Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (4.91.1-4.92.7)

[4.91.1] Οἱ δὲ Βοιωτοὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις ξυνελέγοντο ἐς τὴν Τάναγραν· καὶ ἐπειδὴ ἀπὸ πασῶν τῶν πόλεων παρῆσαν καὶ ᾐσθάνοντο τοὺς Ἀθηναίους προχωροῦντας ἐπ᾽ οἴκου, τῶν ἄλλων βοιωταρχῶν, οἵ εἰσιν ἕνδεκα, οὐ ξυνεπαινούντων μάχεσθαι, ἐπειδὴ οὐκ ἐν τῇ Βοιωτίᾳ ἔτι εἰσί (μάλιστα γὰρ ἐν μεθορίοις τῆς Ὠρωπίας οἱ Ἀθηναῖοι ἦσαν, ὅτε ἔθεντο τὰ ὅπλα), Παγώνδας ὁ Αἰολάδου βοιωταρχῶν ἐκ Θηβῶν μετ᾽ Ἀριανθίδου τοῦ Λυσιμαχίδου καὶ ἡγεμονίας οὔσης αὐτοῦ βουλόμενος τὴν μάχην ποιῆσαι καὶ νομίζων ἄμεινον εἶναι κινδυνεῦσαι, προσκαλῶν ἑκάστους κατὰ λόχους, ὅπως μὴ ἁθρόοι ἐκλίποιεν τὰ ὅπλα, ἔπειθε τοὺς Βοιωτοὺς ἰέναι ἐπὶ τοὺς Ἀθηναίους καὶ τὸν ἀγῶνα ποιεῖσθαι, λέγων τοιάδε.
[4.92.1] «Χρῆν μέν, ὦ ἄνδρες Βοιωτοί, μηδ᾽ ἐς ἐπίνοιάν τινα ἡμῶν ἐλθεῖν τῶν ἀρχόντων ὡς οὐκ εἰκὸς Ἀθηναίοις, ἢν ἄρα μὴ ἐν τῇ Βοιωτίᾳ ἔτι καταλάβωμεν αὐτούς, διὰ μάχης ἐλθεῖν. τὴν γὰρ Βοιωτίαν ἐκ τῆς ὁμόρου ἐλθόντες τεῖχος ἐνοικοδομησάμενοι μέλλουσι φθείρειν, καὶ εἰσὶ δήπου πολέμιοι ἐν ᾧ τε ἂν χωρίῳ καταληφθῶσι καὶ ὅθεν ἐπελθόντες πολέμια ἔδρασαν. [4.92.2] νυνὶ δ᾽ εἴ τῳ καὶ ἀσφαλέστερον ἔδοξεν εἶναι, μεταγνώτω. οὐ γὰρ τὸ προμηθές, οἷς ἂν ἄλλος ἐπίῃ, περὶ τῆς σφετέρας ὁμοίως ἐνδέχεται λογισμὸν καὶ ὅστις τὰ μὲν ἑαυτοῦ ἔχει, τοῦ πλέονος δὲ ὀρεγόμενος ἑκών τινι ἐπέρχεται. [4.92.3] πάτριόν τε ὑμῖν στρατὸν ἀλλόφυλον ἐπελθόντα καὶ ἐν τῇ οἰκείᾳ καὶ ἐν τῇ τῶν πέλας ὁμοίως ἀμύνεσθαι. Ἀθηναίους δὲ καὶ προσέτι ὁμόρους ὄντας πολλῷ μάλιστα δεῖ. [4.92.4] πρός τε γὰρ τοὺς ἀστυγείτονας πᾶσι τὸ ἀντίπαλον καὶ ἐλεύθερον καθίσταται, καὶ πρὸς τούτους γε δή, οἳ καὶ μὴ τοὺς ἐγγύς, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄπωθεν πειρῶνται δουλοῦσθαι, πῶς οὐ χρὴ καὶ ἐπὶ τὸ ἔσχατον ἀγῶνος ἐλθεῖν (παράδειγμα δὲ ἔχομεν τούς τε ἀντιπέρας Εὐβοέας καὶ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος τὸ πολὺ ὡς αὐτοῖς διάκειται), καὶ γνῶναι ὅτι τοῖς μὲν ἄλλοις οἱ πλησιόχωροι περὶ γῆς ὅρων τὰς