακατεμένο με μέλι ή κοπανισμένο λιναρόσπορο. Στην αρχή οι δύτες περνούσαν απαρατήρητοι, αλλά αργότερα οι Αθηναίοι πήραν τα μέτρα τους. [4.26.9] Και οι δύο αντίπαλοι επινοούσαν κάθε είδους τέχνασμα, οι Σπαρτιάτες για να στείλουν τρόφιμα στο νησί, οι Αθηναίοι για να μην αφήνουν να τους ξεφύγει τίποτε.
[4.27.1] Όταν πληροφορήθηκαν, στην Αθήνα, ότι το εκστρατευτικό σώμα ταλαιπωρείται και ότι πάνε τρόφιμα στο νησί, άρχισαν ν᾽ ανησυχούν και φοβήθηκαν μην τους προλάβει ο χειμώνας ενώ ακόμα θα πολιορκούν την Σφακτηρία. Έβλεπαν ότι θα ήταν αδύνατον να στείλουν ανεφοδιασμό περιπλέοντας την Πελοπόννησο. Έλειπαν τα πάντα από την Πύλο. Ακόμα και το καλοκαίρι δεν μπορούσαν να στέλνουν όσον ανεφοδιασμό χρειαζόταν. Δεν θα τους ήταν δυνατόν να διατηρήσουν αποτελεσματικό αποκλεισμό, αφού το μέρος ήταν αλίμενο, και, είτε θα σήκωναν την πολιορκία —και τότε θα ήταν θρίαμβος για τους αποκλεισμένους— είτε οι οπλίτες της Σφακτηρίας θα διαφεύγαν με τα πλεούμενα που τους πήγαιναν τα τρόφιμα, παραφυλάγοντας καμιά θαλασσοταραχή. [4.27.2] Εκείνο, όμως, που ανησυχούσε περισσότερο τους Αθηναίους ήταν το ότι οι Λακεδαιμόνιοι θα είχαν τώρα την πεποίθηση ότι θα επιτύχουν και δεν έκαναν πια καμιά πρόταση για ειρήνη και μετανοούσαν επειδή δεν είχαν δεχτεί τις προτάσεις τους. [4.27.3] Ο Κλέων κατάλαβε ότι η δυσαρέσκεια στρεφόταν εναντίον του επειδή είχε εμποδίσει την συνεννόηση και ισχυρίστηκε ότι αυτοί που έφερναν τις ειδήσεις από την Πύλο δεν λένε αλήθεια. Όταν οι αποσταλμένοι αποκρίθηκαν ότι, αν δεν τους πιστεύουν, τότε πρέπει να στείλουν ειδικούς αποσταλμένους επιτόπου, οι Αθηναίοι όρισαν τον ίδιο τον Κλέωνα και τον Θεαγένη. [4.27.4] Ο Κλέων κατάλαβε ότι θ᾽ αναγκαζόταν είτε να επιβεβαιώσει τα όσα έλεγαν εκείνοι τους οποίους είχε κατηγορήσει, είτε να βγει ψεύτης, λέγοντας τα αντίθετα. Έβλεπε ότι οι Αθηναίοι ήσαν πρόθυμοι να ενισχύσουν τον αποκλεισμό, στέλνοντας κι άλλες δυνάμεις, και τους είπε ότι δεν έπρεπε, για να μην χαθεί καιρός, να στείλουν αντιπροσώπους αλλά ότι, αφού πίστευαν ότι οι πληροφορίες είναι σωστές, έπρεπε να κάνουν επίθεση με τον στόλο εναντίον της Σφακτηρίας. [4.27.5] Δείχνοντας τον μισητό αντίπαλό του, τον Νικία του Νικηράτου που ήταν στρατηγός, κατηγόρησε τους στρατηγούς λέγοντας ότι, αν ήσαν άνδρες, έπρεπε να πάνε με την κατάλληλη προετοιμασία στην Σφακτηρία κι εύκολα θα αιχμαλώτιζαν τους Σπαρτιάτες. Αυτό θα έκανε ο ίδιος, είπε, αν ήταν στρατηγός.
[4.28.1] Οι Αθηναίοι άρχισαν τότε να θορυβούν εναντίον του Κλέωνος και τον ρωτούσαν γιατί δεν εκστρατεύει ο ίδιος, αφού βρίσκει το εγχείρημα τόσο εύκολο, και τότε ο Νικίας, τον οποίο είχε κατηγορήσει, του είπε ότι, όσο εξαρτάται από τους στρατηγούς, είναι πρόθυμοι να του δώσουν όσες δυνάμεις θέλει, και ν᾽ αναλάβει την επιχείρηση. [4.28.2] Ο Κλέων νόμισε, στην αρχή, ότι ο Νικίας δεν μιλούσε σοβαρά και είπε πως το δεχόταν, αλλά όταν κατάλαβε ότι ο αντίπαλός του ήταν έτοιμος να του παραδώσει την αρχηγία, προσπάθησε να υποχωρήσει, λέγοντας ότι δεν ήταν αυτός στρατηγός αλλά ο Νικίας. Είχε αρχίσει ν᾽ ανησυχεί γιατί δεν είχε ποτέ φανταστεί ότι ο Νικίας θα του παραχωρούσε την θέση του. [4.28.3] Αλλά ο Νικίας επέμεινε και, παίρνοντας τους Αθηναίους μάρτυρες, είπε πως παραιτείται απ᾽ την στρατηγία για την επιχείρηση της Πύλου. Και τότε, όπως συνηθίζει να κάνει ο όχλος, όσο προσπαθούσε ο Κλέων να αποφύγει την στρατηγία, ανακαλώντας τα όσα είχε πει, τόσο παρακινούσαν τον Νικία να του παραδώσει το αξίωμά του και φώναζαν του Κλέωνος να φύγει στην εκστρατεία. [4.28.4] Έτσι, μη έχοντας τρόπο να ξεφύγει από τα όσα ο ίδιος είχε πει, δέχτηκε να φύγει. Ανέβηκε στο βήμα και είπε ότι δεν τον φοβίζουν οι Λακεδαιμόνιοι και ότι θα φύγει χωρίς να πάρει ούτε έναν Αθηναίο στρατιώτη, αλλά μόνο τους οπλίτες από την Ίμβρο και την Λήμνο που ήσαν στην Αθήνα, τους πελταστές που είχαν έρθει ενίσχυση από τον Αίνο και τετρακόσιους τοξότες από άλλα μέρη. Με τις δυνάμεις αυτές, είπε, και με τον στρατό που βρισκόταν στην Πύλο, μέσα σε είκοσι μέρες ή θα έφερνε πίσω ζωντανούς τους Λακεδαιμονίους ή θα τους σκότωνε επιτόπου. [4.28.5] Τα φαντασμένα αυτά λόγια προκάλεσαν και μερικά γέλια. Οι φρονιμότεροι, όμως, ήσαν ικανοποιημένοι ότι ένα από τα δύο θα γινόταν οπωσδήποτε. Ή θα γλίτωναν από τον Κλέωνα —και αυτό θεωρούσαν πιθανότερο— ή αν διαψεύδονταν οι προβλέψεις τους, τότε θα αιχμαλώτιζαν τους Λακεδαιμονίους.