Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (1.174.1-1.176.3)

[1.174.1] Οἱ μέν νυν Κᾶρες οὐδὲν λαμπρὸν ἔργον ἀποδεξάμενοι ἐδουλώθησαν ὑπὸ Ἁρπάγου, οὔτε αὐτοὶ οἱ Κᾶρες ἀποδεξάμενοι οὐδὲν οὔτε ὅσοι Ἑλλήνων ταύτην τὴν χώρην οἰκέουσι. [1.174.2] οἰκέουσι δὲ καὶ ἄλλοι καὶ Λακεδαιμονίων ἄποικοι Κνίδιοι, ‹οἳ› τῆς χώρης τῆς σφετέρης τετραμμένης ἐς πόντον, τὸ δὴ Τριόπιον καλέεται, ἀργμένης δὲ ἐκ τῆς Χερσονήσου τῆς Βυβασσίης, ἐούσης τε πάσης τῆς Κνιδίης πλὴν ὀλίγης περιρρόου [1.174.3] (τὰ μὲν γὰρ αὐτῆς πρὸς βορῆν ἄνεμον ὁ Κεραμεικὸς κόλπος ἀπέργει, τὰ δὲ πρὸς νότον ἡ κατὰ Σύμην τε καὶ Ῥόδον θάλασσα), τὸ ὦν δὴ ὀλίγον τοῦτο, ἐὸν ὅσον τε ἐπὶ πέντε στάδια, ὤρυσσον οἱ Κνίδιοι ἐν ὅσῳ Ἅρπαγος τὴν Ἰωνίην κατεστρέφετο, βουλόμενοι νῆσον τὴν χώρην ποιῆσαι. ἐντὸς δὲ πᾶσά σφι ἐγίνετο· τῇ γὰρ ἡ Κνιδίη χώρη ἐς τὴν ἤπειρον τελευτᾷ, ταύτῃ ὁ ἰσθμός ἐστι τὸν ὤρυσσον. [1.174.4] καὶ δὴ πολλῇ χειρὶ ἐργαζομένων τῶν Κνιδίων, μᾶλλον γάρ τι καὶ θειότερον ἐφαίνοντο τιτρώσκεσθαι οἱ ἐργαζόμενοι τοῦ οἰκότος τά τε ἄλλα τοῦ σώματος καὶ μάλιστα τὰ περὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς θραυομένης τῆς πέτρης, ἔπεμπον ἐς Δελφοὺς θεοπρόπους ἐπειρησομένους τὸ ἀντίξοον. [1.174.5] ἡ δὲ Πυθίη σφι, ὡς αὐτοὶ Κνίδιοι λέγουσι, χρᾷ ἐν τριμέτρῳ τόνῳ τάδε·
Ἰσθμὸν δὲ μὴ πυργοῦτε μηδ᾽ ὀρύσσετε·
Ζεὺς γάρ κ᾽ ἔθηκε νῆσον, εἴ γ᾽ ἐβούλετο.
[1.174.6] Κνίδιοι μὲν ταῦτα τῆς Πυθίης χρησάσης τοῦ τε ὀρύγματος ἐπαύσαντο καὶ Ἁρπάγῳ ἐπιόντι σὺν τῷ στρατῷ ἀμαχητὶ σφέας αὐτοὺς παρέδοσαν. [1.175.1] ἦσαν δὲ Πηδασέες οἰκέοντες ὑπὲρ Ἁλικαρνησσοῦ μεσόγαιαν, τοῖσι ὅκως τι μέλλοι ἀνεπιτήδεον ἔσεσθαι, αὐτοῖσί τε καὶ τοῖσι περιοίκοισι, ἡ ἱερείη τῆς Ἀθηναίης πώγωνα μέγαν ἴσχει. τρίς σφι τοῦτο ἐγένετο. οὗτοι τῶν περὶ Καρίην ἀνδρῶν μοῦνοί τε ἀντέσχον χρόνον Ἁρπάγῳ καὶ πρήγματα παρέσχον πλεῖστα, ὄρος τειχίσαντες τῷ οὔνομά ἐστι Λίδη. [1.176.1] Πηδασέες μέν νυν χρόνῳ ἐξαιρέθησαν, Λύκιοι δέ, ὡς ἐς τὸ Ξάνθιον πεδίον ἤλασε ὁ Ἅρπαγος τὸν στρατόν, ἐπεξιόντες καὶ μαχόμενοι ὀλίγοι πρὸς πολλοὺς ἀρετὰς ἀπεδείκνυντο, ἑσσωθέντες δὲ καὶ κατειληθέντες ἐς τὸ ἄστυ συνήλισαν ἐς τὴν ἀκρόπολιν τάς τε γυναῖκας καὶ τὰ τέκνα καὶ τὰ χρήματα καὶ τοὺς οἰκέτας καὶ ἔπειτα ὑπῆψαν τὴν ἀκρόπολιν πᾶσαν ταύτην καίεσθαι. [1.176.2] ταῦτα δὲ ποιήσαντες καὶ συνομόσαντες ὅρκους δεινούς, ἐπεξελθόντες ἀπέθανον πάντες Ξάνθιοι μαχόμενοι. [1.176.3] τῶν δὲ νῦν Λυκίων φαμένων Ξανθίων εἶναι οἱ πολλοί, πλὴν ὀγδώκοντα ἱστιέων, εἰσὶ ἐπήλυδες· αἱ δὲ ὀγδώκοντα ἱστίαι αὗται ἔτυχον τηνικαῦτα ἐκδημέουσαι καὶ οὕτω περιεγένοντο. τὴν μὲν δὴ Ξάνθον οὕτως ἔσχε ὁ Ἅρπαγος, παραπλησίως δὲ καὶ τὴν Καῦνον ἔσχε· καὶ γὰρ οἱ Καύνιοι τοὺς Λυκίους ἐμιμήσαντο τὰ πλέω.

