Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (571a-574a)

ΒΙΒΛΙΟΝ Θ


[571a] Αὐτὸς δὴ λοιπός, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὁ τυραννικὸς ἀνὴρ σκέψασθαι, πῶς τε μεθίσταται ἐκ δημοκρατικοῦ, γενόμενός τε ποῖός τίς ἐστιν καὶ τίνα τρόπον ζῇ, ἄθλιον ἢ μακάριον.
Λοιπὸς γὰρ οὖν ἔτι οὗτος, ἔφη.
Οἶσθ᾽ οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὃ ποθῶ ἔτι;
Τὸ ποῖον;
Τὸ τῶν ἐπιθυμιῶν, οἷαί τε καὶ ὅσαι εἰσίν, οὔ μοι δοκοῦμεν ἱκανῶς διῃρῆσθαι. τούτου δὴ ἐνδεῶς ἔχοντος, ἀσαφεστέρα [571b] ἔσται ἡ ζήτησις οὗ ζητοῦμεν.
Οὐκοῦν, ἦ δ᾽ ὅς, ἔτ᾽ ἐν καλῷ;
Πάνυ μὲν οὖν· καὶ σκόπει γε ὃ ἐν αὐταῖς βούλομαι ἰδεῖν. ἔστιν δὲ τόδε. τῶν μὴ ἀναγκαίων ἡδονῶν τε καὶ ἐπιθυμιῶν δοκοῦσί τινές μοι εἶναι παράνομοι, αἳ κινδυνεύουσι μὲν ἐγγίγνεσθαι παντί, κολαζόμεναι δὲ ὑπό τε τῶν νόμων καὶ τῶν βελτιόνων ἐπιθυμιῶν μετὰ λόγου ἐνίων μὲν ἀνθρώπων ἢ παντάπασιν ἀπαλλάττεσθαι ἢ ὀλίγαι λείπεσθαι καὶ ἀσθενεῖς, [571c] τῶν δὲ ἰσχυρότεραι καὶ πλείους.
Λέγεις δὲ καὶ τίνας, ἔφη, ταύτας;
Τὰς περὶ τὸν ὕπνον, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐγειρομένας, ὅταν τὸ μὲν ἄλλο τῆς ψυχῆς εὕδῃ, ὅσον λογιστικὸν καὶ ἥμερον καὶ ἄρχον ἐκείνου, τὸ δὲ θηριῶδές τε καὶ ἄγριον, ἢ σίτων ἢ μέθης πλησθέν, σκιρτᾷ τε καὶ ἀπωσάμενον τὸν ὕπνον ζητῇ ἰέναι καὶ ἀποπιμπλάναι τὰ αὑτοῦ ἤθη· οἶσθ᾽ ὅτι πάντα ἐν τῷ τοιούτῳ τολμᾷ ποιεῖν, ὡς ἀπὸ πάσης λελυμένον τε καὶ ἀπηλλαγμένον αἰσχύνης καὶ φρονήσεως. μητρί τε γὰρ ἐπιχειρεῖν [571d] μείγνυσθαι, ὡς οἴεται, οὐδὲν ὀκνεῖ, ἄλλῳ τε ὁτῳοῦν ἀνθρώπων καὶ θεῶν καὶ θηρίων, μιαιφονεῖν τε ὁτιοῦν, βρώματός τε ἀπέχεσθαι μηδενός· καὶ ἑνὶ λόγῳ οὔτε ἀνοίας οὐδὲν ἐλλείπει οὔτ᾽ ἀναισχυντίας.
Ἀληθέστατα, ἔφη, λέγεις.
