Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (1.169.1-1.173.5)

[1.169.1] Οὗτοι μέν νυν Ἰώνων μοῦνοι τὴν δουλοσύνην οὐκ ἀνεχόμενοι ἐξέλιπον τὰς πατρίδας, οἱ δ᾽ ἄλλοι Ἴωνες, πλὴν Μιλησίων, διὰ μάχης μὲν ἀπίκοντο Ἁρπάγῳ κατά περ οἱ ἐκλιπόντες, καὶ ἄνδρες ἐγένοντο ἀγαθοὶ περὶ τῆς ἑωυτοῦ ἕκαστος μαχόμενοι· ἑσσωθέντες δὲ καὶ ἁλόντες ἔμενον κατὰ χώρην ἕκαστοι καὶ τὰ ἐπιτασσόμενα ἐπετέλεον. [1.169.2] Μιλήσιοι δέ, ὡς καὶ πρότερόν μοι εἴρηται, αὐτῷ Κύρῳ ὅρκιον ποιησάμενοι ἡσυχίην ἦγον. οὕτω δὴ τὸ δεύτερον Ἰωνίη ἐδεδούλωτο. ὡς δὲ τοὺς ἐν τῇ ἠπείρῳ Ἴωνας ἐχειρώσατο Ἅρπαγος, οἱ τὰς νήσους ἔχοντες Ἴωνες καταρρωδήσαντες ταῦτα σφέας αὐτοὺς ἔδοσαν Κύρῳ. [1.170.1] κεκακωμένων δὲ Ἰώνων καὶ συλλεγομένων οὐδὲν ἧσσον ἐς τὸ Πανιώνιον, πυνθάνομαι γνώμην Βίαντα ἄνδρα Πριηνέα ἀποδέξασθαι Ἴωσι χρησιμωτάτην, τῇ εἰ ἐπείθοντο, παρεῖχε ἄν σφι εὐδαιμονέειν Ἑλλήνων μάλιστα· [1.170.2] ὃς ἐκέλευε κοινῷ στόλῳ Ἴωνας ἀερθέντας πλέειν ἐς Σαρδὼ καὶ ἔπειτα πόλιν μίαν κτίζειν πάντων Ἰώνων, καὶ οὕτω ἀπαλλαχθέντας σφέας δουλοσύνης εὐδαιμονήσειν, νήσων τε ἁπασέων μεγίστην νεμομένους καὶ ἄρχοντας ἄλλων· μένουσι δέ σφι ἐν τῇ Ἰωνίῃ οὐκ ἔφη ἐνορᾶν ἐλευθερίην ἔτι ἐσομένην. [1.170.3] αὕτη μὲν Βίαντος τοῦ Πριηνέος γνώμη ἐπὶ διεφθαρμένοισι Ἴωσι γενομένη. χρηστὴ δὲ καὶ πρὶν ἢ διαφθαρῆναι Ἰωνίην Θαλέω ἀνδρὸς Μιλησίου ἐγένετο, τὸ ἀνέκαθεν γένος ἐόντος Φοίνικος, ὃς ἐκέλευε ἓν βουλευτήριον Ἴωνας ἐκτῆσθαι, τὸ δὲ εἶναι ἐν Τέῳ (Τέων γὰρ μέσον εἶναι Ἰωνίης), τὰς δὲ ἄλλας πόλις οἰκεομένας μηδὲν ἧσσον νομίζεσθαι κατά περ εἰ δῆμοι εἶεν.
