[1.75.1] Αυτόν λοιπόν τον Αστυάγη, που του ήταν παππούς από τη μάνα του, ο Κύρος τον είχε ανατρέψει και τον κρατούσε δέσμιο για κάποια αιτία που εγώ θα την πω στα παρακάτω κεφάλαια. [1.75.2] Νά ο λόγος που ο Κροίσος τα είχε με τον Κύρο, και γι᾽ αυτό έστελνε ανθρώπους του στα μαντεία να ρωτήσει αν πρέπει να κινήσει το στρατό του εναντίον των Περσών· [1.75.3] και όταν πια έφτασε ο απατηλός χρησμός, με την ελπίδα ότι ο χρησμός τον ευνοεί, κίνησε ο Κροίσος το στρατό του για να εισβάλει στη χώρα των Περσών. Άμα έφτασε ο Κροίσος στον Άλη ποταμό, αποκεί και πέρα, όπως εγώ υποστηρίζω, πέρασε το στρατό του από τα γεφύρια που υπήρχαν· όπως όμως λεν οι περισσότεροι Έλληνες, ο Θαλής ο Μιλήσιος του πέρασε το στρατό. [1.75.4] Ενώ δηλαδή ο Κροίσος βρισκόταν σε απορία πώς θα περάσει ο στρατός του το ποτάμι (γιατί την εποχή αυτή, λεν, δεν υπήρχαν βέβαια αυτές οι γέφυρες), ο Θαλής ο Μιλήσιος, που ήταν λέει στο στρατόπεδο, κατόρθωσε για χάρη του Κροίσου, ώστε το ποτάμι που έτρεχε από τα αριστερά του στρατού να τρέχει και από τα δεξιά του — και νά πώς το κατόρθωσε: [1.75.5] αρχίζοντας από ᾽να μέρος που βρισκόταν πιο πάνω από το στρατόπεδο, έσκαψε μια βαθιά διώρυγα, έτσι που ο ποταμός ξεφεύγοντας από την παλιά του κοίτη να κυκλώσει από πίσω το στρατόπεδο, κι ύστερα παρακάμπτοντάς το να χύνεται και πάλι στην παλιά του κοίτη· αποτέλεσμα: μόλις χωρίστηκε ο ποταμός στα δύο, έγινε και στα δύο του παρακλάδια διαβατός. [1.75.6] Είναι μάλιστα μερικοί που ισχυρίζονται πως η παλιά κοίτη ξεράθηκε ολότελα. Όμως αυτό δεν το δέχομαι· γιατί πώς μπόρεσαν οι Λυδοί γυρνώντας πίσω να τον ξαναπεράσουν τον ποταμό; [1.76.1] Ο Κροίσος, σαν πέρασε με το στρατό του τον ποταμό, έφτασε στην περιοχή της Καππαδοκίας που λέγεται Πτερία (είναι η Πτερία το πιο οχυρωμένο μέρος αυτής της χώρας και βρίσκεται σχεδόν στο ίδιο ύψος με τη Σινώπη, πόλη πάνω στον Εύξεινο πόντο). Εκεί έστησε το στρατό του και ερήμωνε τα χωράφια των Συρίων. [1.76.2] Κυρίεψε και την πόλη των Πτερίων και αιχμαλώτισε τους κατοίκους της, κυρίεψε και τις γειτονικές πόλεις όλες· και τους Συρίους, που διόλου δεν τον έφταιξαν, τους ξεσπίτωσε και τους ρήμαξε. Από τη μεριά του ο Κύρος μάζεψε το δικό του στρατό, παρέλαβε κι όλους όσους βρέθηκαν πάνω στο δρόμο του και βάδισε να απαντήσει τον Κροίσο. [1.76.3] Προτού όμως αναλάβει να κινήσει το στρατό του, πάσχιζε, στέλνοντας κήρυκες στους Ίωνες, να τους αποσπάσει από τον Κροίσο. Όμως οι Ίωνες δεν τον άκουγαν, και ο Κύρος, άμα έφτασε και έστησε το στρατό του αντίκρυ στο στρατόπεδο του Κροίσου, εκεί στη χώρα των Πτερίων οι στρατοί δοκίμαζαν όλη τη δύναμή τους, ο ένας εναντίον του άλλου. [1.76.4] Έγινε μάχη πεισματική κι έπεσαν και από τις δύο παρατάξεις πολλοί· όμως, καθώς στο τέλος κανένας τους δε