Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (530e-532e)

[530e] Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐπειδὴ πολὺ τὸ ἔργον, ἐκείνων πευσόμεθα πῶς λέγουσι περὶ αὐτῶν καὶ εἴ τι ἄλλο πρὸς τούτοις· ἡμεῖς δὲ παρὰ πάντα ταῦτα φυλάξομεν τὸ ἡμέτερον.
Ποῖον;
Μή ποτ᾽ αὐτῶν τι ἀτελὲς ἐπιχειρῶσιν ἡμῖν μανθάνειν οὓς θρέψομεν, καὶ οὐκ ἐξῆκον ἐκεῖσε ἀεί, οἷ πάντα δεῖ ἀφήκειν, οἷον ἄρτι περὶ τῆς ἀστρονομίας ἐλέγομεν. ἢ οὐκ οἶσθ᾽ ὅτι [531a] καὶ περὶ ἁρμονίας ἕτερον τοιοῦτον ποιοῦσι; τὰς γὰρ ἀκουομένας αὖ συμφωνίας καὶ φθόγγους ἀλλήλοις ἀναμετροῦντες ἀνήνυτα, ὥσπερ οἱ ἀστρονόμοι, πονοῦσιν.
Νὴ τοὺς θεούς, ἔφη, καὶ γελοίως γε, πυκνώματ᾽ ἄττα ὀνομάζοντες καὶ παραβάλλοντες τὰ ὦτα, οἷον ἐκ γειτόνων φωνὴν θηρευόμενοι, οἱ μέν φασιν ἔτι κατακούειν ἐν μέσῳ τινὰ ἠχὴν καὶ σμικρότατον εἶναι τοῦτο διάστημα, ᾧ μετρητέον, οἱ δὲ ἀμφισβητοῦντες ὡς ὅμοιον ἤδη φθεγγομένων, ἀμφότεροι [531b] ὦτα τοῦ νοῦ προστησάμενοι.
Σὺ μέν, ἦν δ᾽ ἐγώ, τοὺς χρηστοὺς λέγεις τοὺς ταῖς χορδαῖς πράγματα παρέχοντας καὶ βασανίζοντας, ἐπὶ τῶν κολλόπων στρεβλοῦντας· ἵνα δὲ μὴ μακροτέρα ἡ εἰκὼν γίγνηται πλήκτρῳ τε πληγῶν γιγνομένων καὶ κατηγορίας πέρι καὶ ἐξαρνήσεως καὶ ἀλαζονείας χορδῶν, παύομαι τῆς εἰκόνος καὶ οὔ φημι τούτους λέγειν, ἀλλ᾽ ἐκείνους οὓς ἔφαμεν νυνδὴ περὶ ἁρμονίας ἐρήσεσθαι. ταὐτὸν γὰρ ποιοῦσι τοῖς ἐν τῇ [531c] ἀστρονομίᾳ· τοὺς γὰρ ἐν ταύταις ταῖς συμφωνίαις ταῖς ἀκουομέναις ἀριθμοὺς ζητοῦσιν, ἀλλ᾽ οὐκ εἰς προβλήματα ἀνίασιν, ἐπισκοπεῖν τίνες σύμφωνοι ἀριθμοὶ καὶ τίνες οὔ, καὶ διὰ τί ἑκάτεροι.
Δαιμόνιον γάρ, ἔφη, πρᾶγμα λέγεις.
Χρήσιμον μὲν οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, πρὸς τὴν τοῦ καλοῦ τε καὶ ἀγαθοῦ ζήτησιν, ἄλλως δὲ μεταδιωκόμενον ἄχρηστον.
Εἰκός γ᾽, ἔφη.
Οἶμαι δέ γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ ἡ τούτων πάντων ὧν [531d] διεληλύθαμεν μέθοδος ἐὰν μὲν ἐπὶ τὴν ἀλλήλων κοινωνίαν ἀφίκηται καὶ συγγένειαν, καὶ συλλογισθῇ ταῦτα ᾗ ἐστὶν ἀλλήλοις οἰκεῖα, φέρειν τι αὐτῶν εἰς ἃ βουλόμεθα τὴν πραγματείαν καὶ οὐκ ἀνόνητα πονεῖσθαι, εἰ δὲ μή, ἀνόνητα.
Καὶ ἐγώ, ἔφη, οὕτω μαντεύομαι. ἀλλὰ πάμπολυ ἔργον λέγεις, ὦ Σώκρατες.