[1.171.1] Οὗτοι μὲν δή σφι γνώμας τοιάσδε ἀπεδέξαντο. Ἅρπαγος δὲ καταστρεψάμενος Ἰωνίην ἐποιέετο στρατηίην ἐπὶ Κᾶρας καὶ Καυνίους καὶ Λυκίους, ἅμα ἀγόμενος καὶ Ἴωνας καὶ Αἰολέας. [1.171.2] εἰσὶ δὲ τούτων Κᾶρες μὲν ἀπιγμένοι ἐς τὴν ἤπειρον ἐκ τῶν νήσων· τὸ γὰρ παλαιὸν ἐόντες Μίνω κατήκοοι καὶ καλεόμενοι Λέλεγες εἶχον τὰς νήσους, φόρον μὲν οὐδένα ὑποτελέοντες, ὅσον καὶ ἐγὼ δυνατός εἰμι ‹ἐπὶ› μακρότατον ἐξικέσθαι ἀκοῇ, οἱ δέ, ὅκως Μίνως δέοιτο, ἐπλήρουν οἱ τὰς νέας. [1.171.3] ἅτε δὴ Μίνω τε κατεστραμμένου γῆν πολλὴν καὶ εὐτυχέοντος τῷ πολέμῳ τὸ Καρικὸν ἦν ἔθνος λογιμώτατον τῶν ἐθνέων ἁπάντων κατὰ τοῦτον ἅμα τὸν χρόνον μακρῷ μάλιστα. [1.171.4] καί σφι τριξὰ ἐξευρήματα ἐγένετο τοῖσι οἱ Ἕλληνες ἐχρήσαντο· καὶ γὰρ ἐπὶ τὰ κράνεα λόφους ἐπιδέεσθαι Κᾶρές εἰσι οἱ καταδέξαντες καὶ ἐπὶ τὰς ἀσπίδας τὰ σημήια ποιέεσθαι, καὶ ὄχανα ἀσπίσι οὗτοί εἰσι οἱ ποιησάμενοι πρῶτοι· τέως δὲ ἄνευ ὀχάνων ἐφόρεον τὰς ἀσπίδας πάντες οἵ περ ἐώθεσαν ἀσπίσι χρᾶσθαι, τελαμῶσι σκυτίνοισι οἰηκίζοντες, περὶ τοῖσι αὐχέσι τε καὶ τοῖσι ἀριστεροῖσι ὤμοισι περικείμενοι. [1.171.5] μετὰ δὲ τοὺς Κᾶρας χρόνῳ ὕστερον πολλῷ Δωριέες τε καὶ Ἴωνες ἐξανέστησαν ἐκ τῶν νήσων καὶ οὕτως ἐς τὴν ἤπειρον ἀπίκοντο. κατὰ μὲν δὴ Κᾶρας οὕτω Κρῆτες λέγουσι γενέσθαι· οὐ μέντοι αὐτοί γε ὁμολογέουσι τούτοισι οἱ Κᾶρες, ἀλλὰ νομίζουσι αὐτοὶ ἑωυτοὺς εἶναι αὐτόχθονας ἠπειρώτας καὶ τῷ οὐνόματι τῷ αὐτῷ αἰεὶ διαχρεωμένους τῷ περ νῦν. [1.171.6] ἀποδεικνῦσι δὲ ἐν Μυλάσοισι Διὸς Καρίου ἱρὸν ἀρχαῖον, τοῦ Μυσοῖσι μὲν καὶ Λυδοῖσι μέτεστι ὡς κασιγνήτοισι ἐοῦσι τοῖσι Καρσί· τὸν γὰρ Λυδὸν καὶ τὸν Μυσὸν λέγουσι εἶναι Καρὸς ἀδελφεούς. τούτοισι μὲν δὴ μέτεστι, ὅσοι δὲ ἐόντες ἄλλου ἔθνεος ὁμόγλωσσοι τοῖσι Καρσὶ ἐγένοντο, τούτοισι δὲ οὐ μέτα. [1.172.1] οἱ δὲ Καύνιοι αὐτόχθονες δοκέειν ἐμοί εἰσι, αὐτοὶ μέντοι ἐκ Κρήτης φασὶ εἶναι. προσκεχωρήκασι δὲ γλῶσσαν μὲν πρὸς τὸ Καρικὸν ἔθνος, ἢ οἱ Κᾶρες πρὸς τὸ Καυνικόν (τοῦτο γὰρ οὐκ ἔχω ἀτρεκέως διακρῖναι), νόμοισι δὲ χρέωνται κεχωρισμένοισι πολλὸν τῶν τε ἄλλων ἀνθρώπων καὶ Καρῶν· τοῖσι γὰρ κάλλιστόν ἐστι κατ᾽ ἡλικίην τε καὶ φιλότητα ἰλαδὸν συγγίνεσθαι ἐς πόσιν, καὶ ἀνδράσι καὶ γυναιξὶ καὶ παισί. [1.172.2] ἱδρυθέντων δέ σφι ἱρῶν ξεινικῶν μετέπειτα, ὥς σφι ἀπέδοξε (ἔδοξε δὲ τοῖσι πατρίοισι μοῦνον χρᾶσθαι θεοῖσι), ἐνδύντες τὰ ὅπλα ἅπαντες