Ὅταν δέ γε οἶμαι ὑγιεινῶς τις ἔχῃ αὐτὸς αὑτοῦ καὶ σωφρόνως, καὶ εἰς τὸν ὕπνον ἴῃ τὸ λογιστικὸν μὲν ἐγείρας ἑαυτοῦ καὶ ἑστιάσας λόγων καλῶν καὶ σκέψεων, εἰς σύννοιαν [571e] αὐτὸς αὑτῷ ἀφικόμενος, τὸ ἐπιθυμητικὸν δὲ μήτε ἐνδείᾳ δοὺς μήτε πλησμονῇ, ὅπως ἂν κοιμηθῇ καὶ μὴ παρέχῃ θόρυβον [572a] τῷ βελτίστῳ χαῖρον ἢ λυπούμενον, ἀλλ᾽ ἐᾷ αὐτὸ καθ᾽ αὑτὸ μόνον καθαρὸν σκοπεῖν καὶ ὀρέγεσθαί του αἰσθάνεσθαι ὃ μὴ οἶδεν, ἤ τι τῶν γεγονότων ἢ ὄντων ἢ καὶ μελλόντων, ὡσαύτως δὲ καὶ τὸ θυμοειδὲς πραΰνας καὶ μή τισιν εἰς ὀργὰς ἐλθὼν κεκινημένῳ τῷ θυμῷ καθεύδῃ, ἀλλ᾽ ἡσυχάσας μὲν τὼ δύο εἴδη, τὸ τρίτον δὲ κινήσας ἐν ᾧ τὸ φρονεῖν ἐγγίγνεται, οὕτως ἀναπαύηται, οἶσθ᾽ ὅτι τῆς τ᾽ ἀληθείας ἐν τῷ τοιούτῳ μάλιστα ἅπτεται καὶ ἥκιστα παράνομοι τότε αἱ ὄψεις [572b] φαντάζονται τῶν ἐνυπνίων.
Παντελῶς μὲν οὖν, ἔφη, οἶμαι οὕτως.
Ταῦτα μὲν τοίνυν ἐπὶ πλέον ἐξήχθημεν εἰπεῖν· ὃ δὲ βουλόμεθα γνῶναι τόδ᾽ ἐστίν, ὡς ἄρα δεινόν τι καὶ ἄγριον καὶ ἄνομον ἐπιθυμιῶν εἶδος ἑκάστῳ ἔνεστι, καὶ πάνυ δοκοῦσιν ἡμῶν ἐνίοις μετρίοις εἶναι· τοῦτο δὲ ἄρα ἐν τοῖς ὕπνοις γίγνεται ἔνδηλον. εἰ οὖν τι δοκῶ λέγειν καὶ συγχωρεῖς, ἄθρει.
Ἀλλὰ συγχωρῶ.
Τὸν τοίνυν δημοτικὸν ἀναμνήσθητι οἷον ἔφαμεν εἶναι. [572c] ἦν δέ που γεγονὼς ἐκ νέου ὑπὸ φειδωλῷ πατρὶ τεθραμμένος, τὰς χρηματιστικὰς ἐπιθυμίας τιμῶντι μόνας, τὰς δὲ μὴ ἀναγκαίους ἀλλὰ παιδιᾶς τε καὶ καλλωπισμοῦ ἕνεκα γιγνομένας ἀτιμάζοντι. ἦ γάρ;
Ναί.
Συγγενόμενος δὲ κομψοτέροις ἀνδράσι καὶ μεστοῖς ὧν ἄρτι διήλθομεν ἐπιθυμιῶν, ὁρμήσας εἰς ὕβριν τε πᾶσαν καὶ τὸ ἐκείνων εἶδος μίσει τῆς τοῦ πατρὸς φειδωλίας, φύσιν δὲ τῶν διαφθειρόντων βελτίω ἔχων, ἀγόμενος ἀμφοτέρωσε [572d] κατέστη εἰς μέσον ἀμφοῖν τοῖν τρόποιν, καὶ μετρίως δή, ὡς ᾤετο, ἑκάστων ἀπολαύων οὔτε ἀνελεύθερον οὔτε παράνομον βίον ζῇ, δημοτικὸς ἐξ ὀλιγαρχικοῦ γεγονώς.
Ἦν γάρ, ἔφη, καὶ ἔστιν αὕτη ἡ δόξα περὶ τὸν τοιοῦτον.
Θὲς τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, πάλιν τοῦ τοιούτου ἤδη πρεσβυτέρου γεγονότος νέον ὑὸν ἐν τοῖς τούτου αὖ ἤθεσιν τεθραμμένον.