νικούσε, χωρίστηκαν, γιατί τους πήρε η νύχτα. Έτσι αγωνίστηκαν οι δύο στρατοί. [1.77.1] Ο Κροίσος όμως έριξε το φταίξιμο στον λίγο του στρατό (γιατί πραγματικά ο στρατός του, που πήρε μέρος στη μάχη, ήταν πολύ μικρότερος από του Κύρου)· σ᾽ αυτό έριξε το φταίξιμο και, όπως την άλλη μέρα ο Κύρος δε δοκίμαζε να κάνει επίθεση, κίνησε πίσω για τις Σάρδεις, με τη σκέψη να καλέσει σε βοήθεια τους Αιγύπτιους σύμφωνα με τους όρκους [1.77.2] (γιατί και με τον Άμαση, το βασιλιά της Αιγύπτου, είχε κλείσει συμμαχία, πριν κάνει ακόμη με τους Λακεδαιμονίους), να μηνύσει να έρθουν και οι Βαβυλώνιοι (γιατί και μ᾽ αυτούς είχε γίνει συμφωνία· βασίλευε στα χρόνια εκείνα στη Βαβυλώνα ο Λαβύνητος), [1.77.3] να παραγγείλει ακόμη και στους Λακεδαιμονίους να βρίσκονται στις Σάρδεις στην ώρα τους· αφού λοιπόν συγκεντρώσει όλους αυτούς και μαζέψει και το δικό του στρατό, είχε στο νου του να αφήσει να περάσει ο χειμώνας, και με την άνοιξη να κινήσει τα στρατεύματά του εναντίον των Περσών. [1.77.4] Μ᾽ αυτό το σχέδιο στο νου, μόλις έφτασε στις Σάρδεις, έστειλε κήρυκες προς τους συμμάχους του, για να τους προειδοποιήσουν να μαζευτούν ύστερα από τέσσερις μήνες στις Σάρδεις. Όσο για το στρατό που είχε μαζί του και πολέμησε τους Πέρσες, όσοι από αυτούς ήταν μισθοφόροι, τους απέλυσε όλους και τους άφησε να σκορπίσουν· γιατί διόλου δεν το περίμενε μήπως ο Κύρος στα σοβαρά, ύστερα από μια τέτοια αμφίρροπη μάχη, βαδίσει εναντίον των Σάρδεων. [1.78.1] Και ενώ ο Κροίσος έκανε αυτούς τους υπολογισμούς, γέμισε το προάστιο όλο από φίδια· με την εμφάνισή τους τα άλογα άφησαν τις βοσκές τους, και πήγαιναν εκεί και τα έτρωγαν. Όταν το είδε αυτό ο Κροίσος, του φάνηκε, όπως και ήταν, θεϊκό σημάδι. [1.78.2] Αμέσως λοιπόν έστειλε ανθρώπους του στους Τελμησσείς, στους ξακουστούς εξηγητές. Έφτασαν οι αποσταλμένοι του Κροίσου και έμαθαν από τους Τελμησσείς τί θέλει να πει το θεϊκό σημάδι, όμως δεν πρόφτασαν να φέρουν πίσω στον Κροίσο την είδηση· γιατί προτού αυτοί προλάβουν να γυρίσουν από τη θάλασσα πίσω στις Σάρδεις, ο Κροίσος είχε πιαστεί αιχμάλωτος. [1.78.3] Μολαταύτα οι Τελμησσείς έδωσαν την ακόλουθη εξήγηση: ότι ο Κροίσος πρέπει να περιμένει πως στρατός αλλόγλωσσος θα χτυπήσει τη χώρα του, που θα έρθει και θα αφανίσει τους ντόπιους, λέγοντας ότι φίδι ίσον παιδί της γης, κι άλογο ίσον εχθρός που έρχεται από έξω. Οι Τελμησσείς λοιπόν αυτή την απόκριση έστειλαν στον Κροίσο, όταν πια ήταν αιχμάλωτος, δίχως βέβαια να ξέρουν τίποτε για το τί συνέβαινε με τις Σάρδεις και με τον ίδιο τον Κροίσο. [1.79.1] Μόλις ο Κροίσος πήρε να υποχωρεί, μετά τη μάχη που έγινε στη χώρα των Πτερίων, ο Κύρος, όταν έμαθε ότι ο Κροίσος είχε σκοπό μετά την υποχώρηση να σκορπίσει το στρατό του, ύστερα από σκέψη έβρισκε ότι