Καύνιοι ἡβηδόν, τύπτοντες δόρασι τὸν ἠέρα μέχρι οὔρων τῶν Καλυνδικῶν εἵποντο καὶ ἔφασαν ἐκβάλλειν τοὺς ξεινικοὺς θεούς. [1.173.1] καὶ οὗτοι μὲν τρόποισι τοιούτοισι χρέωνται, οἱ δὲ Λύκιοι ἐκ Κρήτης τὠρχαῖον γεγόνασι (τὴν γὰρ Κρήτην εἶχον τὸ παλαιὸν πᾶσαν βάρβαροι). [1.173.2] διενειχθέντων δὲ ἐν Κρήτῃ περὶ τῆς βασιληίης τῶν Εὐρώπης παίδων Σαρπηδόνος τε καὶ Μίνω, ὡς ἐπεκράτησε τῇ στάσι Μίνως, ἐξήλασε αὐτόν τε Σαρπηδόνα καὶ τοὺς στασιώτας αὐτοῦ· οἱ δὲ ἀπωσθέντες ἀπίκοντο τῆς Ἀσίης ἐς γῆν τὴν Μιλυάδα· τὴν γὰρ νῦν Λύκιοι νέμονται, αὕτη τὸ παλαιὸν ἦν Μιλυάς, οἱ δὲ Μιλύαι τότε Σόλυμοι ἐκαλέοντο. [1.173.3] τέως μὲν δὴ αὐτῶν Σαρπηδὼν ἦρχε, οἱ δὲ ἐκαλέοντο τό πέρ τε ἠνείκαντο οὔνομα καὶ νῦν ἔτι καλέονται ὑπὸ τῶν περιοίκων οἱ Λύκιοι, Τερμίλαι· ὡς δὲ ἐξ Ἀθηνέων Λύκος ὁ Πανδίονος, ἐξελασθεὶς καὶ οὗτος ὑπὸ τοῦ ἀδελφεοῦ Αἰγέος, ἀπίκετο ἐς τοὺς Τερμίλας παρὰ Σαρπηδόνα, οὕτω δὴ κατὰ τοῦ Λύκου τὴν ἐπωνυμίην Λύκιοι ἀνὰ χρόνον ἐκλήθησαν. [1.173.4] νόμοισι δὲ τὰ μὲν Κρητικοῖσι, τὰ δὲ Καρικοῖσι χρέωνται. ἓν δὲ τόδε ἴδιον νενομίκασι καὶ οὐδαμοῖσι ἄλλοισι συμφέρονται ἀνθρώπων· καλέουσι ἀπὸ τῶν μητέρων ἑωυτοὺς καὶ οὐκὶ ἀπὸ τῶν πατέρων. [1.173.5] εἰρομένου δὲ ἑτέρου τὸν πλησίον τίς εἴη, καταλέξει ἑωυτὸν μητρόθεν καὶ τῆς μητρὸς ἀνανεμέεται τὰς μητέρας. καὶ ἢν μέν γε γυνὴ ἀστὴ δούλῳ συνοικήσῃ, γενναῖα τὰ τέκνα νενόμισται· ἢν δὲ ἀνὴρ ἀστός, καὶ ὁ πρῶτος αὐτῶν, γυναῖκα ξείνην ἢ παλλακὴν ἔχῃ, ἄτιμα τὰ τέκνα γίνεται.

[1.169.1] Αυτοί που ώς τώρα αναφέραμε είναι οι μόνοι ανάμεσα στους Ίωνες, που επειδή δεν μπορούσαν να βαστάξουν τη δουλεία, άφησαν την πατρίδα τους· οι άλλοι Ίωνες, εκτός από τους Μιλησίους, πολέμησαν με τον Άρπαγο —με την ίδια τακτική, όπως και οι άλλοι που ξενιτεύτηκαν— και αναδείχτηκαν άνδρες γενναίοι, υπερασπίζοντας καθένας τον τόπο του· όταν όμως νικήθηκαν και οι πόλεις τους κυριεύτηκαν, έμειναν εκεί που ήταν ο καθένας τους και εκτελούσαν τις διαταγές που έπαιρναν. [1.169.2] Όσο για τους Μιλήσιους, όπως το είπα και προηγουμένως, ύστερα από τους όρκους που έκαναν με τον Κύρο, είχαν την ησυχία τους. Μ᾽ αυτόν τον τρόπο λοιπόν υποδουλώθηκε για δεύτερη φορά η Ιωνία. Κι όταν ο Άρπαγος έκανε υποχείριους τους Ίωνες της στεριάς, οι Ίωνες στα νησιά, τρομαγμένοι από το γεγονός αυτό, παραδόθηκαν από μόνοι τους στον Κύρο.
