Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (7.72.1-7.74.2)

[7.72.1] Γενομένης δ᾽ ἰσχυρᾶς τῆς ναυμαχίας καὶ πολλῶν νεῶν ἀμφοτέροις καὶ ἀνθρώπων ἀπολομένων οἱ Συρακόσιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι ἐπικρατήσαντες τά τε ναυάγια καὶ τοὺς νεκροὺς ἀνείλοντο, καὶ ἀποπλεύσαντες πρὸς τὴν πόλιν τροπαῖον ἔστησαν, [7.72.2] οἱ δ᾽ Ἀθηναῖοι ὑπὸ μεγέθους τῶν παρόντων κακῶν νεκρῶν μὲν πέρι ἢ ναυαγίων οὐδὲ ἐπενόουν αἰτῆσαι ἀναίρεσιν, τῆς δὲ νυκτὸς ἐβουλεύοντο εὐθὺς ἀναχωρεῖν. [7.72.3] Δημοσθένης δὲ Νικίᾳ προσελθὼν γνώμην ἐποιεῖτο πληρώσαντας ἔτι τὰς λοιπὰς τῶν νεῶν βιάσασθαι, ἢν δύνωνται, ἅμα ἕῳ τὸν ἔκπλουν, λέγων ὅτι πλείους ἔτι αἱ λοιπαί εἰσι νῆες χρήσιμαι σφίσιν ἢ τοῖς πολεμίοις· ἦσαν γὰρ τοῖς μὲν Ἀθηναίοις περίλοιποι ὡς ἑξήκοντα, τοῖς δ᾽ ἐναντίοις ἐλάσσους ἢ πεντήκοντα. [7.72.4] καὶ ξυγχωροῦντος Νικίου τῇ γνώμῃ καὶ βουλομένων πληροῦν αὐτῶν οἱ ναῦται οὐκ ἤθελον ἐσβαίνειν διὰ τὸ καταπεπλῆχθαί τε τῇ ἥσσῃ καὶ μὴ ἂν ἔτι οἴεσθαι κρατῆσαι.
[7.73.1] Καὶ οἱ μὲν ὡς κατὰ γῆν ἀναχωρήσοντες ἤδη ξύμπαντες τὴν γνώμην εἶχον, Ἑρμοκράτης δὲ ὁ Συρακόσιος ὑπονοήσας αὐτῶν τὴν διάνοιαν καὶ νομίσας δεινὸν εἶναι εἰ τοσαύτη στρατιὰ κατὰ γῆν ὑποχωρήσασα καὶ καθεζομένη ποι τῆς Σικελίας βουλήσεται αὖθις σφίσι τὸν πόλεμον ποιεῖσθαι, ἐσηγεῖται ἐλθὼν τοῖς ἐν τέλει οὖσιν ὡς οὐ χρεὼν ἀποχωρῆσαι τῆς νυκτὸς αὐτοὺς περιιδεῖν, λέγων ταῦτα ἃ καὶ αὐτῷ ἐδόκει, ἀλλὰ ἐξελθόντας ἤδη πάντας Συρακοσίους καὶ τοὺς ξυμμάχους τάς τε ὁδοὺς ἀποικοδομῆσαι καὶ τὰ στενόπορα τῶν χωρίων προδιαλαβόντας φυλάσσειν. [7.73.2] οἱ δὲ ξυνεγίγνωσκον μὲν καὶ αὐτοὶ οὐχ ἧσσον ταῦτα ἐκείνου, καὶ ἐδόκει ποιητέα εἶναι, τοὺς δὲ ἀνθρώπους ἄρτι ἀσμένους ἀπὸ ναυμαχίας τε μεγάλης ἀναπεπαυμένους καὶ ἅμα ἑορτῆς οὔσης (ἔτυχε γὰρ αὐτοῖς Ἡρακλεῖ ταύτην τὴν ἡμέραν θυσία οὖσα) οὐ δοκεῖν ἂν ῥᾳδίως ἐθελῆσαι ὑπακοῦσαι· ὑπὸ γὰρ τοῦ περιχαροῦς τῆς νίκης πρὸς πόσιν τετράφθαι τοὺς πολλοὺς ἐν τῇ ἑορτῇ, καὶ πάντα μᾶλλον ἐλπίζειν ἂν σφῶν πείθεσθαι αὐτοὺς ἢ ὅπλα λαβόντας ἐν τῷ παρόντι ἐξελθεῖν. [7.73.3] ὡς δὲ τοῖς ἄρχουσι ταῦτα λογιζομένοις ἐφαίνετο ἄπορα καὶ οὐκέτι ἔπειθεν αὐτοὺς ὁ Ἑρμοκράτης, αὐτὸς ἐπὶ τούτοις τάδε μηχανᾶται, δεδιὼς μὴ οἱ Ἀθηναῖοι καθ᾽ ἡσυχίαν προφθάσωσιν ἐν τῇ νυκτὶ διελθόντες τὰ χαλεπώτατα τῶν χωρίων. πέμπει τῶν ἑταίρων τινὰς τῶν ἑαυτοῦ μετὰ ἱππέων πρὸς τὸ τῶν Ἀθηναίων στρατόπεδον, ἡνίκα ξυνεσκόταζεν· οἳ προσελάσαντες ἐξ ὅσου τις ἔμελλεν ἀκούσεσθαι καὶ ἀνακαλεσάμενοί τινας ὡς ὄντες τῶν Ἀθηναίων ἐπιτήδειοι (ἦσαν γάρ τινες τῷ Νικίᾳ διάγγελοι τῶν ἔνδοθεν) ἐκέλευον φράζειν Νικίᾳ μὴ ἀπάγειν τῆς νυκτὸς τὸ στράτευμα ὡς Συρακοσίων τὰς ὁδοὺς φυλασσόντων, ἀλλὰ καθ᾽ ἡσυχίαν τῆς ἡμέρας παρασκευασάμενον ἀποχωρεῖν. [7.73.4] καὶ οἱ μὲν εἰπόντες ἀπῆλθον, καὶ οἱ ἀκούσαντες διήγγειλαν τοῖς στρατηγοῖς τῶν Ἀθηναίων· [7.74.1] οἱ δὲ πρὸς τὸ ἄγγελμα ἐπέσχον τὴν νύκτα, νομίσαντες οὐκ ἀπάτην εἶναι. καὶ ἐπειδὴ καὶ ὣς οὐκ εὐθὺς ὥρμησαν, ἔδοξεν αὐτοῖς καὶ τὴν ἐπιοῦσαν ἡμέραν περιμεῖναι, ὅπως ξυσκευάσαιντο ὡς ἐκ τῶν δυνατῶν οἱ στρατιῶται ὅτι χρησιμώτατα, καὶ τὰ μὲν ἄλλα πάντα καταλιπεῖν, ἀναλαβόντες δὲ αὐτὰ ὅσα περὶ τὸ σῶμα ἐς δίαιταν ὑπῆρχεν ἐπιτήδεια ἀφορμᾶσθαι. [7.74.2] Συρακόσιοι δὲ καὶ Γύλιππος τῷ μὲν πεζῷ προεξελθόντες τάς τε ὁδοὺς τὰς κατὰ τὴν χώραν, ᾗ εἰκὸς ἦν τοὺς Ἀθηναίους ἰέναι, ἀπεφάργνυσαν καὶ τῶν ῥείθρων καὶ [τῶν] ποταμῶν τὰς διαβάσεις ἐφύλασσον καὶ ἐς ὑποδοχὴν τοῦ στρατεύματος ὡς κωλύσοντες ᾗ ἐδόκει ἐτάσσοντο· ταῖς δὲ ναυσὶ προσπλεύσαντες τὰς ναῦς τῶν Ἀθηναίων ἀπὸ τοῦ αἰγιαλοῦ ἀφεῖλκον (ἐνέπρησαν δέ τινας ὀλίγας, ὥσπερ διενοήθησαν, αὐτοὶ οἱ Ἀθηναῖοι), τὰς δ᾽ ἄλλας καθ᾽ ἡσυχίαν οὐδενὸς κωλύοντος ὡς ἑκάστην ποι ἐκπεπτωκυῖαν ἀναδησάμενοι ἐκόμιζον ἐς τὴν πόλιν.

[7.72.1] Η ναυμαχία ήταν βιαιότατη και οι δυο αντίπαλοι έχασαν πολλά καράβια και πολλούς άνδρες. Οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοί τους, νικητές, σήκωσαν τα ναυάγιά τους και τους νεκρούς τους, επιστρέψαν στην πολιτεία και έστησαν τρόπαιο. [7.72.2] Οι Αθηναίοι, μπροστά στην έκταση της συμφοράς, ούτε σκέφθηκαν να ζητήσουν να σηκώσουν τους νεκρούς τους και τα ναυάγια και σχεδίαζαν να φύγουν αμέσως την ίδια νύχτα. [7.72.3] Ο Δημοσθένης πήγε και βρήκε τον Νικία και του πρότεινε να επιβιβαστούν σε όσα καράβια έμεναν και να δοκιμάσουν να εκβιάσουν την έξοδο του λιμανιού την αυγή. Είπε ότι οι Αθηναίοι είχαν, ακόμα, περισσότερα πλόιμα καράβια παρά ο εχθρός. Τα αθηναϊκά καράβια που είχαν απομείνει, ήσαν εξήντα και του εχθρού λιγότερα από πενήντα. [7.72.4] Ο Νικίας δέχτηκε την πρόταση και ήθελε να επιβιβαστούν, αλλά τα πληρώματα αρνήθηκαν να μπουν στα καράβια απ᾽ τον πανικό που τους είχε πιάσει κι απ᾽ την πεποίθηση ότι δεν μπορούσαν πια να νικήσουν. [7.73.1] Και τότε όλοι σκέπτονταν να φύγουν από στεριά.