Τίθημι.
Τίθει τοίνυν καὶ τὰ αὐτὰ ἐκεῖνα περὶ αὐτὸν γιγνόμενα ἅπερ καὶ περὶ τὸν πατέρα αὐτοῦ, ἀγόμενόν τε εἰς πᾶσαν [572e] παρανομίαν, ὀνομαζομένην δ᾽ ὑπὸ τῶν ἀγόντων ἐλευθερίαν ἅπασαν, βοηθοῦντά τε ταῖς ἐν μέσῳ ταύταις ἐπιθυμίαις πατέρα τε καὶ τοὺς ἄλλους οἰκείους, τοὺς δ᾽ αὖ παραβοηθοῦντας· ὅταν δ᾽ ἐλπίσωσιν οἱ δεινοὶ μάγοι τε καὶ τυραννοποιοὶ οὗτοι μὴ ἄλλως τὸν νέον καθέξειν, ἔρωτά τινα αὐτῷ μηχανωμένους ἐμποιῆσαι προστάτην τῶν ἀργῶν καὶ τὰ [573a] ἕτοιμα διανεμομένων ἐπιθυμιῶν, ὑπόπτερον καὶ μέγαν κηφῆνά τινα —ἢ τί ἄλλο οἴει εἶναι τὸν τῶν τοιούτων ἔρωτα;—
Οὐδὲν ἔγωγε, ἦ δ᾽ ὅς, ἄλλ᾽ ἢ τοῦτο.
Οὐκοῦν ὅταν δὴ περὶ αὐτὸν βομβοῦσαι αἱ ἄλλαι ἐπιθυμίαι, θυμιαμάτων τε γέμουσαι καὶ μύρων καὶ στεφάνων καὶ οἴνων καὶ τῶν ἐν ταῖς τοιαύταις συνουσίαις ἡδονῶν ἀνειμένων, ἐπὶ τὸ ἔσχατον αὔξουσαί τε καὶ τρέφουσαι πόθου κέντρον ἐμποιήσωσι τῷ κηφῆνι, τότε δὴ δορυφορεῖταί τε ὑπὸ μανίας καὶ [573b] οἰστρᾷ οὗτος ὁ προστάτης τῆς ψυχῆς, καὶ ἐάν τινας ἐν αὐτῷ δόξας ἢ ἐπιθυμίας λάβῃ ποιουμένας χρηστὰς καὶ ἔτι ἐπαισχυνομένας, ἀποκτείνει τε καὶ ἔξω ὠθεῖ παρ᾽ αὑτοῦ, ἕως ἂν καθήρῃ σωφροσύνης, μανίας δὲ πληρώσῃ ἐπακτοῦ.
Παντελῶς, ἔφη, τυραννικοῦ ἀνδρὸς λέγεις γένεσιν.
Ἆρ᾽ οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ τὸ πάλαι διὰ τὸ τοιοῦτον τύραννος ὁ Ἔρως λέγεται;
Κινδυνεύει, ἔφη.
Οὐκοῦν, ὦ φίλε, εἶπον, καὶ μεθυσθεὶς ἀνὴρ τυραννικόν τι [573c] φρόνημα ἴσχει;
Ἴσχει γάρ.
Καὶ μὴν ὅ γε μαινόμενος καὶ ὑποκεκινηκὼς οὐ μόνον ἀνθρώπων ἀλλὰ καὶ θεῶν ἐπιχειρεῖ τε καὶ ἐλπίζει δυνατὸς εἶναι ἄρχειν.
Καὶ μάλ᾽, ἔφη.
Τυραννικὸς δέ, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ δαιμόνιε, ἀνὴρ ἀκριβῶς γίγνεται, ὅταν ἢ φύσει ἢ ἐπιτηδεύμασιν ἢ ἀμφοτέροις μεθυστικός τε καὶ ἐρωτικὸς καὶ μελαγχολικὸς γένηται.
Παντελῶς μὲν οὖν.
