Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (1.65.1-1.68.6)

[1.65.1] Τοὺς μέν νυν Ἀθηναίους τοιαῦτα τὸν χρόνον τοῦτον ἐπυνθάνετο ὁ Κροῖσος κατέχοντα, τοὺς δὲ Λακεδαιμονίους ἐκ κακῶν τε μεγάλων πεφευγότας καὶ ἐόντας ἤδη τῷ πολέμῳ κατυπερτέρους Τεγεητέων. ἐπὶ γὰρ Λέοντος βασιλεύοντος καὶ Ἡγησικλέος ἐν Σπάρτῃ τοὺς ἄλλους πολέμους εὐτυχέοντες οἱ Λακεδαιμόνιοι πρὸς Τεγεήτας μούνους προσέπταιον. [1.65.2] τὸ δὲ ἔτι πρότερον τούτων καὶ κακονομώτατοι ἦσαν σχεδὸν πάντων Ἑλλήνων κατά τε σφέας αὐτοὺς καὶ ξείνοισι ἀπρόσμεικτοι. μετέβαλον δὲ ὧδε ἐς εὐνομίην· Λυκούργου τῶν Σπαρτιητέων δοκίμου ἀνδρὸς ἐλθόντος ἐς Δελφοὺς ἐπὶ τὸ χρηστήριον, ὡς ἐσήιε ἐς τὸ μέγαρον, ἰθὺς ἡ Πυθίη λέγει τάδε·
[1.65.3] ἥκεις, ὦ Λυκόοργε, ἐμὸν ποτὶ πίονα νηὸν
Ζηνὶ φίλος καὶ πᾶσιν Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχουσι.
δίζω ἤ σε θεὸν μαντεύσομαι ἢ ἄνθρωπον·
ἀλλ᾽ ἔτι καὶ μᾶλλον θεὸν ἔλπομαι, ὦ Λυκόοργε.
[1.65.4] οἱ μὲν δή τινες πρὸς τούτοισι λέγουσι καὶ φράσαι αὐτῷ τὴν Πυθίην τὸν νῦν κατεστεῶτα κόσμον Σπαρτιήτῃσι, ὡς δ᾽ αὐτοὶ Λακεδαιμόνιοι λέγουσι, Λυκοῦργον ἐπιτροπεύσαντα Λεωβώτεω, ἀδελφιδέου μὲν ἑωυτοῦ, βασιλεύοντος δὲ Σπαρτιητέων, ἐκ Κρήτης ἀγαγέσθαι ταῦτα. [1.65.5] ὡς γὰρ ἐπετρόπευσε τάχιστα, μετέστησε τὰ νόμιμα πάντα καὶ ἐφύλαξε ταῦτα μὴ παραβαίνειν. μετὰ δὲ τὰ ἐς πόλεμον ἔχοντα, ἐνωμοτίας καὶ τριηκάδας καὶ συσσίτια, πρός τε τούτοισι τοὺς ἐφόρους καὶ γέροντας ἔστησε Λυκοῦργος. [1.66.1] οὕτω μὲν μεταβαλόντες εὐνομήθησαν, τῷ δὲ Λυκούργῳ τελευτήσαντι ἱρὸν εἱσάμενοι σέβονται μεγάλως. οἷα δὲ ἔν τε χώρῃ ἀγαθῇ καὶ πλήθεϊ οὐκ ὀλίγων ἀνδρῶν, ἀνά τε ἔδραμον αὐτίκα καὶ εὐθενήθησαν. καὶ δή σφι οὐκέτι ἀπέχρα ἡσυχίην ἄγειν, ἀλλὰ καταφρονήσαντες Ἀρκάδων κρέσσονες εἶναι ἐχρηστηριάζοντο ἐν Δελφοῖσι ἐπὶ πάσῃ τῇ Ἀρκάδων χώρῃ. [1.66.2] ἡ δὲ Πυθίη σφι χρᾷ τάδε·
Ἀρκαδίην μ᾽ αἰτεῖς; Μέγα μ᾽ αἰτεῖς· οὔ τοι δώσω.