μάχας ποιοῦνται, ἡμῖν δὲ ἐς πᾶσαν, ἢν νικηθῶμεν, εἷς ὅρος οὐκ ἀντίλεκτος παγήσεται; ἐσελθόντες γὰρ βίᾳ τὰ ἡμέτερα ἕξουσιν. [4.92.5] τοσούτῳ ἐπικινδυνοτέραν ἑτέρων τὴν παροίκησιν τῶνδε ἔχομεν. εἰώθασί τε οἱ ἰσχύος που θράσει τοῖς πέλας, ὥσπερ Ἀθηναῖοι νῦν, ἐπιόντες τὸν μὲν ἡσυχάζοντα καὶ ἐν τῇ ἑαυτοῦ μόνον ἀμυνόμενον ἀδεέστερον ἐπιστρατεύειν, τὸν δὲ ἔξω ὅρων προαπαντῶντα καί, ἢν καιρὸς ᾖ, πολέμου ἄρχοντα ἧσσον ἑτοίμως κατέχειν. [4.92.6] πεῖραν δὲ ἔχομεν ἡμεῖς αὐτοῦ ἐς τούσδε· νικήσαντες γὰρ ἐν Κορωνείᾳ αὐτούς, ὅτε τὴν γῆν ἡμῶν στασιαζόντων κατέσχον, πολλὴν ἄδειαν τῇ Βοιωτίᾳ μέχρι τοῦδε κατεστήσαμεν. [4.92.7] ὧν χρὴ μνησθέντας ἡμᾶς τούς τε πρεσβυτέρους ὁμοιωθῆναι τοῖς πρὶν ἔργοις, τούς τε νεωτέρους πατέρων τῶν τότε ἀγαθῶν γενομένων παῖδας πειρᾶσθαι μὴ αἰσχῦναι τὰς προσηκούσας ἀρετάς, πιστεύσαντας δὲ τῷ θεῷ πρὸς ἡμῶν ἔσεσθαι, οὗ τὸ ἱερὸν ἀνόμως τειχίσαντες νέμονται, καὶ τοῖς ἱεροῖς ἃ ἡμῖν θυσαμένοις καλὰ φαίνεται, ὁμόσε χωρῆσαι τοῖσδε καὶ δεῖξαι ὅτι ὧν μὲν ἐφίενται πρὸς τοὺς μὴ ἀμυνομένους ἐπιόντες κτάσθων, οἷς δὲ γενναῖον τήν τε αὑτῶν αἰεὶ ἐλευθεροῦν μάχῃ καὶ τὴν ἄλλων μὴ δουλοῦσθαι ἀδίκως, ἀνανταγώνιστοι ἀπ᾽ αὐτῶν οὐκ ἀπίασιν.»

[4.91.1] Τις μέρες αυτές οι Βοιωτοί συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους στην Τανάγρα. Όταν έφτασαν μονάδες απ᾽ όλες τις πολιτείες και πληροφορήθηκαν ότι οι Αθηναίοι γύριζαν στην Αττική, ενώ οι περισσότεροι βοιωτάρχες —είναι έντεκα τον αριθμό— δεν ήσαν της γνώμης να δώσουν μάχη αφού οι Αθηναίοι δεν ήσαν πια σε βοιωτικό έδαφος (είχαν σταματήσει στην μεθόριο του Ωρωπού), ο Παγώνδας του Αιολάδου, που ήταν Θηβαίος βοιωτάρχης μαζί με τον Αριανθίδη του Λυσιμαχίδη, και είχε τότε σειρά να είναι αρχηγός του στρατού, πίστευε ότι έπρεπε να δοθεί μάχη, γιατί θεωρούσε ότι ήταν συμφέρον να τη ριψοκινδυνέψουν την στιγμή εκείνη. Κάλεσε με την σειρά όλους τους λόχους για να μην αφήνουν όλοι μαζί τα όπλα τους και, λέγοντας περίπου τα ακόλουθα, έπεισε τους Βοιωτούς να βαδίσουν εναντίον των Αθηναίων.