Γίγνεται μέν, ὡς ἔοικεν, οὕτω καὶ τοιοῦτος ἁνήρ· ζῇ δὲ δὴ πῶς;
[573d] Τὸ τῶν παιζόντων, ἔφη, τοῦτο σὺ καὶ ἐμοὶ ἐρεῖς.
Λέγω δή, ἔφην. οἶμαι γὰρ τὸ μετὰ τοῦτο ἑορταὶ γίγνονται παρ᾽ αὐτοῖς καὶ κῶμοι καὶ θάλειαι καὶ ἑταῖραι καὶ τὰ τοιαῦτα πάντα, ὧν ἂν Ἔρως τύραννος ἔνδον οἰκῶν διακυβερνᾷ τὰ τῆς ψυχῆς ἅπαντα.
Ἀνάγκη, ἔφη.
Ἆρ᾽ οὖν οὐ πολλαὶ καὶ δειναὶ παραβλαστάνουσιν ἐπιθυμίαι ἡμέρας τε καὶ νυκτὸς ἑκάστης, πολλῶν δεόμεναι;
Πολλαὶ μέντοι.
Ταχὺ ἄρα ἀναλίσκονται ἐάν τινες ὦσι πρόσοδοι.
Πῶς δ᾽ οὔ;
[573e] Καὶ μετὰ τοῦτο δὴ δανεισμοὶ καὶ τῆς οὐσίας παραιρέσεις.
Τί μήν;
Ὅταν δὲ δὴ πάντ᾽ ἐπιλείπῃ, ἆρα οὐκ ἀνάγκη μὲν τὰς ἐπιθυμίας βοᾶν πυκνάς τε καὶ σφοδρὰς ἐννενεοττευμένας, τοὺς δ᾽ ὥσπερ ὑπὸ κέντρων ἐλαυνομένους τῶν τε ἄλλων ἐπιθυμιῶν καὶ διαφερόντως ὑπ᾽ αὐτοῦ τοῦ Ἔρωτος, πάσαις ταῖς ἄλλαις ὥσπερ δορυφόροις ἡγουμένου, οἰστρᾶν καὶ σκοπεῖν τίς τι ἔχει, ὃν δυνατὸν ἀφελέσθαι ἀπατήσαντα ἢ [574a] βιασάμενον;
Σφόδρα γ᾽, ἔφη.
Ἀναγκαῖον δὴ πανταχόθεν φέρειν, ἢ μεγάλαις ὠδῖσί τε καὶ ὀδύναις συνέχεσθαι.
Ἀναγκαῖον.
Ἆρ᾽ οὖν, ὥσπερ αἱ ἐν αὐτῷ ἡδοναὶ ἐπιγιγνόμεναι τῶν ἀρχαίων πλέον εἶχον καὶ τὰ ἐκείνων ἀφῃροῦντο, οὕτω καὶ αὐτὸς ἀξιώσει νεώτερος ὢν πατρός τε καὶ μητρὸς πλέον ἔχειν, καὶ ἀφαιρεῖσθαι, ἐὰν τὸ αὑτοῦ μέρος ἀναλώσῃ, ἀπονειμάμενος τῶν πατρῴων;
Ἀλλὰ τί μήν; ἔφη.

ΒΙΒΛΙΟΝ Θ


Ο τύπος του τυραννικού ανθρώπου
[571a] Μας μένει ακόμη να εξετάσομε τον τυραννικό άνθρωπο, πώς σχηματίζεται από τον δημοκρατικό, όταν διαμορφωθεί ποιός είναι ο χαρακτήρας του και αν ο τρόπος της ζωής του είναι άθλιος ή μακαριστός.
Αυτός πραγματικά υπολείπεται.
Ξέρεις όμως τί επιθυμώ εγώ ακόμη;
Τί;
Μου φαίνεται ότι δεν εξετάσαμε αρκετά το θέμα των επιθυμιών, ποιά είναι η φύση και τα διάφορα είδη τους. Εφόσον υπάρχουν σ᾽ αυτό χάσματα, [571b] θα είναι ασαφέστερη η εξέταση εκείνου που ζητούμε.