Τοῦ προοιμίου, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἢ τίνος λέγεις; ἢ οὐκ ἴσμεν ὅτι πάντα ταῦτα προοίμιά ἐστιν αὐτοῦ τοῦ νόμου ὃν δεῖ μαθεῖν; οὐ γάρ που δοκοῦσί γέ σοι οἱ ταῦτα δεινοὶ διαλεκτικοὶ [531e] εἶναι.
Οὐ μὰ τὸν Δί᾽, ἔφη, εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα.
Ἀλλὰ δή, εἶπον, μὴ δυνατοὶ οἵτινες δοῦναί τε καὶ ἀποδέξασθαι λόγον εἴσεσθαί ποτέ τι ὧν φαμεν δεῖν εἰδέναι;
Οὐδ᾽ αὖ, ἔφη, τοῦτό γε.
[532a] Οὐκοῦν, εἶπον, ὦ Γλαύκων, οὗτος ἤδη αὐτός ἐστιν ὁ νόμος ὃν τὸ διαλέγεσθαι περαίνει; ὃν καὶ ὄντα νοητὸν μιμοῖτ᾽ ἂν ἡ τῆς ὄψεως δύναμις, ἣν ἐλέγομεν πρὸς αὐτὰ ἤδη τὰ ζῷα ἐπιχειρεῖν ἀποβλέπειν καὶ πρὸς αὐτὰ ‹τὰ› ἄστρα τε καὶ τελευταῖον δὴ πρὸς αὐτὸν τὸν ἥλιον. οὕτω καὶ ὅταν τις τῷ διαλέγεσθαι ἐπιχειρῇ ἄνευ πασῶν τῶν αἰσθήσεων διὰ τοῦ λόγου ἐπ᾽ αὐτὸ ὃ ἔστιν ἕκαστον ὁρμᾶν, καὶ μὴ ἀποστῇ πρὶν [532b] ἂν αὐτὸ ὃ ἔστιν ἀγαθὸν αὐτῇ νοήσει λάβῃ, ἐπ᾽ αὐτῷ γίγνεται τῷ τοῦ νοητοῦ τέλει, ὥσπερ ἐκεῖνος τότε ἐπὶ τῷ τοῦ ὁρατοῦ.
Παντάπασι μὲν οὖν, ἔφη.
Τί οὖν; οὐ διαλεκτικὴν ταύτην τὴν πορείαν καλεῖς;
Τί μήν;
Ἡ δέ γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, λύσις τε ἀπὸ τῶν δεσμῶν καὶ μεταστροφὴ ἀπὸ τῶν σκιῶν ἐπὶ τὰ εἴδωλα καὶ τὸ φῶς καὶ ἐκ τοῦ καταγείου εἰς τὸν ἥλιον ἐπάνοδος, καὶ ἐκεῖ πρὸς μὲν τὰ ζῷά τε καὶ φυτὰ καὶ τὸ τοῦ ἡλίου φῶς ἔτι ἀδυναμία [532c] βλέπειν, πρὸς δὲ τὰ ἐν ὕδασι φαντάσματα θεῖα καὶ σκιὰς τῶν ὄντων, ἀλλ᾽ οὐκ εἰδώλων σκιὰς δι᾽ ἑτέρου τοιούτου φωτὸς ὡς πρὸς ἥλιον κρίνειν ἀποσκιαζομένας — πᾶσα αὕτη ἡ πραγματεία τῶν τεχνῶν ἃς διήλθομεν ταύτην ἔχει τὴν δύναμιν καὶ ἐπαναγωγὴν τοῦ βελτίστου ἐν ψυχῇ πρὸς τὴν τοῦ ἀρίστου ἐν τοῖς οὖσι θέαν, ὥσπερ τότε τοῦ σαφεστάτου ἐν σώματι πρὸς τὴν τοῦ φανοτάτου ἐν τῷ σωματοειδεῖ τε καὶ [532d] ὁρατῷ τόπῳ.
Ἐγὼ μέν, ἔφη, ἀποδέχομαι οὕτω. καίτοι παντάπασί γέ μοι δοκεῖ χαλεπὰ μὲν ἀποδέχεσθαι εἶναι, ἄλλον δ᾽ αὖ τρόπον χαλεπὰ μὴ ἀποδέχεσθαι. ὅμως δέ —οὐ γὰρ ἐν τῷ νῦν παρόντι μόνον ἀκουστέα, ἀλλὰ καὶ αὖθις πολλάκις ἐπανιτέον — ταῦτα θέντες ἔχειν ὡς νῦν λέγεται, ἐπ᾽ αὐτὸν δὴ τὸν νόμον ἴωμεν, καὶ διέλθωμεν οὕτως ὥσπερ τὸ προοίμιον διήλθομεν. λέγε οὖν τίς ὁ τρόπος τῆς τοῦ διαλέγεσθαι δυνάμεως, καὶ [532e] κατὰ ποῖα δὴ εἴδη διέστηκεν, καὶ τίνες αὖ ὁδοί· αὗται γὰρ ἂν ἤδη, ὡς ἔοικεν, αἱ πρὸς αὐτὸ ἄγουσαι εἶεν, οἷ ἀφικομένῳ ὥσπερ ὁδοῦ ἀνάπαυλα ἂν εἴη καὶ τέλος τῆς πορείας.