[1.170.1] Μ᾽ όλες ωστόσο τις συμφορές τους οι Ίωνες μαζεύονταν ακόμη στο Πανιώνιον· εκεί πληροφορούμαι ότι ο Βίας από την Πριήνη υπέδειξε στους Ίωνες μια λύση πολύ χρήσιμη, που αν ήθελαν να την ακούσουν, θα είχαν τη δυνατότητα να γίνουν οι πιο ευτυχισμένοι ανάμεσα στους Έλληνες. [1.170.2] Αυτός λοιπόν πρότεινε στους Ίωνες να συγκεντρώσουν τα καράβια τους και από κοινού να σηκωθούν και να πλεύσουν για τη Σαρδηνία, κι ύστερα εκεί να χτίσουν μόνο μια πόλη για όλους τους Ίωνες· έτσι μακριά από το να είναι δούλοι, θα ζουν ευτυχισμένοι έχοντας δικό τους το πιο μεγάλο νησί, και θα ορίζουν κι άλλους· αν όμως μείνουνε στην Ιωνία, είπε ότι δε βλέπει τρόπο για να αποχτήσουνε ξανά την ελευθερία τους. [1.170.3] Αυτή είναι η γνώμη του Βίαντα από την Πριήνη, που ακούστηκε όταν οι Ίωνες ήταν κιόλας υποδουλωμένοι. Μια άλλη καλή γνώμη —και μάλιστα πριν η Ιωνία καταστραφεί— στάθηκε του Θαλή από τη Μίλητο, που η ρίζα του κρατά από τη Φοινίκη: Αυτός συμβούλευσε τους Ίωνες να συστήσουν ένα κοινό βουλευτήριο που η έδρα του να είναι στη Τέω (αφού η Τέως βρίσκεται στη μέση της Ιωνίας), κι οι άλλες πόλεις, που δε θα πάψουνε βέβαια να κατοικούνται όπως και πριν, να θεωρούνται σαν να είναι δήμοι αυτής της έδρας.
[1.171.1] Τέτοιες συμβουλές έδωσαν στους Ίωνες αυτοί οι δύο. Ωστόσο ο Άρπαγος, αφού υπέταξε την Ιωνία, κινούσε τώρα το στρατό του για να χτυπήσει τους Κάρες, τους Καυνίους και τους Λυκίους, παίρνοντας μαζί του και Ίωνες και Αιολείς. [1.171.2] Από αυτούς που αναφέραμε οι Κάρες έφτασαν στη στεριά από τα νησιά· γιατί παλιότερα, όντας υπήκοοι του Μίνωα και με το όνομα Λέλεγες, έμεναν στα νησιά δίχως όμως να του πληρώσουν κανένα φόρο, όσο μπορώ να το εξακριβώσω αυτό ακολουθώντας την παράδοση· σ᾽ αντάλλαγμα, κάθε φορά που τους χρειαζόταν ο Μίνως, του έδιναν πληρώματα για τα καράβια του. [1.171.3] Καθώς ο Μίνως εξουσίαζε πολύν κόσμο κι είχε επιτυχίες στον πόλεμο, μαζί του και οι Κάρες το διάστημα αυτό και για πολλά χρόνια ήταν ένας λαός πολύ ξεχωριστός ανάμεσα σε όλους τους άλλους. [1.171.4] Αυτοί είναι που βρήκαν τρία πράγματα, που τα χρησιμοποίησαν και οι Έλληνες: το να προσδένουν δηλαδή οι Έλληνες στις περικεφαλαίες τους λοφία, είναι οι Κάρες που τους το έμαθαν· επίσης και το να βάζουν στην ασπίδα τους εμβλήματα· και γενικά αυτοί είναι οι πρώτοι που έκαναν ασπίδες με εσωτερική λαβή· γιατί παλιότερα σήκωναν την ασπίδα τους, όσοι συνήθιζαν να έχουν ασπίδα, όχι από μια τέτοια λαβή αλλά τη βόλευαν με δερμάτινα λουριά, που τα περνούσαν γύρω από το λαιμό τους και από τον αριστερό τους ώμο. [1.171.5] Ύστερα από πολλά χρόνια οι Δωριείς και οι Ίωνες ξεσήκωσαν τους Κάρες από τα νησιά, κι έτσι αυτοί έφτασαν στη στεριά. Έτσι λεν οι Κρήτες πως έχουν τα πράγματα σχετικά με τους Κάρες. Οι ίδιοι οι Κάρες δε συμφωνούν μαζί τους, παρά πιστεύουν για τον εαυτό τους πως είναι ντόπιοι στεριανοί κι ότι είχαν από πάντα αυτό το όνομα που έχουν και τώρα. [1.171.6] Φέρνουν για απόδειξη ένα αρχαίο ιερό του Καρίου Διός που βρίσκεται στα Μύλασσα, όπου συμμετείχαν και οι Μυσοί και οι Λυδοί, που ήσαν αδέλφια με τους Κάρες· γιατί λένε ο Λυδός και ο Μυσός είναι αδέλφια με τον Κάρα. Έτσι γι᾽ αυτούς το ιερό είναι ανοιχτό, ενώ όσοι, όντας από άλλη φύτρα, συμβαίνει να μιλούν την ίδια γλώσσα με τους Κάρες, δεν επιτρέπεται να μπουν εκεί.