πολλοὶ ἐν Ἀρκαδίῃ βαλανηφάγοι ἄνδρες ἔασιν,
οἵ σ᾽ ἀποκωλύσουσιν. ἐγὼ δέ τοι οὔτι μεγαίρω.
δώσω τοι Τεγέην ποσσίκροτον ὀρχήσασθαι
καὶ καλὸν πεδίον σχοίνῳ διαμετρήσασθαι.
[1.66.3] ταῦτα ὡς ἀπενειχθέντα ἤκουσαν οἱ Λακεδαιμόνιοι, Αρκάδων μὲν τῶν ἄλλων ἀπείχοντο, οἱ δὲ πέδας φερόμενοι ἐπὶ Τεγεήτας ἐστρατεύοντο, χρησμῷ κιβδήλῳ πίσυνοι, ὡς δὴ ἐξανδραποδιούμενοι τοὺς Τεγεήτας. [1.66.4] ἑσσωθέντες δὲ τῇ συμβολῇ, ὅσοι αὐτῶν ἐζωγρήθησαν, πέδας τε ἔχοντες τὰς ἐφέροντο αὐτοὶ καὶ σχοίνῳ διαμετρησάμενοι τὸ πεδίον τὸ Τεγεητέων ἐργάζοντο. αἱ δὲ πέδαι αὗται ἐν τῇσι ἐδεδέατο ἔτι καὶ ἐς ἐμὲ ἦσαν σόαι ἐν Τεγέῃ, περὶ τὸν νηὸν τῆς Ἀλέης Ἀθηναίης κρεμάμεναι. [1.67.1] κατὰ μὲν δὴ τὸν πρότερον πόλεμον συνεχέως ἀεὶ κακῶς ἀέθλεον πρὸς τοὺς Τεγεήτας, κατὰ δὲ τὸν κατὰ Κροῖσον χρόνον καὶ τὴν Ἀναξανδρίδεώ τε καὶ Ἀρίστωνος βασιληίην ἐν Λακεδαίμονι ἤδη οἱ Σπαρτιῆται κατυπέρτεροι τῷ πολέμῳ ἐγεγόνεσαν, τρόπῳ τοιῷδε γενόμενοι. [1.67.2] ἐπειδὴ αἰεὶ τῷ πολέμῳ ἑσσοῦντο ὑπὸ Τεγεητέων, πέμψαντες θεοπρόπους ἐς Δελφοὺς ἐπειρώτων τίνα ἂν θεῶν ἱλασάμενοι κατύπερθε τῷ πολέμῳ Τεγεητέων γενοίατο. ἡ δὲ Πυθίη σφι ἔχρησε τὰ Ὀρέστεω τοῦ Ἀγαμέμνονος ὀστέα ἐπαγαγομένους. [1.67.3] ὡς δὲ ἀνευρεῖν οὐκ οἷοί τε ἐγίνοντο τὴν θήκην τοῦ Ὀρέστεω, ἔπεμπον αὖτις ἐς τὸν θεὸν ἐπειρησομένους τὸν χῶρον ἐν τῷ κέοιτο Ὀρέστης. εἰρωτῶσι δὲ ταῦτα τοῖσι θεοπρόποισι λέγει ἡ Πυθίη τάδε·
[1.67.4] ἔστι τις Ἀρκαδίης Τεγέη λευρῷ ἐνὶ χώρῳ,
ἔνθ᾽ ἄνεμοι πνείουσι δύω κρατερῆς ὑπ᾽ ἀνάγκης,
καὶ τύπος ἀντίτυπος, καὶ πῆμ᾽ ἐπὶ πήματι κεῖται.
ἔνθ᾽ Ἀγαμεμνονίδην κατέχει φυσίζοος αἶα·
τὸν σὺ κομισσάμενος Τεγέης ἐπιτάρροθος ἔσσῃ.
