[7.49.1] Αυτή ήταν η θέση του Νικία που την υπεράσπιζε με πείσμα. Είχε καλά πληροφορηθεί για την κατάσταση των Συρακουσίων, ότι υπήρχε έλλειψη χρημάτων και ότι ήσαν πολλοί που επιθυμούσαν να νικήσει η Αθήνα, και του έστελναν μηνύματα για να μην λύσει την πολιορκία. Πίστευε ότι με τα καράβια, τώρα, θα είχε, όπως και πριν, την υπεροχή. [7.49.2] Αλλά ο Δημοσθένης ήταν απόλυτα αντίθετος στην παράταση της πολιορκίας. Αν έπρεπε να μην φύγουν χωρίς να προηγηθεί απόφαση των Αθηναίων και να μείνουν εκεί, έπρεπε να περιμένουν πηγαίνοντας είτε στην Θάψο είτε στην Κατάνη, από όπου ο στρατός τους θα έκανε επιδρομές, θα έπαιρνε τρόφιμα και θα έβλαπτε τον εχθρό. Το ναυτικό θα ναυμαχούσε σε ανοιχτή θάλασσα και όχι σε στενό χώρο που ευνοούσε τον αντίπαλο. Στην ευρυχωρία θα τους ήταν χρήσιμη η πείρα τους, επειδή δεν θα ήσαν αναγκασμένοι να κινούνται σε περιορισμένο μέρος. [7.49.3] Με μια λέξη είπε ότι δεν παραδεχόταν με κανένα τρόπο να μείνουν εκεί που ήσαν και ότι έπρεπε να φύγουν το γρηγορότερο απ᾽ εκεί χωρίς καμιά χρονοτριβή. Ο Ευρυμέδων υποστήριξε την ίδια άποψη. [7.49.4] Αλλά με την αντίθεση του Νικία δημιουργήθηκε ένας δισταγμός και μια αναβλητικότητα καθώς και η υποψία ότι, για να επιμένει τόσο ο Νικίας, κάτι ήξερε περισσότερο. Έτσι, λοιπόν, αργοπόρησαν οι Αθηναίοι κι έμειναν εκεί. [7.50.1] Ο Γύλιππος και ο Σικανός γύρισαν στις Συρακούσες. Ο Σικανός είχε αποτύχει στον Ακράγαντα επειδή, ενώ ήταν ακόμα στην Γέλα, το κόμμα που ήταν φιλικό προς τις Συρακούσες, είχε ανατραπεί. Ο Γύλιππος γύρισε με πολύν στρατό που είχε σηκώσει στην Σικελία και με οπλίτες που είχαν έρθει από την Πελοπόννησο με φορτηγά και είχαν φτάσει από την Λιβύη στον Σελινούντα. [7.50.2] Τους είχε ρίξει η κακοκαιρία στην Λιβύη όπου οι Κυρηναίοι τούς είχαν δώσει δύο καράβια και πλοηγούς. Ενώ παράπλεαν τις ακτές, συμμάχησαν με τους Ευεσπερίτες που τους πολιορκούσαν οι Λίβυες τους οποίους και νίκησαν. Από εκεί, παραπλέοντας τις ακτές, έφτασαν στην Νέα Πόλη, εμπορικό σταθμό των Καρχηδονίων, από όπου η απόσταση έως την Σικελία είναι η συντομότερη, δύο μέρες και μια νύχτα ταξίδι. Από εκεί πέρασαν στον Σελινούντα. [7.50.3] Μόλις έφτασαν οι ενισχύσεις αυτές, οι Συρακούσιοι ετοιμάζονταν να κάνουν πάλι διπλή επίθεση εναντίον των Αθηναίων και στην στεριά και στην θάλασσα. Οι Αθηναίοι στρατηγοί που έβλεπαν ότι ο εχθρός είχε πάρει ενισχύσεις και ότι η κατάστασή τους δεν καλυτέρευε —αντίθετα, γινόταν κάθε μέρα και πιο δύσκολη από κάθε άποψη και κυρίως εξαιτίας της κακής υγιεινής κατάστασης— μετανοούσαν που δεν είχαν φύγει. Καθώς ο Νικίας δεν ήταν πια τόσο πολύ αντίθετος και περιοριζόταν ν᾽ αξιώνει να μην γίνει φανερή ψηφοφορία, έδωσαν διαταγή όσο μπορούσαν πιο μυστικά, να ετοιμαστούν να σηκώσουν το στρατόπεδο και να φύγουν με τα καράβια, μόλις δοθεί το σύνθημα. [7.50.4] Είχαν όλα ετοιμαστεί κι έμελλαν να μπουν στα καράβια και να φύγουν, όταν έγινε έκλειψη της σελήνης. Ήταν πανσέληνος. Οι περισσότεροι Αθηναίοι το θεώρησαν κακό σημάδι και πίεζαν τους στρατηγούς ν᾽ αναβάλουν την αναχώρηση. Και ο Νικίας, που είχε μεγάλη κλίση στις μαντείες και στα παρόμοια, είπε ότι ούτε συζήτηση για αναχώρηση θα δεχόταν, προτού περάσουν, κατά τις εξηγήσεις που έδιναν οι μάντεις, τρεις φορές εννέα μέρες και ότι δεν θα κουνούσε απ᾽ εκεί. Αυτή ήταν η αιτία για την οποία οι Αθηναίοι καθυστέρησαν και έμειναν εκεί που ήσαν. |