[530e] Επειδή όμως είναι πολύ κοπιαστική δουλειά, θα ρωτήσομε εκείνους να μάθομε τί λένε γι᾽ αυτά και ό,τι άλλο ακόμα· εμείς, εννοείται, θα φυλάξομε πλάι σ᾽ όσα μας μάθουν και τη δική μας την αρχή.
Ποιάν;
Να μην επιχειρούν ποτέ οι τρόφιμοί μας να μαθαίνουν τίποτ᾽ απ᾽ αυτά χωρίς να το φέρνουν ως το τέλος και να φτάνει ως εκεί όπου πρέπει να φτάνουν όλα, όπως λέγαμε προλίγου για την αστρονομία. Ή δεν ξέρεις πως [531a] κάτι παρόμοιο κάνουν και με την αρμονία; Καταγίνονται να μετρούν τις συμφωνίες και τους τόνους μεταξύ τους όπως ακούονται με τ᾽ αυτιά, κι έτσι χάνουν άδικα κι αυτοί τους κόπους των σαν τους αστρονόμους.
Και, μά τους θεούς, τίποτ᾽ αστειότερο απ᾽ αυτό που κάνουν οι μουσικοί μας: όλο και σου μιλούν για κάτι πυκνώματα και σου τεντώνουν τ᾽ αυτιά πλάι στα όργανα, σα να πρόκειται ν᾽ αρπάξουν καμιά φωνή από τη γειτονιά, κι ο ένας σου λέει πως ακούει ακόμα κι έναν διάμεσο τόνο και πως αυτό είναι το μικρότερο διάστημα, που πρέπει και να χρησιμεύσει για μέτρο, ενώ ο άλλος υποστηρίζει απεναντίας πως κι οι δυο τόνοι είναι ολότελα όμοιοι, κι έτσι όλοι τους [531b] δίνουν την προτίμησή τους στ᾽ αυτιά αντί στο νου.
Εσύ μιλάς βέβαια για κείνους τους αγαθούς μουσικούς που δεν αφήνουν ήσυχες τις χορδές και τις βασανίζουν και τις στρεβλώνουν επάνω στα κλειδιά· και για να μη μακρύνει ο λόγος με την εικόνα και να μιλάμε για τα χτυπήματα που κατεβάζουν με το πλήκτρο, για τις κατηγορίες που κάνουν στις χορδές, πως τάχα πεισμώνουν και αρνούνται να δώσουν τον τόνο που αυτοί ζητούν, σταματώ ως εδώ την εικόνα και σου λέγω πως δεν εννοώ αυτούς τους μουσικούς, μα εκείνους που λέγαμε προλίγου πως θα τους ρωτήσομε για την αρμονία. Γιατί αυτοί είναι που κάνουν το ίδιο [531c] με τους αστρονόμους· ζητούνε δηλαδή αριθμούς μες στις συμφωνίες που ακούονται με τ᾽ αυτιά και δεν ανεβαίνουν σε προβλήματα για να εξετάσουν και να δουν ποιοί αριθμοί είναι αρμονικοί και ποιοί όχι και για ποιό λόγο.
Θαυμάσιο θα ᾽ταν αυτό που λες.
Χρήσιμο οπωσδήποτε για τη συζήτηση του καλού και του αγαθού, ενώ αν γίνουνταν για κάθε άλλο σκοπό, άχρηστο.
Φυσικά.

Η Διαλεκτική
Η ιδέα μου τουλάχιστο είναι πως, αν η σπουδή όλων αυτών των επιστημών [531d] που αναφέραμε φτάσει να γνωρίσει τη συγγένεια και τη στενή σχέση και επίδραση που έχουν μεταξύ τους και τις αντιληφθεί απ᾽ αυτή την άποψη της οικειότητας, τότε η απασχόληση αυτή θα έφερνε κάποια χρησιμότητα για το σκοπό που ζητούμε και δε θα πήγαιναν οι κόποι μας χαμένοι.
Και εγώ το φαντάζομαι έτσι. Μα είναι πάρα πολύ μεγάλη η δουλειά που λες, Σωκράτη.