[1.67.5] ὡς δὲ καὶ ταῦτα ἤκουσαν οἱ Λακεδαιμόνιοι, ἀπεῖχον τῆς ἐξευρέσιος οὐδὲν ἔλασσον, πάντα διζήμενοι, ἐς οὗ δὴ Λίχης τῶν ἀγαθοεργῶν καλεομένων Σπαρτιητέων ἀνεῦρε. οἱ δὲ ἀγαθοεργοί εἰσι τῶν ἀστῶν, ἐξιόντες ἐκ τῶν ἱππέων αἰεὶ οἱ πρεσβύτατοι, πέντε ἔτεος ἑκάστου· τοὺς δεῖ τοῦτον τὸν ἐνιαυτόν, τὸν ἂν ἐξίωσι ἐκ τῶν ἱππέων, Σπαρτιητέων τῷ κοινῷ διαπεμπομένους μὴ ἐλινύειν ἄλλους ἄλλῃ. [1.68.1] τούτων ὦν τῶν ἀνδρῶν Λίχης ἀνεῦρε ἐν Τεγέῃ καὶ συντυχίῃ χρησάμενος καὶ σοφίῃ. ἐούσης γὰρ τοῦτον τὸν χρόνον ἐπιμειξίης πρὸς τοὺς Τεγεήτας ἐλθὼν ἐς χαλκήιον ἐθηεῖτο σίδηρον ἐξελαυνόμενον καὶ ἐν θώματι ἦν ὁρῶν τὸ ποιόμενον. [1.68.2] μαθὼν δέ μιν ὁ χαλκεὺς ἀποθωμάζοντα εἶπε παυσάμενος τοῦ ἔργου· Ἦ κου ἄν, ὦ ξεῖνε Λάκων, εἴ περ εἶδες τό περ ἐγώ, κάρτα ἂν ἐθώμαζες, ὅκου νῦν οὕτω τυγχάνεις θῶμα ποιεύμενος τὴν ἐργασίην τοῦ σιδήρου. [1.68.3] ἐγὼ γὰρ ἐν τῇδε θέλων [ἐν] τῇ αὐλῇ φρέαρ ποιήσασθαι, ὀρύσσων ἐπέτυχον σορῷ ἑπταπήχεϊ· ὑπὸ δὲ ἀπιστίης μὴ μὲν γενέσθαι μηδαμὰ μέζονας ἀνθρώπους τῶν νῦν ἄνοιξα αὐτὴν καὶ εἶδον τὸν νεκρὸν μήκεϊ ἴσον ἐόντα τῇ σορῷ. μετρήσας δὲ συνέχωσα ὀπίσω. ὁ μὲν δή οἱ ἔλεγε τά περ ὀπώπεε, ὁ δὲ ἐννώσας τὰ λεγόμενα συνεβάλλετο τὸν Ὀρέστεα κατὰ τὸ θεοπρόπιον τοῦτον εἶναι, τῇδε συμβαλλόμενος· [1.68.4] τοῦ χαλκέος δύο ὁρέων φύσας τοὺς ἀνέμους εὕρισκε ἐόντας, τὸν δὲ ἄκμονα καὶ τὴν σφῦραν τόν τε τύπον καὶ τὸν ἀντίτυπον, τὸν δὲ ἐξελαυνόμενον σίδηρον τὸ πῆμα ἐπὶ πήματι κείμενον, κατὰ τοιόνδε τι εἰκάζων, ὡς ἐπὶ κακῷ ἀνθρώπου σίδηρος ἀνεύρηται. [1.68.5] συμβαλόμενος δὲ ταῦτα καὶ ἀπελθὼν ἐς Σπάρτην ἔφραζε Λακεδαιμονίοισι πᾶν τὸ πρῆγμα. οἱ δὲ ἐκ λόγου πλαστοῦ ἐπενείκαντές οἱ αἰτίην ἐδίωξαν. ὁ δὲ ἀπικόμενος ἐς Τεγέην καὶ φράζων τὴν ἑωυτοῦ συμφορὴν πρὸς τὸν χαλκέα ἐμισθοῦτο παρ᾽ οὐκ ἐκδιδόντος τὴν αὐλήν. [1.68.6] χρόνῳ δὲ ὡς ἀνέγνωσε, ἐνοικίσθη, ἀνορύξας δὲ τὸν τάφον καὶ τὰ ὀστέα συλλέξας οἴχετο φέρων ἐς Σπάρτην. καὶ ἀπὸ τούτου τοῦ χρόνου, ὅκως πειρῴατο ἀλλήλων, πολλῷ κατυπέρτεροι τῷ πολέμῳ ἐγίνοντο οἱ Λακεδαιμόνιοι· ἤδη δέ σφι καὶ ἡ πολλὴ τῆς Πελοποννήσου ἦν κατεστραμμένη.