[1.172.1] Οι Καύνιοι κατά τη γνώμη μου είναι ντόπιοι· οι ίδιοι όμως ισχυρίζονται ότι ήρθαν από την Κρήτη. Όσον αφορά τη γλώσσα τους, εξομοιώθηκαν με το καρικό έθνος ή οι Κάρες με το καυνικό (πάνω σ᾽ αυτό δεν είμαι σε θέση να μιλήσω με βεβαιότητα). Τα έθιμα που έχουν όμως είναι πολύ διαφορετικά κι από των άλλων ανθρώπων κι από τους Κάρες. Το πιο ωραίο γι᾽ αυτούς είναι να μαζεύονται παρέες παρέες, ανάλογα με την ηλικία και με τη φιλία που τους δένει, και να πίνουν — άνδρες, γυναίκες, παιδιά. [1.172.2] Επειδή κάποτε χτίσαν στον τόπο τους ξένα ιερά κι αργότερα άλλαξαν γνώμη (αποφάσισαν δηλαδή να κρατήσουν μόνον τους θεούς των πατέρων τους), φόρεσαν τα όπλα τους όλοι οι Καύνιοι που είχαν την κατάλληλη ηλικία, και χτυπώντας με τα δόρατά τους τον αέρα έφτασαν ώς τα σύνορα των Καλυνδέων — και ισχυρίζονται πως έτσι έδιωχναν τους ξένους θεούς.
[1.173.1] Τέτοια είναι τα έθιμα αυτών που είπαμε. Οι Λύκιοι κατάγονταν παλιά από την Κρήτη (γιατί την Κρήτη ολόκληρη, στα παλιά χρόνια την είχαν οι βάρβαροι). [1.173.2] Όταν όμως στην Κρήτη ξέσπασε φιλονικία ανάμεσα στα παιδιά της Ευρώπης, το Σαρπηδόνα και το Μίνωα, για το ποιός θα γίνει βασιλιάς, επειδή από τη φιλονικία νικητής βγήκε ο Μίνως, έδιωξε από εκεί το Σαρπηδόνα και τους επαναστάτες του· κι αυτοί κυνηγημένοι έφτασαν στο μέρος της Ασίας που λέγεται Μιλυάς. Γιατί το μέρος ακριβώς που τώρα κατοικούν οι Λύκιοι, αυτό παλιότερα ήταν η Μιλυάς, και οι Μιλύες ονομάζονταν τότε Σόλυμοι. [1.173.3] Όσο ήταν βασιλιάς τους ο Σαρπηδών, οι Λύκιοι ονομάζονταν με το όνομα που είχαν φέρει μαζί τους και που και τώρα το χρησιμοποιούν γι᾽ αυτούς οι γείτονές τους· λέγονταν Τερμίλες. Όταν όμως ήρθε από την Αθήνα ο Λύκος, ο γιος του Πανδίονος (εξορισμένος κι αυτός από τον αδελφό του Αιγέα) κι έμεινε στη χώρα των Τερμιλών κοντά στο Σαρπηδόνα, έτσι τότε, από το όνομα του Λύκου, με τον καιρό ονομάστηκαν Λύκιοι. [1.173.4] Τα έθιμα τους είναι εν μέρει κρητικά και εν μέρει καρικά· νά όμως μια τους συνήθεια, που είναι δική τους κι όπου δεν συμφωνούν με κανέναν από τους άλλους ανθρώπους: το επώνυμό τους το παίρνουν από τη μάνα τους κι όχι από τον πατέρα τους. [1.173.5] Κι αν κάποιος ρωτήσει τον πλησίον του ποιά η γενιά του, αυτός θα γενεαλογήσει τον εαυτό του από τη μάνα του και θα προχωρήσει στης μητέρας του τη μάνα κ.ο.κ. Κι αν μια γυναίκα ντόπια παντρευτεί έναν δούλο, τα παιδιά της θεωρείται ότι κρατούν την ευγενική τους καταγωγή. Αν όμως ένας ντόπιος άνδρας, κι ας είναι ο πρώτος από τους πολίτες, παντρευτεί μια ξένη ή μια παλλακή, τα παιδιά τους χάνουν τα πολιτικά τους δικαιώματα.