Και δεν είναι ακόμη καιρός να το κάνομε;
Είναι βέβαια· και πρόσεξε τί κυρίως θέλω γι᾽ αυτές να μάθομε. Νά τί θέλω. Ανάμεσα στις επιθυμίες και στις ηδονές που τις χαρακτηρίσαμε μη αναγκαίες υπάρχουν μερικές που τις θεωρώ παράνομες· αυτές βρίσκονται γενικά σε όλους σχεδόν τους ανθρώπους, αλλά σε μερικούς περιστέλλονται από τους νόμους και από άλλες καλύτερες επιθυμίες με την επικουρία του λογικού, έτσι ώστε ή φεύγουν καθ᾽ ολοκληρίαν ή, όσες μένουν, είναι λίγες και αδύνατες, [571c] σε άλλους όμως είναι δυνατότερες και περισσότερες.
Και ποιές είναι οι επιθυμίες που λες;
Εκείνες που ξυπνούν κατά τον ύπνο, όταν κοιμάται το άλλο μέρος της ψυχής που είναι λογικό, ήμερο και άξιο να άρχει, το άλλο δε το κτηνώδες και άγριο, αφού χορτάσει από φαγητό και μέθη, αρχίζει να σκιρτά και, αφού αποδιώξει τον ύπνο, ζητάει να διαφύγει και να ικανοποιήσει τις ορέξεις του· ξέρεις ότι τίποτα δεν υπάρχει που να μην τολμά να το κάνει τότε, σαν να έχει λυθεί και αποτινάξει κάθε χαλινό ντροπής και φρόνησης. Δεν διστάζει να επιχειρεί, [571d] καθώς φαντάζεται οποιαδήποτε βδελυρία, χωρίς να κάνει διάκριση μητέρας ή άλλου οποιουδήποτε ανθρώπου ή θεού ή ζώου, φόνους να διαπράττει αποτρόπαιους και από κανένα φαγητό να μην αποτραβιέται· μ᾽ έναν λόγο δεν υπάρχει παραφροσύνη και αναισχυντία που να την αφήνει.
Είναι αληθέστατα αυτά που λες.
Όταν όμως ένας άνθρωπος έχει ρυθμίσει τη δίαιτά του με τους κανόνες της υγιεινής και της σωφροσύνης· όταν, πριν παραδοθεί στον ύπνο, ξυπνάει το λογιστικό μέρος της ψυχής του και το θρέφει με καλούς λόγους και σκέψεις και συγκεντρώνει [571e] σ᾽ αυτές όλη τη διάνοιά του· όταν, χωρίς ούτε να στερήσει ούτε να παραφορτώσει το επιθυμητικό, του παραχωρεί όσο ακριβώς του χρειάζεται για ν᾽ αποκοιμηθεί και να μην έρχεται να διαταράσσει [572a] το καλύτερο μέρος της ψυχής με τη χαρά του ή τη λύπη του, αλλά το αφήνει μόνο του και ανεπηρέαστο να αναζητεί και να λαχταράει να νιώσει ό,τι δεν γνωρίζει, ή από τα περασμένα ή από τα παρόντα ή από τα μέλλοντα· όταν επίσης αυτός ο άνθρωπος κατευνάσει το θυμοειδές μέρος της ψυχής του και κοιμηθεί χωρίς να έχει την καρδιά του ταραγμένη από οργή εναντίον άλλων· όταν τέλος καθησυχάσει αυτά τα δύο μέρη της ψυχής κρατώντας άγρυπνο μόνο το τρίτο όπου εδράζει η φρόνηση, κι έτσι αναπαυθεί, ξέρεις βέβαια ότι τότε το πνεύμα του εγγίζει όσο γίνεται περισσότερο την αλήθεια και κάθε άλλο παρά φαντασίες παράνομες [572b] του παρουσιάζονται στα όνειρά του.
Και εγώ παραδέχομαι ότι έτσι εντελώς γίνονται τα πράγματα.