το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να βαδίσει το γρηγορότερο και να χτυπήσει τις Σάρδεις, προτού συγκεντρωθεί για δεύτερη φορά η δύναμη των Λυδών. [1.79.2] Ευθύς ως το απεφάσισε, αμέσως το έβαλε μπροστά: κίνησε το στρατό του και μπήκε στη Λυδία, και έφερε μόνος του την αγγελία στον Κροίσο πως είχε φτάσει. Τότε ο Κροίσος βρέθηκε σε αδιέξοδο, αφού τα πράγματα πήραν άλλη τροπή από εκείνη που ο ίδιος πίστευε· κι όμως έβγαλε τους Λυδούς στη μάχη. [1.79.3] Δεν υπήρχε την εποχή εκείνη κανένας λαός στην Ασία πιο αντρειωμένος και πιο άφοβος από τους Λυδούς. Πολεμούσαν πάνω από άλογα, κρατούσαν δόρατα μεγάλα, κι ήταν οι ίδιοι λαμπροί καβαλάρηδες. [1.80.1] Όταν μαζεύτηκαν στην πεδιάδα, αυτή που βρίσκεται μπροστά στην πόλη των Σάρδεων κι είναι μεγάλη και άδενδρη (την διασχίζουν και άλλα ποτάμια και ο Ύλλος, και χύνονται όλα μαζί στο πιο μεγάλο ποτάμι που λέγεται Έρμος· αυτός πηγάζει από το βουνό το αφιερωμένο στη μάνα Δινδυμήνη, και ρέοντας χύνεται στη θάλασσα κοντά στην πόλη Φώκαια)· [1.80.2] εδώ όταν είδε ο Κύρος να παρατάσσονται οι Λυδοί για μάχη, γεμάτος τρόμο μπροστά στο ιππικό τους, έκανε, ύστερα από συμβουλή του Άρπαγου που ήταν Μήδος, το εξής: όσες καμήλες ακολουθούσαν το στρατό του, μεταφέροντας τρόφιμα και αποσκευές, όλες αυτές τις μάζεψε και, αφού τους έβγαλε το φορτίο τους, ανέβασε πάνω τους άνδρες με εξάρτυση ιππικού, και όταν τους ετοίμασε, έδωσε διαταγή να προχωρούν αυτοί μπροστά από το άλλο στράτευμα καταπάνω στο ιππικό του Κροίσου· πίσω από τις καμήλες πρόσταξε να ακολουθεί το πεζικό, και πίσω από το πεζικό έταξε όλο το ιππικό του. [1.80.3] Όταν πια όλοι ήταν στη θέση τους, παράγγειλε από τους άλλους Λυδούς κανέναν να μη λυπηθούν και να σκοτώνουν όποιον τους αντισταθεί· μόνο τον Κροίσο να μη σκοτώσουν, και αν ακόμη προβάλει αντίσταση, την ώρα που πάνε να τον πιάσουν αιχμάλωτο. [1.80.4] Αυτές ήσαν οι παραγγελίες του· όσο για τις καμήλες, τις έβαλε απέναντι στο ιππικό για τον εξής λόγο: την καμήλα το άλογο τη φοβάται και δε βαστά ούτε την όψη της να βλέπει ούτε τη μυρωδιά της να μυρίζεται. Γι᾽ αυτόν λοιπόν το λόγο σοφίστηκε το τέχνασμα, για να αχρηστεύσει το ιππικό του Κροίσου, που με αυτό βέβαια πίστευε πως θα θριαμβεύσει ο Λυδός. [1.80.5] Πράγματι μόλις κίνησαν οι δύο στρατοί για τη μάχη, τότε, ευθύς ως μύρισαν τα άλογα τις καμήλες και τις είδαν μπροστά τους, έκαναν πίσω, και η ελπίδα του Κροίσου πήγε χαμένη. [1.80.6] Παρόλα αυτά οι Λυδοί δε δείλιασαν, παρά μόλις κατάλαβαν τί γίνεται, πήδησαν από τα άλογά τους κάτω και άρχισαν να χτυπιούνται με τους Πέρσες, όπως οι πεζοί. Ύστερα από ώρα και ενώ είχαν πέσει και από τις δύο μεριές πολλοί νεκροί, τράπηκαν οι Λυδοί σε φυγή, και παγιδευμένοι μέσα στα τείχη τους βαστούσαν στην πολιορκία των Περσών. |