[1.65.1] Κάτω από τέτοιο καθεστώς πληροφορήθηκε ο Κροίσος ότι βρίσκονταν οι Αθηναίοι εκείνο τον καιρό· όσο για τους Λακεδαιμονίους, έμαθε ότι είχαν γλιτώσει από μεγάλες συμφορές και ότι στον πόλεμο που έκαναν με τους Τεγεάτες τούς είχαν πια νικήσει. Γιατί όταν βασίλευαν στη Σπάρτη ο Λέων και ο Ηγησικλής, οι Λακεδαιμόνιοι, ενώ στους άλλους τους πολέμους είχαν τύχη, με τους Τεγεάτες μόνον έχαναν. [1.65.2] Στα ακόμη παλιότερα χρόνια είχαν τους χειρότερους νόμους από όλους τους ανθρώπους και στα εσωτερικά τους ζητήματα — αλλά και με τους ξένους τούς έλειπε κάθε επαφή. Πέρασαν στην ευνομία με τον ακόλουθο τρόπο: Όταν ο Λυκούργος, άνθρωπος που τον υπολήπτονταν στη Σπάρτη, έφτασε στους Δελφούς για να ζητήσει χρησμό, μόλις πάτησε το πόδι του στο ναό, η Πυθία τού λέει τα εξής:
[1.65.3] Ήλθες Λυκούργε εις τον μεγαλοπρεπή μου ναόν
αγαπητός ων από τον Δία και από όλους τους κατοικούντας τα δώματα του Ολύμπου.
Απορώ τί να σ᾽ ονομάσω, θεόν ή άνθρωπον·
πλην καλύτερα στοχάζομαι να σ᾽ ονομάσω θεόν, ω Λυκούργε.
[1.65.4] Μερικοί λένε ότι έξω από αυτά η Πυθία τού ερμήνευσε και την έννομη τάξη που τώρα ισχύει στη Σπάρτη· όπως όμως λένε οι ίδιοι οι Λακεδαιμόνιοι, ο Λυκούργος την έφερε αυτή από την Κρήτη, όταν ήταν επίτροπος του Λεωβώτη, ανεψιού του και βασιλιά των Σπαρτιατών. [1.65.5] Λεν πως ευθύς ως έγινε επίτροπος, άλλαξε όλους τους νόμους και πήρε όλα τα αναγκαία μέτρα, για να μη γίνει καμιά παράβαση. Ύστερα σύστησε όσα έχουν σχέση με τον πόλεμο: ενωμοτίες, λόχους τριάντα ανδρών και κοινά συσσίτια· επιπλέον τους εφόρους και τους γέροντες τους έφερε ο Λυκούργος.
[1.66.1] Έτσι πέρασαν οι Σπαρτιάτες στην ευνομία και, όταν ο Λυκούργος πέθανε, του έστησαν ιερό και από τότε τον τιμούν ξεχωριστά. Καθώς η γη τους ήταν εύφορη και δεν τους έλειπαν οι πολλοί άνδρες, πήραν γρήγορα μπροστά και πρόκοψαν. Έτσι δεν τους έφτανε πια να ζούνε ήσυχα, αλλά μέσα στη βεβαιότητά τους ότι είναι πιο δυνατοί από τους Αρκάδες, ζητούσαν στους Δελφούς χρησμό για την υποταγή όλης της Αρκαδίας. [1.66.2] Και η Πυθία τούς χρησμοδοτεί τα εξής:
Την Αρκαδίαν με ζητείς; Μεγάλον πράγμα με ζητείς· δεν θα σε την δώσω·
διότι είναι πολλοί άνδρες εις την Αρκαδίαν βαλανοφάγοι,
οι οποίοι θα σε εμποδίσουν· εγώ όμως δεν σε φθονώ·
θα σε δώσω την Τεγέαν, όπου να ορχείσαι κτυπών τους πόδας σου εις την γην,
και πεδιάδα καλήν να την μοιρασθείς με σχοινίον.