[4.92.1] «Βοιωτοί. Ούτε από τον νου μας δεν έπρεπε να περάσει, εμάς των αρχόντων, η ιδέα ότι δεν πρέπει να επιτεθούμε εναντίον των Αθηναίων αν δεν βρίσκονται στο έδαφός μας. Εκείνοι, γείτονές μας, πέρασαν τα σύνορα, ήρθαν κι έχτισαν τείχος σε βοιωτικό έδαφος, για να μας καταστρέψουν. Είναι, λοιπόν, εχθροί μας, όπου κι αν τους προφτάσομε, και ιδιαίτερα στο έδαφος απ᾽ όπου ξεκίνησαν για να δράσουν εναντίον μας. [4.92.2] Όποιος νόμιζε, λοιπόν, έως τώρα, ότι ήταν ασφαλέστερο να μην τους επιτεθούμε, ας αλλάξει γνώμη. Δεν πρέπει να υπολογίζουν τις πιθανότητες επιτυχίας εκείνοι που υφίστανται μιαν επίθεση στο έδαφός τους, αλλά εκείνοι οι οποίοι, έχοντας ασφαλισμένα τα όσα κατέχουν, επιθυμούν περισσότερα και ξεκινούν να επιτεθούν εναντίον άλλων. [4.92.3] Είναι, άλλωστε, παράδοση για σας να πολεμάτε τους ξένους που κάνουν επιδρομές είτε στην δική σας είτε στις γειτονικές περιοχές, και τούτο είναι ακόμα επιτακτικότερο εναντίον των Αθηναίων που συνορεύουν μαζί σας. [4.92.4] Εναντίον των γειτόνων μόνο η αντίσταση εξασφαλίζει την ελευθερία, και μάλιστα γειτόνων σαν κι αυτούς οι οποίοι προσπαθούν να υποδουλώσουν όχι μόνο τους κοντινούς τους γείτονες, αλλά και τις μακρινότερες πολιτείες. Πώς, λοιπόν, μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι δεν πρέπει να τους πολεμήσομε ώς τα έσχατα; Παράδειγμα για μας είναι το πώς κυβερνούν την αντικρινή Εύβοια και τα περισσότερα μέρη της υπόλοιπης Ελλάδας. Σκεφθείτε ότι, ενώ αλλού οι γείτονες πολεμούν μεταξύ τους για να πετύχουν μια διόρθωση συνόρων, για μας, αν νικηθούμε, ένα και μόνο αναμφισβήτητο πια σύνορο θα μας επιβληθεί. Θα μας πάρουν όλη μας την γη. Θα μπουν διά της βίας και θα μας τα πάρουν όλα. [4.92.5] Οι Αθηναίοι είναι, για μας, οι πιο επικίνδυνοι από τους γείτονές μας. Φυσικό είναι, εκείνοι που με το θράσος που τους δίνει η δύναμή τους, κάνουν αγώνα εναντίον των γειτόνων τους —όπως κάνουν τώρα οι Αθηναίοι— να εκστρατεύσουν πρόθυμα εναντίον εκείνων που μένουν αδρανείς και δεν βγαίνουν από τα σύνορά τους, ενώ δεν έχουν την ίδια προθυμία να εκστρατεύουν εναντίον εκείνων που και έξω από τα σύνορά τους πηγαίνουν να τους αντιμετωπίσουν και, πρώτοι, αν παρουσιαστεί ευκαιρία, αρχίζουν τον πόλεμο. [4.92.6] Έχομε αυτήν την πείρα μαζί τους. Από τότε που τους νικήσαμε στην Κορώνεια, την εποχή που εξαιτίας των εμφυλίων ταραχών είχαν καταλάβει την χώρα μας, εξασφαλίσαμε για την Βοιωτία απόλυτη ησυχία έως τώρα. [4.92.7] Αυτά ας θυμηθούμε. Και οι πιο ηλικιωμένοι από μας ας φάνουμε αντάξιοι των τότε κατορθωμάτων μας, ενώ οι πιο νέοι, οι γιοι εκείνων που έδειξαν, τότε, την αξία τους, ας προσπαθήσουν να μην ντροπιάσουν την αρετή αυτή. Πρέπει να είμαστε βέβαιοι ότι θα μας βοηθήσει ο Θεός του οποίου τον ιερό χώρο ετείχισαν άνομα και κατέχουν. Πρέπει να έχομε εμπιστοσύνη και στα σημάδια που έδειξαν οι θυσίες και να προελάσομε για να τους δείξομε ότι μπορούν, ίσως, να παίρνουν ό,τι θέλουν από εκείνους που δεν τους αντιστέκονται, αλλά ότι δεν θα φύγουν, χωρίς να πολεμήσουν, από την χώρα εκείνων που, γενναίοι, αγωνίζονται σ᾽ οποιαδήποτε περίπτωση για να ελευθερώσουν την γη τους και ποτέ δεν εκστρατεύουν άδικα για να υποδουλώσουν ξένη χώρα».