[1.174.1] Οι Κάρες υποδουλώθηκαν στον Άρπαγο, δίχως να πραγματοποιήσουν κανένα λαμπρό έργο· ούτε οι ίδιοι οι Κάρες έχουν να δείξουν κάτι παρόμοιο ούτε και όσοι Έλληνες μένουν στη χώρα αυτή. [1.174.2] Και μένουν ανάμεσα σ᾽ άλλους οι Κνίδιοι, άποικοι των Λακεδαιμονίων. Η χώρα τους προχωρεί μέσα στη θάλασσα —είναι το μέρος που ονομάζεται Τριόπιο— αρχίζοντας από τη χερσόνησο της Βυβασσίας· και όλη η Κνιδία περιβάλλεται από θάλασσα, έξω από ένα μικρό κομμάτι, [1.174.3] γιατί προς βορρά την κλείνει ο Κεραμεικός κόλπος, και προς νότο η θάλασσα της Σύμης και της Ρόδου. Αυτό λοιπόν το στενό κομμάτι, που το πλάτος του δεν ξεπερνά τα πέντε στάδια, άρχισαν οι Κνίδιοι να το σκάβουν, όσο ο Άρπαγος ήταν απασχολημένος με την υποταγή της Ιωνίας, θέλοντας να κάνουν τη χώρα τους νησί. Έτσι όλη η χώρα τους έμενε από την εδώ μεριά· γιατί, όπου τελειώνει και ενώνεται η χώρα των Κνιδίων με τη στεριά, εκεί βρισκόταν ο ισθμός που τον έσκαβαν, για να τον κάνουν διώρυγα. [1.174.4] Οι Κνίδιοι χρησιμοποιούσαν στη δουλειά αυτή πολλά χέρια· επειδή όμως, αντίθετα από κάθε πρόβλεψη και με παράξενο τρόπο, που έδειχνε παρέμβαση των θεών, πληγώνονταν όλο και περισσότεροι εργάτες από τα θραύσματα της πέτρας, και στα άλλα μέρη του σώματός των και κυρίως στα μάτια, γι᾽ αυτό έστειλαν ανθρώπους τους στους Δελφούς να ρωτήσουν γι᾽ αυτήν την αντιξοότητα. [1.174.5] Και η Πυθία —όπως οι ίδιοι οι Κνίδιοι λένε— τους δίνει τον ακόλουθο χρησμό σε τρίμετρα:
Μη πυργώνετε τον ισθμόν, μήτε σκάπτετε αυτόν,
διότι ο Ζευς ημπόρει να τον κάνει νήσον, εάν ήθελε.
[1.174.6] Οι Κνίδιοι, ύστερα από αυτόν τον χρησμό της Πυθίας, σταμάτησαν να σκάβουν τη διώρυγα και παραδόθηκαν στον Άρπαγο που ήρθε με το στρατό του, δίχως να δώσουν μάχη.
[1.175.1] Οι Πηδασείς κατοικούσαν πάνω από την Αλικαρνασσό και προς το εσωτερικό. Κάθε φορά, λένε, που μέλλει να τους τύχει κάτι δυσάρεστο (αυτών ή των γειτόνων τους), η ιέρεια της Αθηνάς βγάζει ένα μεγάλο γένι· τρεις φορές τούς συνέβη αυτό. Είναι οι μόνοι από τους κατοίκους της Καρίας που για αρκετό διάστημα πρόβαλαν αντίσταση στον Άρπαγο και του δημιουργούσαν πολύ μεγάλες δυσκολίες, οχυρώνοντας ένα βουνό που λέγεται Λίδη.
[1.176.1] Με τον καιρό υπέκυψαν και οι Πηδασείς. Οι Λύκιοι πάλι, μόλις είδαν τον Άρπαγο να εισβάλλει με το στρατό του στην πεδιάδα του Ξάνθου, βγήκανε από τα τείχη τους και πολεμώντας λίγοι με πολλούς έδειξαν ξεχωριστά δείγματα ανδρείας. Στο τέλος, νικημένοι πια και αποτραβηγμένοι μέσα στην πόλη τους, μάζεψαν στην ακρόπολη τα γυναικόπαιδα, τα πράγματά τους και τους δούλους, κι ύστερα έβαλαν φωτιά και άφησαν να καίγεται ολόκληρη η ακρόπολη. [1.176.2] Μετά από αυτή την πράξη τους δέθηκαν μεταξύ τους μ᾽ όρκους φρικτούς και κάνοντας έξοδο σκοτώθηκαν πολεμώντας όλοι οι Ξάνθιοι. [1.176.3] Όσο για τους Λυκίους που σήμερα ισχυρίζονται πως είναι Ξάνθιοι, οι πιο πολλοί τους, εκτός από ογδόντα οικογένειες, είναι πρόσφυγες· οι ογδόντα αυτές οικογένειες έτυχε τότε να βρίσκονται έξω από την πόλη και έτσι σώθηκαν. Την πόλη Ξάνθο λοιπόν μ᾽ αυτόν τον τρόπο την πήρε ο Άρπαγος, και με όμοιες συνθήκες πήρε και την Καύνο· γιατί και οι Καύνιοι ακολούθησαν σ᾽ όλα σχεδόν το παράδειγμα των Λυκίων.