Ίσως να τραβήξαμε περισσότερο απ᾽ όσο έπρεπε αυτή την παρέκβαση· πάντως εκείνο που μας ενδιαφέρει να γνωρίζομε είναι ότι έχει μέσα του ο καθένας μας, ακόμη κι εκείνοι που θεωρούνται περισσότερο κύριοι των παθών τους, ένα είδος φοβερών, άγριων και παράνομων επιθυμιών· αυτό γίνεται ολοφάνερο στον ύπνο. Σκέψου λοιπόν τώρα αν σου φαίνεται πως έχω δίκιο και συμφωνείς μαζί μου.
Και βέβαια συμφωνώ.
Τώρα θυμήσου την εικόνα που κάναμε του δημοκρατικού ανθρώπου. [572c] Λέγαμε ότι από τα νιάτα του ανατράφηκε από πατέρα φειδωλό, που μόνο τις επιθυμίες του χρηματικού κέρδους τιμά και περιφρονεί τις μη αναγκαίες που αποβλέπουν μόνο στη διασκέδαση και στον καλλωπισμό. Ή όχι;
Ναι.
Και αφού σχετίσθηκε με ανθρώπους πιο μορφωμένους και έκδοτους σε όλες τις επιθυμίες που πριν από λίγο αναφέραμε, παραδίνεται κι αυτός σε κάθε διαφθορά και στο είδος ζωής των ανθρώπων εκείνων, από μίσος προς τη φιλαργυρία του πατέρα του· επειδή όμως είχε καλύτερη φύση από τους διαφθορείς του, ελκόμενος προς δύο αντίθετες διευθύνσεις [572d] έπλασε έναν μέσο μεταξύ των δύο χαρακτήρα και απολαμβάνοντας με μέτρο, καθώς φαντάζεται, τα καλά του ενός και του άλλου ζει βίο ούτε ανελεύθερο ούτε παράνομο, έτσι καθώς έγινε δημοκρατικός από ολιγαρχικός που ήταν πριν.
Αυτή πραγματικά την ιδέα είχαμε και έχομε γι᾽ αυτό τον τύπο.
Τώρα φαντάσου πάλι αυτό τον άνθρωπο προχωρημένο πια στην ηλικία να ᾽χει γιο νέο αναθρεμμένο με τις αρχές του πατέρα του.
Φαντάζομαι.
Φαντάσου κατόπιν ότι συμβαίνουν και μ᾽ αυτόν τα ίδια που έγιναν και με τον πατέρα του, ότι δηλαδή παραδίνεται σε κάθε [572e] παραλυσία, που ελευθερία την ονομάζουν όσοι τον παρέσυραν σ᾽ αυτήν, και ότι ο πατέρας του και οι άλλοι οικείοι του βοηθούν εκείνες τις διάμεσες επιθυμίες του, ενώ οι άλλοι βοηθούν τις αντίθετες· όταν πια αυτοί οι φοβεροί μάγοι και επιτήδειοι να δημιουργούν τυράννους απελπισθούν ότι θα μπορέσουν να κρατήσουν τον νέο μαζί τους με άλλον τρόπο, μηχανεύονται το καθετί για να γεννηθεί στην καρδιά του κάποιος έρωτας, προστάτης των αργών και [573a] σπάταλων επιθυμιών, που είναι κατά την ιδέα μου ένας φτερωτός και μεγάλος κηφήνας — ή νομίζεις εσύ ότι είναι τίποτ᾽ άλλο αυτός ο έρωτας;—
Αυτό και τίποτ᾽ άλλο.
Όταν λοιπόν οι άλλες επιθυμίες αρχίσουν να βομβούν τριγύρω του, γεμάτες από θυμιάματα, μυρωμένες, στεφανωμένες με άνθη και μεθυσμένες από κρασιά και από εκείνες τις αχαλίνωτες ηδονές που παρακολουθούν τις τέτοιες συντροφιές, και αρχίσουν να τον τρέφουν με το παραπάνω και να τον μεγαλώνουν, έως ότου αναπτυχθεί μέσα στον κηφήνα το κεντρί του πόθου, τότε πια δορυφορούμενος από τη μανία και [573b] οιστρηλατούμενος αυτός ο προστάτης της ψυχής, αν βρει ακόμη μέσα του μερικές δοξασίες ή επιθυμίες χρηστές και κάποια ίχνη ντροπής, τα αποτελειώνει και τα διώχνει έξω από την ψυχή του, κι έτσι, αφού την καθαρίσει από κάθε σωφροσύνη, φέρνει απέξω και τη γεμίζει με παραφροσύνη.