Ο Συρακούσιος Ερμοκράτης υποπτεύθηκε το σχέδιό τους. Θεώρησε ότι θα ήταν τρομερό αν τόσος στρατός υποχωρούσε από στεριά και πήγαινε και στρατοπέδευε κάπου αλλού στην Σικελία, με σκοπό να εξακολουθήσει τον πόλεμο. Είπε στους άρχοντες, αναπτύσσοντας τα όσα σκεπτόταν ο ίδιος, ότι δεν έπρεπε ν᾽ αφήσουν τους Αθηναίους να φύγουν νύχτα και ότι έπρεπε αμέσως να βγουν όλοι οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι για ν᾽ αποκλείσουν τους δρόμους με τείχη και για να προλάβουν να πιάσουν τα στενά περάσματα. [7.73.2] Οι άρχοντες συμφωνούσαν απόλυτα μαζί του και ήσαν της γνώμης ότι έπρεπε αυτά να γίνουν, αλλά θεωρούσαν ότι οι στρατιώτες, που μόλις έβγαιναν με τόση χαρά από μεγάλη ναυμαχία και είχαν εορτή —έτυχε εκείνη την ημέρα να γίνεται θυσία στον Ηρακλή— δεν θα υπάκουαν εύκολα. Από την μεγάλη χαρά της νίκης, οι περισσότεροι το είχαν ρίξει στο κρασί, απάνω στην εορτή, και μπορούσε κανείς να περιμένει οτιδήποτε άλλο εκτός από το να πάρουν όπλα και να πολεμήσουν. [7.73.3] Οι άρχοντες τα σκέπτονταν αυτά, το πράγμα τούς φαινόταν αδύνατο και δεν μπορούσε να τους πείσει ο Ερμοκράτης, ο οποίος, από φόβο μήπως οι Αθηναίοι προλάβουν την νύχτα να περάσουν τα δυσκολότερα περάσματα, μηχανεύτηκε το εξής: καθώς βράδιαζε, έστειλε μερικούς προσωπικούς του φίλους, συνοδευόμενους από μερικούς ιππείς, κοντά στο αθηναϊκό στρατόπεδο. Πλησίασαν σε απόσταση που μπορούσαν ν᾽ ακουστούν και, λέγοντας ότι είναι φίλοι των Αθηναίων (ο Νικίας είχε πραγματικά μερικούς πράκτορες), είπαν σε μερικούς να διαβιβάσουν στον Νικία να μην φύγει την νύχτα με τον στρατό, επειδή οι Συρακούσιοι φρουρούν τις διαβάσεις, αλλά να ετοιμαστεί με την ησυχία του και να φύγει με την ημέρα. [7.73.4] Οι φίλοι του Ερμοκράτη τα είπαν κι έφυγαν, κι εκείνοι που τα άκουσαν τα διαβίβασαν στους Αθηναίους στρατηγούς.
[7.74.1] Αυτοί πίστεψαν το μήνυμα και δεν έφυγαν εκείνη την νύχτα, γιατί δεν σκέφτηκαν ότι ήταν τέχνασμα. Επειδή οπωσδήποτε, δεν έφυγαν αμέσως, θεώρησαν προτιμότερο να περιμένουν και ολόκληρη την άλλη μέρα, ώστε να μπορέσουν οι στρατιώτες να πάρουν μαζί τους ό,τι ήταν πιο χρήσιμο. Θα τα εγκατέλειπαν όλα τ᾽ άλλα και θα έφευγαν παίρνοντας μαζί τους μόνο όσα ήσαν αναγκαία για την συντήρησή τους. [7.74.2] Αλλά οι Συρακούσιοι και ο Γύλιππος είχαν προλάβει και, με το πεζικό, είχαν κλείσει με φράγματα όλους τους δρόμους από όπου ήταν πιθανό να περάσουν οι εχθροί, έβαλαν φρουρές σ᾽ όλες τις διαβάσεις των ποταμών κι ετοιμάστηκαν, στα σημεία όπου τους φαινόταν πιο κατάλληλα, ν᾽ αποκρούσουν τον στρατό και να τον εμποδίσουν να περάσει. Με τα καράβια τους πλησίασαν στην παραλία και ρυμουλκούσαν από τον γιαλό τα καράβια των Αθηναίων. Οι ίδιοι οι Αθηναίοι είχαν κάψει μερικά, όπως το είχαν σχεδιάσει, αλλά τα υπόλοιπα οι Συρακούσιοι, χωρίς να τους εμποδίσει κανείς, τα πήραν από εκεί όπου το καθένα είχε πέσει έξω και τα ρυμούλκησαν στην πόλη.