Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (1.188.1-1.191.6)

[1.188.1] Ὁ δὲ δὴ Κῦρος ἐπὶ ταύτης τῆς γυναικὸς τὸν παῖδα ἐστρατεύετο, ἔχοντά τε τοῦ πατρὸς τοῦ ἑωυτοῦ τοὔνομα Λαβυνήτου καὶ τὴν Ἀσσυρίων ἀρχήν. στρατεύεται δὲ [δὴ] βασιλεὺς ὁ μέγας καὶ σιτίοισι εὖ ἐσκευασμένος ἐξ οἴκου καὶ προβάτοισι, καὶ δὴ καὶ ὕδωρ ἀπὸ τοῦ Χοάσπεω ποταμοῦ ἅμα ἄγεται τοῦ παρὰ Σοῦσα ῥέοντος, τοῦ μούνου πίνει βασιλεὺς καὶ ἄλλου οὐδενὸς ποταμοῦ. [1.188.2] τούτου δὲ τοῦ Χοάσπεω τοῦ ὕδατος ἀπεψημένου πολλαὶ κάρτα ἅμαξαι τετράκυκλοι ἡμιόνεαι κομίζουσαι ἐν ἀγγηίοισι ἀργυρέοισι ἕπονται ὅκῃ ἂν ἐλαύνῃ ἑκάστοτε. [1.189.1] ἐπείτε δὲ ὁ Κῦρος πορευόμενος ἐπὶ τὴν Βαβυλῶνα ἐγίνετο ἐπὶ Γύνδῃ ποταμῷ, τοῦ αἱ μὲν πηγαὶ ἐν Ματιηνοῖσι εἰσί, ῥέει δὲ διὰ Δαρδανέων, ἐκδιδοῖ δὲ ἐς ἕτερον ποταμὸν Τίγρην, ὁ δὲ παρὰ Ὦπιν πόλιν ῥέων ἐς τὴν Ἐρυθρὴν θάλασσαν ἐκδιδοῖ, τοῦτον δὴ τὸν Γύνδην ποταμὸν ὡς διαβαίνειν ἐπειρᾶτο ὁ Κῦρος ἐόντα νηυσιπέρητον, ἐνθαῦτά οἱ τῶν τις ἱρῶν ἵππων τῶν λευκῶν ὑπὸ ὕβριος ἐσβὰς ἐς τὸν ποταμὸν διαβαίνειν ἐπειρᾶτο, ὁ δέ μιν συμψήσας ὑποβρύχιον οἰχώκεε φέρων. [1.189.2] κάρτα τε δὴ ἐχαλέπαινε τῷ ποταμῷ ὁ Κῦρος τοῦτο ὑβρίσαντι καί οἱ ἐπηπείλησε οὕτω δή μιν ἀσθενέα ποιήσειν ὥστε τοῦ λοιποῦ καὶ γυναῖκάς μιν εὐπετέως τὸ γόνυ οὐ βρεχούσας διαβήσεσθαι. [1.189.3] μετὰ δὲ τὴν ἀπειλὴν μετεὶς τὴν ἐπὶ Βαβυλῶνα στράτευσιν διαίρεε τὴν στρατιὴν δίχα, διελὼν δὲ κατέτεινε σχοινοτενέας ὑποδέξας διώρυχας ὀγδώκοντα καὶ ἑκατὸν παρ᾽ ἑκάτερον τὸ χεῖλος τοῦ Γύνδεω τετραμμένας πάντα τρόπον, διατάξας δὲ τὸν στρατὸν ὀρύσσειν ἐκέλευε. [1.189.4] οἷα δὲ ὁμίλου πολλοῦ ἐργαζομένου ἤνετο μὲν τὸ ἔργον, ὅμως μέντοι τὴν θερείην πᾶσαν αὐτοῦ ταύτῃ διέτριψαν ἐργαζόμενοι. [1.190.1] ὡς δὲ τὸν Γύνδην ποταμὸν ἐτείσατο Κῦρος ἐς τριηκοσίας καὶ ἑξήκοντα διώρυχάς μιν διαλαβών, καὶ τὸ δεύτερον ἔαρ ὑπέλαμπε, οὕτω δὴ ἤλαυνε ἐπὶ τὴν Βαβυλῶνα. οἱ δὲ Βαβυλώνιοι ἐκστρατευσάμενοι ἔμενον αὐτόν. ἐπεὶ δὲ ἐγένετο ἐλαύνων ἀγχοῦ τῆς πόλιος, συνέβαλόν τε οἱ Βαβυλώνιοι καὶ ἑσσωθέντες τῇ μάχῃ κατειλήθησαν ἐς τὸ ἄστυ. [1.190.2] οἷα