Πιστότατα εικονίζεις τον τρόπο που γίνεται ο τυραννικός άνθρωπος.
Δεν είναι άραγε γι᾽ αυτό τον λόγο που από παλιά ονομάσθηκε τύραννος και ο Έρωτας;
Έτσι φαίνεται.
Ακόμη κι ένας άνθρωπος, φίλε, μεθυσμένος δεν παρουσιάζει κάπως [573c] τυραννικές διαθέσεις;
Μάλιστα.
Αλλά κι ένας παράφρων και με σαλεμένες τις φρένες δεν δοκιμάζει και δεν φαντάζεται ότι είναι ικανός να κυβερνήσει όχι μόνο ανθρώπους αλλά και θεούς;
Βεβαιότατα.
Λοιπόν, καλέ μου, τυραννικός γίνεται τυπικά ένας άνθρωπος, όταν ή από τη φύση του ή από την ανατροφή του ή και από τα δύο γίνει επιρρεπής στη μέθη και στον έρωτα και στην παραφροσύνη.
Πολύ σωστά.
Με αυτό λοιπόν τον τρόπο γίνεται και τέτοιος είναι ο χαρακτήρας του· ποιά τώρα να είναι η ζωή του;
[573d] Όπως λέγουν παίζοντας «αυτό θα μου το πεις εσύ κι εμένα».
Θα σου το πω. Ύστερ᾽ απ᾽ αυτό ρίχνονται κατακέφαλα στις εορτές, στους κώμους, στα συμπόσια, στις εταίρες και σ᾽ όλα τα παρόμοια εκείνοι που μέσα στην ψυχή τους τύραννος θρονιάζεται ο Έρωτας και τους κυβερνά καθ᾽ ολοκληρίαν.
Αναγκαστικά.
Δεν θα ξεφυτρώνουν λοιπόν, κάθε νύχτα και μέρα, όλο και νέες και φοβερές επιθυμίες, με ένα σωρό απαιτήσεις για να ικανοποιηθούν;
Βεβαιότατα.
Ώστε, εάν υπάρχουν τίποτα εισοδήματα, δεν θ᾽ αργήσουν να εξαντληθούν.
Πώς όχι;
[573e] Έπειτα θ᾽ αρχίσουν τα δάνεια και ο εξαφανισμός σιγά σιγά της περιουσίας.
Εννοείται.
Και όταν τελειώσουν όλα, δεν θ᾽ αρχίσουν κατ᾽ ανάγκη να βοούν οι πολλές και σφοδρές επιθυμίες που φωλιάζουν μέσα τους, και αυτοί, καθώς θα ερεθίζονται από τις άλλες επιθυμίες, προπάντων όμως από τον Έρωτα που σαν αρχηγός θα έχει όλες τις άλλες δορυφόρους του, δεν θα πέσουν σε μανία και θα τρέχουν δεξιά κι αριστερά κοιτάζοντας ποιός έχει τίποτα που να μπορούν να το αφαιρέσουν με την απάτη ή και [574a] με τη βία;
Βεβαιότατα.
Είναι λοιπόν αναγκασμένοι να μαζεύουν από παντού και ό,τι λάχει, ειδεμή να υποφέρουν μεγάλα βάσανα και πόνους.
Δίχως άλλο.
Και καθώς τα πάθη που μπήκαν έπειτα στην ψυχή του υπερίσχυσαν και απογύμνωσαν τις παλαιές επιθυμίες από τα υπάρχοντά τους, έτσι κι αυτός δεν θα ζητήσει, αν και νεότερος, να δείξει την πλεονεξία του απέναντι στον πατέρα του και στη μητέρα του και να τους στερήσει το μερίδιό τους, αφού σπαταλήσει πια το δικό του;
Πώς όχι;