[1.66.3] Όταν ήλθε ο χρησμός αυτός στη Σπάρτη και τον άκουσαν οι Λακεδαιμόνιοι, από τους άλλους Αρκάδες παραιτήθηκαν, αλλά παίρνοντας μαζί τους δεσμά, κίνησαν με το στρατό τους εναντίον των Τεγεατών, εμπιστευμένοι στον κίβδηλο χρησμό, με την ιδέα πως θα εξανδραποδίσουν τους Τεγεάτες. [1.66.4] Καθώς όμως νικήθηκαν στη μάχη, όσοι από αυτούς πιάστηκαν αιχμάλωτοι, σέρνοντας τις αλυσίδες που οι ίδιοι είχαν φέρει μαζί τους, δούλευαν τα χωράφια των Τεγεατών, αφού πρώτα τα χώρισαν μετρώντας τα με το σχοινί. Τα δεσμά αυτά, με τα οποία ήσαν δεμένοι, σώζονταν ακόμη και στα χρόνια μου στην Τεγέα, κρεμασμένα γύρω στο ναό της Αλέας Αθηνάς.
[1.67.1] Σ᾽ όλες τις μάχες ύστερα οι Λακεδαιμόνιοι συνεχώς και πάντα κακοτυχούσαν πολεμώντας με τους Τεγεάτες· όμως στα χρόνια του Κροίσου, όταν στη Σπάρτη βασίλευαν ο Αλεξανδρίδης και ο Αρίστων, κατόρθωσαν επιτέλους οι Σπαρτιάτες να νικήσουν στον πόλεμο — και το πράγμα έγινε έτσι: [1.67.2] Επειδή οι Τεγεάτες συνεχώς τους νικούσαν στον πόλεμο, έστειλαν ανθρώπους τους στους Δελφούς να ρωτήσουν ποιόν από τους θεούς αν εξευμένιζαν, θα κατόρθωναν να νικήσουν στον πόλεμο τους Τεγεάτες. Και η Πυθία χρησμοδότησε πως αν έφερναν τα οστά του Ορέστη, του γιου του Αγαμέμνονα. [1.67.3] Καθώς όμως δεν τους στάθηκε δυνατό να ανακαλύψουν τον τάφο του Ορέστη, έστειλαν πάλι προς τη θεά ανθρώπους τους να ρωτήσουν για το μέρος που ήταν θαμμένος ο Ορέστης. Και στην ερώτηση των αποσταλμένων τους δίνει η Πυθία την ακόλουθη απάντηση:
[1.67.4] Εις τόπον επίπεδον της Αρκαδίας είναι η πόλις Τεγέα.
Εις δε το μέρος όπου πνέουσι δύο άνεμοι προερχόμενοι από ισχυράν ανάγκην
και όπου γίνεται κτύπος αντίκτυπος, και βλάβη κείται επάνω βλάβης,
εκεί η φυσίζωος γη κατέχει τον Αγαμεμνονίδην.
Αυτόν εάν φέρεις εις τον τόπον σου, θα γένεις επικρατής της Τεγέας.