δὲ ἐξεπιστάμενοι ἔτι πρότερον τὸν Κῦρον οὐκ ἀτρεμίζοντα, ἀλλ᾽ ὁρέοντες αὐτὸν παντὶ ἔθνεϊ ὁμοίως ἐπιχειρέοντα, προεσάξαντο σιτία ἐτέων κάρτα πολλῶν. ἐνθαῦτα οὗτοι μὲν λόγον εἶχον τῆς πολιορκίης οὐδένα, Κῦρος δὲ ἀπορίῃσι ἐνείχετο ἅτε χρόνου τε ἐγγινομένου συχνοῦ ἀνωτέρω τε οὐδὲν τῶν πρηγμάτων προκοπτομένων. [1.191.1] εἴτε δὴ ὦν ἄλλος οἱ ἀπορέοντι ὑπεθήκατο, εἴτε καὶ αὐτὸς ἔμαθε τὸ ποιητέον οἱ ἦν, ἐποίεε δὴ τοιόνδε· [1.191.2] τάξας τὴν στρατιὴν ἅπασαν ἐξ ἐμβολῆς τοῦ ποταμοῦ, τῇ ἐς τὴν πόλιν ἐσβάλλει, καὶ ὄπισθε αὖτις τῆς πόλιος τάξας ἑτέρους, τῇ ἐξίει ἐκ τῆς πόλιος ὁ ποταμός, προεῖπε τῷ στρατῷ, ὅταν διαβατὸν τὸ ῥέεθρον ἴδωνται γενόμενον, ἐσιέναι ταύτῃ ἐς τὴν πόλιν. οὕτω τε δὴ τάξας καὶ κατὰ ταῦτα παραινέσας ἀπήλαυνε αὐτὸς σὺν τῷ ἀχρηίῳ τοῦ στρατοῦ. [1.191.3] ἀπικόμενος δὲ ἐπὶ τὴν λίμνην, τά περ ἡ τῶν Βαβυλωνίων βασίλεια ἐποίησε κατά τε τὸν ποταμὸν καὶ κατὰ τὴν λίμνην, ἐποίεε καὶ αὐτὸς ἕτερα τοιαῦτα· τὸν γὰρ ποταμὸν διώρυχι ἐσαγαγὼν ἐς τὴν λίμνην ἐοῦσαν ἕλος, τὸ ἀρχαῖον ῥέεθρον διαβατὸν εἶναι ἐποίησε ὑπονοστήσαντος τοῦ ποταμοῦ. [1.191.4] γενομένου δὲ τούτου τοιούτου οἱ Πέρσαι οἵ περ ἐτετάχατο ἐπ᾽ αὐτῷ τούτῳ κατὰ τὸ ῥέεθρον τοῦ Εὐφρήτεω ποταμοῦ ὑπονενοστηκότος ἀνδρὶ ὡς ἐς μέσον μηρὸν μάλιστά κῃ, κατὰ τοῦτο ἐσήισαν ἐς τὴν Βαβυλῶνα. [1.191.5] εἰ μέν νυν προεπύθοντο ἢ ἔμαθον οἱ Βαβυλώνιοι τὸ ἐκ τοῦ Κύρου ποιεύμενον, οἱ δ᾽ ἂν περιιδόντες τοὺς Πέρσας ἐσελθεῖν ἐς τὴν πόλιν διέφθειραν κάκιστα· κατακληίσαντες γὰρ ἂν πάσας τὰς ἐς τὸν ποταμὸν πυλίδας ἐχούσας καὶ αὐτοὶ ἐπὶ τὰς αἱμασιὰς ἀναβάντες τὰς παρὰ τὰ χείλεα τοῦ ποταμοῦ ἐληλαμένας, ἔλαβον ἄν σφεας ὡς ἐν κύρτῃ. [1.191.6] νῦν δὲ ἐξ ἀπροσδοκήτου σφι παρέστησαν οἱ Πέρσαι. ὑπὸ δὲ μεγάθεος τῆς πόλιος, ὡς λέγεται ὑπὸ τῶν ταύτῃ οἰκημένων, τῶν περὶ τὰ ἔσχατα τῆς πόλιος ἑαλωκότων τοὺς τὸ μέσον οἰκέοντας τῶν Βαβυλωνίων οὐ μανθάνειν ἑαλωκότας, ἀλλά (τυχεῖν γάρ σφι ἐοῦσαν ὁρτήν) χορεύειν τε τοῦτον τὸν χρόνον καὶ ἐν εὐπαθείῃσι εἶναι, ἐς ὃ δὴ καὶ τὸ κάρτα ἐπύθοντο. καὶ Βαβυλὼν μὲν οὕτω τότε πρῶτον ἀραίρητο.