Η δουλειά του προοιμίου ή τίνος άλλου λες; Ή δεν ξέρομε πως όλ᾽ αυτά είναι προοίμια απλώς της μελωδίας που πρέπει να μάθομε; Γιατί δεν έχεις βέβαια την ιδέα πως όσοι καταγίνονται και κατέχουν αυτά που αναφέραμε είναι [531e] και διαλεκτικοί.
Όχι βέβαια· εκτός πάρα πολύ λίγοι απ᾽ όσους έτυχε να συναντήσω.
Αλλά μήπως είναι σε θέση να μάθουν τίποτ᾽ απ᾽ όσα λέμε πως πρέπει να ξέρει κανείς άνθρωποι που δεν είναι ικανοί να δώσουν και να πάρουν λόγο για το καθετί;
Ούτ᾽ αυτό δεν το πιστεύω.
[532a] Και δεν είναι, Γλαύκων, αυτή ίσα ίσα η μελωδία η δουλειά που βγάζει πέρα η διαλεκτική; Και που ενώ είναι νοητή, θα μπορούσε να παραβληθεί με τη δύναμη της όρασης που, καθώς λέγαμε, επιχειρούσε να στραφεί πια να δει και τα ίδια τα ζώα και τα ίδια τα άστρα και τελευταία και τον ίδιο τον ήλιο. Έτσι και όταν κανείς επιχειρεί με τη διαλεκτική, χωρίς να χρησιμοποιεί καμιάν αίσθηση, μονάχα με το λόγο ορμά να γνωρίσει την ουσία του καθαυτού όντος, κι αν δεν κόψει το δρόμο του και παραιτηθεί προτού [532b] συλλάβει με τη νόηση εκείνο που είναι το καθαυτό αγαθό, φτάνει τέλος στο ίδιο το τέρμα του νοητού, καθώς εκείνος ο άλλος τότε του ορατού.
Χωρίς αμφιβολία.
Τί λοιπόν; δεν ονομάζεις διαλεκτική αυτή την πορεία;
Πώς όχι;
Ό,τι λοιπόν σημασία είχε η απελευθέρωση, που λέγαμε, από τα δεσμά και το στρέψιμο από τις σκιές στα τεχνητά είδωλα και στη λάμψη της φωτιάς και το γύρισμα από την υπόγεια κατοικία στο ύπαιθρο, και η αδυναμία εκεί των ματιών να βλέπουν ακόμα τα ίδια τα ζώα και τα φυτά και το φως του ήλιου, [532c] αλλά στην αρχή τα θεϊκά φαντάσματα απάνω στα νερά και τις σκιές των ίδιων των αντικειμένων και όχι πια τις σκιές των τεχνητών ειδώλων που τις εσχημάτιζε εκεί κάτω στο σπήλαιο άλλο ένα παρόμοιο φως, σκιερό αν ήθελε κανείς το συγκρίνει με τον ήλιο — την ίδια σημασία και δύναμη έχει ολόκληρη η σπουδή των επιστημών που αναφέραμε: να επαναφέρει δηλαδή το ευγενέστερο μέρος της ψυχής προς τη θέα του αρίστου ανάμεσα στα όντα, όπως τότε το πιο ευαίσθητο στο φως όργανο του σώματος προς το φωτεινότατο που υπάρχει μες στον υλικό και [532d] ορατό κόσμο.
Εγώ βέβαια συμφωνώ μαζί σου όπως τα λες. Και μολαταύτα μου φαίνεται πολύ δύσκολο να τα παραδεχτώ έτσι ολότελα, αλλ᾽ απ᾽ την άλλη πάλι μεριά το ίδιο δύσκολο είναι και να μην τα παραδεχτώ. Μα επειδή δεν πρέπει να ᾽ναι αυτή η μόνη φορά που θα τα συζητήσομε, αλλά ξανά και πολλές φορές ανάγκη να ξαναγυρίσομε, ας βάλομε πως είναι έτσι όπως τα είπαμε τώρα, κι ας προχωρήσομε στην ίδια τη μελωδία και ας την εξετάσομε· έτσι εξετάσαμε και το προοίμιο. Λέγε μας λοιπόν τί λογής είναι η δύναμη της διαλεκτικής, [532e] πόσα είναι τα είδη που χωρίζεται και ποιοί είναι οι δρόμοι της· γιατί αυτοί, καθώς φαίνεται, θα οδηγούν εκεί όπου όταν φτάσει κανείς θα βρει την ανάπαυσή του από το δρόμο και το τέλος της πορείας.