[1.67.5] Όμως και ύστερα από τον δεύτερο χρησμό οι Λακεδαιμόνιοι διόλου δεν επλησίαζαν σ᾽ αυτό που γύρευαν, κι ας έψαχναν παντού, έως ότου ο Λίχας, ένας από τους Σπαρτιάτες που ονομάζονται αγαθοεργοί, έκανε την ανακάλυψη. Οι αγαθοεργοί είναι πολίτες που βγαίνουν από την τάξη των ιππέων, κάθε φορά οι πρεσβύτεροι, πέντε κάθε χρόνο. Αυτοί έχουν χρέος, τη χρονιά που είναι να βγουν από την τάξη των ιππέων, να παίρνουν μέρος, δίχως διακοπή, καθένας και σε άλλη αποστολή, για τα κοινά πράγματα των Σπαρτιατών.
[1.68.1] Ένας λοιπόν από αυτούς κι ο Λίχας, έκανε την ανακάλυψη στην Τεγέα, βοηθημένος και από την τύχη κι από την εξυπνάδα του. Πράγματι καθώς την εποχή εκείνη οι σχέσεις με τους Τεγεάτες ήταν καλές, πήγε ο Λίχας σ᾽ ένα χαλκουργείο, παρακολουθούσε πώς σφυρηλατούσε ο χαλκιάς το σίδερο, και κοίταζε γεμάτος θαυμασμό αυτό που έβγαινε. [1.68.2] Παρατηρώντας ο χαλκιάς το σάστισμά του, σταμάτησε τη δουλειά του και είπε: «Αλήθεια, ξένε Σπαρτιάτη, αν ίσως είχες δει ό,τι και εγώ, θα ήταν ο θαυμασμός σου πράγματι μεγάλος, αφού τώρα έτσι σαστίζεις βλέποντας πώς δουλεύεται το σίδερο. [1.68.3] Γιατί εγώ θέλοντας να ανοίξω σ᾽ αυτήν εδώ την αυλή ένα πηγάδι, σκάβοντας έπεσα πάνω σ᾽ ένα κιβούρι επτά πήχεις μακρύ· επειδή αρνιόμουν να πιστέψω πως ποτέ έγιναν άνθρωποι πιο μακριοί από τους σημερινούς, το άνοιξα και είδα τον νεκρό να είναι το ίδιο μακρύς όσο και το κιβούρι. Τον μέτρησα κι ύστερα τον παράχωσα ξανά». Εκείνος λοιπόν του έλεγε αυτά που είχε δει, όμως ο Λίχας μπήκε καλά στο νόημα των λόγων του και έβγαλε το συμπέρασμα πως είναι ο Ορέστης ο νεκρός αυτός, σύμφωνα με το χρησμό — και νά πώς συνδύασε το πράγμα: [1.68.4] Βλέποντας τα δύο φυσερά του χαλκιά, έβρισκε ότι αυτά είναι οι άνεμοι, το αμόνι πάλι και το σφυρί πως είναι το χτύπημα και το αντιχτύπημα, στο σίδερο που σφυροκοπούσαν έβλεπε το ένα κακό πάνω στο άλλο, κάνοντας ένα παρόμοιο συλλογισμό· πως δηλαδή για συμφορά των ανθρώπων βρέθηκε το σίδερο. [1.68.5] Με αυτά τα συμπεράσματα γύρισε πίσω στη Σπάρτη, και εξήγησε στους Λακεδαιμόνιους όλη την υπόθεση. Αυτοί διατύπωσαν εναντίον του πλαστή κατηγορία και σκηνοθέτησαν την εξορία του. Και εκείνος, όταν έφτασε στην Τεγέα, διηγούνταν στο χαλκιά τη συμφορά του και επέμενε να του νοικιάσει την αυλή του, αλλά αυτός δεν του την έδινε. [1.68.6] Με τα πολλά όμως τον έπεισε, εγκαταστάθηκε εκεί και αφού ανέσκαψε τον τάφο, μάζεψε τα οστά, τα πήρε μαζί του και έφυγε για τη Σπάρτη. Από τότε και ύστερα κάθε φορά που έρχονταν σε σύγκρουση μεταξύ τους, νικούσαν πια εύκολα στον πόλεμο τους Τεγεάτες οι Λακεδαιμόνιοι· στο μεταξύ και το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου βρισκόταν κάτω από την εξουσία τους.