[1.188.1] Ο Κύρος λοιπόν κίνησε με το στρατό του εναντίον του γιου αυτής της γυναίκας, που είχε το όνομα του πατέρα του και λεγόταν Λαβύνητος, και που τότε ήταν ο βασιλιάς των Ασσυρίων. Όταν εκστρατεύει ο μέγας βασιλεύς, είναι εφοδιασμένος από τη χώρα του με προμήθειες τροφίμων και με βοσκήματα, κι έχει μάλιστα μαζί του και νερό από τον ποταμό Χοάσπη, που τρέχει πλάι στα Σούσα και που μόνον από αυτόν πίνει νερό ο βασιλιάς κι από κανέναν άλλο ποταμό. [1.188.2] Το νερό του Χοάσπη, βρασμένο, το κουβαλούν μέσα σε δοχεία ασημένια, πάμπολλα αμάξια τετράκυκλα, που τα σέρνουν μουλάρια και που ακολουθούν όπου κι αν πάει ο βασιλιάς κάθε φορά.
[1.189.1] Όταν ο Κύρος, στην πορεία του για τη Βαβυλώνα, έφτασε στον ποταμό Γύνδη — του ποταμού αυτού οι πηγές βρίσκονται στα Ματιανά όρη, τρέχει ανάμεσα από τη χώρα των Δαρδανών, χύνεται σ᾽ έναν άλλο ποταμό, τον Τίγρητα, που με τη σειρά του τρέχοντας πλάι στην πόλη Ώπη χύνεται στην Ερυθρά θάλασσα· όταν λοιπόν ο Κύρος προσπαθούσε να περάσει το ποτάμι αυτό, τον Γύνδη δηλαδή που ήταν πλωτός, τότε ένα από τα ιερά του άσπρα άλογα μπαίνοντας αγέρωχα στο ποτάμι πάσχιζε να το διαβεί· μα τα νερά του ποταμού το κατάπιαν και το παρέσυραν στον βυθό κάτω. [1.189.2] Πολύ δυσανασχέτησε με το ποτάμι ο Κύρος γι᾽ αυτή του την αναίδεια, και το απείλησε πως τόσο αδύναμο θα το έκανε, ώστε στο μέλλον ώς και οι γυναίκες θα το περνούσαν εύκολα, δίχως να βρέχουνε το γόνα τους. [1.189.3] Ύστερα από αυτή του την απειλή, αφήνοντας κατά μέρος την εκστρατεία εναντίον της Βαβυλώνας, χώρισε το στρατό του σε δύο μέρη και τους παρέταξε σε δύο μακριές σειρές, δείχνοντάς τους πώς θα έπρεπε να ανοίξουν σε ευθείες γραμμές εκατόν ογδόντα κανάλια σε καθεμιά όχθη του ποταμού, στραμμένα προς όλες τις διευθύνσεις. Αφού λοιπόν μοίρασε το στρατό του, τους πρόσταξε να σκάβουν. [1.189.4] Επειδή τα χέρια που δούλευαν ήσαν πολλά, το έργο τέλεψε, όμως χρειάστηκε να περάσουν όλο το καλοκαίρι τους δουλεύοντας εκεί.
[1.190.1] Όταν ο Κύρος εκδικήθηκε έτσι τον ποταμό Γύνδη, κόβοντάς τον σε τριακόσια εξήντα κανάλια, και άρχισε για δεύτερη χρονιά να μυρίζει άνοιξη, τότε κινήθηκε εναντίον της Βαβυλώνας. Οι Βαβυλώνιοι από μέρους τους βγήκαν από την πόλη με το στρατό τους και τον περίμεναν. Κι όταν ο Κύρος προχωρώντας βρέθηκε κοντά στην πόλη, ήρθαν σε σύγκρουση μαζί του οι Βαβυλώνιοι, αλλά, νικημένοι στη μάχη που έγινε, τραβήχτηκαν μέσα στην πόλη τους. [1.190.2] Ήξεραν κιόλας από πριν καλά τον Κύρο πως δε θα ησύχαζε, αφού τον είχαν δει να χτυπά εξίσου κι όμοια κάθε λαό· γι᾽ αυτό κι είχαν από πρωτύτερα εφοδιασθεί με προμήθειες τροφίμων για πάρα πολλά χρόνια. Έτσι καθόλου δεν τους ένοιαζε αυτούς τότε για την πολιορκία, ενώ ο Κύρος βρισκόταν σε αμηχανία, αφού αρκετός καιρός είχε περάσει και τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου μπρος.
[1.191.1] Είτε λοιπόν βλέποντάς τον μες στην αμηχανία του κάποιος του το συμβούλευσε, είτε κι ο ίδιος συνέλαβε τί έπρεπε να κάνει, κάνει οπωσδήποτε το εξής: [1.191.2] Τοποθέτησε το πιο μεγάλο τμήμα του στρατού του στην είσοδο του ποταμού (εκεί που μπαίνει μέσα στην πόλη) κι άλλους πάλι στρατιώτες τους τοποθέτησε στο αντικρινό μέρος της πόλης (εκεί που ο ποταμός βγαίνει από την πόλη), και παράγγειλε από πριν σ᾽ όλους, μόλις δουν ότι το ρέμα του ποταμού τούς επιτρέπει, να το περάσουν, και να μπούνε μέσα στην πόλη μ᾽ αυτόν τον τρόπο. Αφού λοιπόν έτσι τοποθέτησε τους στρατιώτες του και τους έδωσε και τις οδηγίες που είπαμε, ο ίδιος μαζί με τους βοηθητικούς αποτραβήχτηκε. [1.191.3] Και φτάνοντας στη λίμνη, ακολούθησε το παράδειγμα της βασίλισσας των Βαβυλωνίων σ᾽ αυτά που έκανε κι εκείνη με τη λίμνη και τον ποταμό, και έκανε και ο ίδιος κάτι παρόμοιο: στρέφοντας δηλαδή μ᾽ ένα κανάλι τα νερά του ποταμού μέσα στη λίμνη που ήταν βάλτος, κατάφερε να καταστήσει το παλιό ρέμα διαβατό, αφού στο μεταξύ τα νερά του ποταμού είχαν αποτραβηχτεί. [1.191.4] Όταν το πράγμα έγινε όπως το ήθελε ο Κύρος, οι Πέρσες που είχαν οριστεί για το σκοπό αυτόν, ακολούθησαν το ρέμα του Ευφράτη, που στο μεταξύ τα νερά του είχαν τραβηχτεί έτσι που μόλις έφταναν στη μέση της γάμπας ενός στρατιώτη, και με τον τρόπο αυτόν μπήκαν στη Βαβυλώνα. [1.191.5] Αν το είχαν μάθει οι Βαβυλώνιοι ή το είχαν καταλάβει το σχέδιο του Κύρου, τότε θα άφηναν τους Πέρσες να μπουν στην πόλη τους και θα τους αφάνιζαν κακήν κακώς· γιατί θα έκλειναν όλες τις μικρές πύλες, αυτές που βγάζουν στο ποτάμι, οι ίδιοι θα ανέβαιναν πάνω στα τείχη που εκτείνονται κατά μήκος της μιας και της άλλης όχθης του ποταμού, και έτσι θα τους έπιαναν στη φάκα. [1.191.6] Τώρα όμως βγήκαν οι Πέρσες μπροστά τους από τα ανέλπιστα. Η πόλη τους είναι πολύ μεγάλη και, καταπώς λένε οι κάτοικοί της, την ώρα που οι άκρες της είχαν κυριευτεί από τον εχθρό, όσοι από τους Βαβυλωνίους έμεναν στο κέντρο δεν πήραν είδηση πως ήσαν παγιδευμένοι, αλλά —έτσι όπως έτυχε να έχουν γιορτή— την ώρα αυτή χόρευαν και γλεντούσαν, ώσπου πια το κατάλαβαν και το παρακατάλαβαν. Μ᾽ αυτόν τον τρόπο η Βαβυλώνα πάρθηκε για πρώτη φορά.