Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (419a-421c)

ΒΙΒΛΙΟΝ Δ


[419a] Καὶ ὁ Ἀδείμαντος ὑπολαβών, Τί οὖν, ἔφη, ὦ Σώκρατες, ἀπολογήσῃ, ἐάν τίς σε φῇ μὴ πάνυ τι εὐδαίμονας ποιεῖν τούτους τοὺς ἄνδρας, καὶ ταῦτα δι᾽ ἑαυτούς, ὧν ἔστι μὲν ἡ πόλις τῇ ἀληθείᾳ, οἱ δὲ μηδὲν ἀπολαύουσιν ἀγαθὸν τῆς πόλεως, οἷον ἄλλοι ἀγρούς τε κεκτημένοι καὶ οἰκίας οἰκοδομούμενοι καλὰς καὶ μεγάλας, καὶ ταύταις πρέπουσαν κατασκευὴν κτώμενοι, καὶ θυσίας θεοῖς ἰδίας θύοντες, καὶ ξενοδοκοῦντες, καὶ δὴ καὶ ἃ νυνδὴ σὺ ἔλεγες, χρυσόν τε καὶ ἄργυρον κεκτημένοι καὶ πάντα ὅσα νομίζεται τοῖς μέλλουσιν μακαρίοις εἶναι; ἀλλ᾽ ἀτεχνῶς, φαίη ἄν, ὥσπερ ἐπίκουροι μισθωτοὶ ἐν [420a] τῇ πόλει φαίνονται καθῆσθαι οὐδὲν ἄλλο ἢ φρουροῦντες.
Ναί, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ ταῦτά γε ἐπισίτιοι καὶ οὐδὲ μισθὸν πρὸς τοῖς σιτίοις λαμβάνοντες ὥσπερ οἱ ἄλλοι, ὥστε οὐδ᾽ ἂν ἀποδημῆσαι βούλωνται ἰδίᾳ, ἐξέσται αὐτοῖς, οὐδ᾽ ἑταίραις διδόναι, οὐδ᾽ ἀναλίσκειν ἄν ποι βούλωνται ἄλλοσε, οἷα δὴ οἱ εὐδαίμονες δοκοῦντες εἶναι ἀναλίσκουσι. ταῦτα καὶ ἄλλα τοιαῦτα συχνὰ τῆς κατηγορίας ἀπολείπεις.
Ἀλλ᾽, ἦ δ᾽ ὅς, ἔστω καὶ ταῦτα κατηγορημένα.
[420b] Τί οὖν δὴ ἀπολογησόμεθα, φῄς;
Ναί.
Τὸν αὐτὸν οἶμον, ἦν δ᾽ ἐγώ, πορευόμενοι εὑρήσομεν, ὡς ἐγᾦμαι, ἃ λεκτέα. ἐροῦμεν γὰρ ὅτι θαυμαστὸν μὲν ἂν οὐδὲν εἴη εἰ καὶ οὗτοι οὕτως εὐδαιμονέστατοί εἰσιν, οὐ μὴν πρὸς τοῦτο βλέποντες τὴν πόλιν οἰκίζομεν, ὅπως ἕν τι ἡμῖν ἔθνος ἔσται διαφερόντως εὔδαιμον, ἀλλ᾽ ὅπως ὅτι μάλιστα ὅλη ἡ πόλις. ᾠήθημεν γὰρ ἐν τῇ τοιαύτῃ μάλιστα ἂν εὑρεῖν δικαιοσύνην καὶ αὖ ἐν τῇ κάκιστα οἰκουμένῃ [420c] ἀδικίαν, κατιδόντες δὲ κρῖναι ἂν ὃ πάλαι ζητοῦμεν. νῦν μὲν οὖν, ὡς οἰόμεθα, τὴν εὐδαίμονα πλάττομεν οὐκ ἀπολαβόντες ὀλίγους ἐν αὐτῇ τοιούτους τινὰς τιθέντες, ἀλλ᾽ ὅλην· αὐτίκα δὲ τὴν ἐναντίαν σκεψόμεθα. ὥσπερ οὖν ἂν εἰ ἡμᾶς ἀνδριάντα γράφοντας προσελθών τις ἔψεγε λέγων ὅτι οὐ τοῖς καλλίστοις τοῦ ζῴου τὰ κάλλιστα φάρμακα προστίθεμεν —οἱ γὰρ ὀφθαλμοὶ κάλλιστον ὂν οὐκ ὀστρείῳ ἐναληλιμμένοι εἶεν ἀλλὰ μέλανι— μετρίως ἂν [420d] ἐδοκοῦμεν πρὸς αὐτὸν ἀπολογεῖσθαι λέγοντες· «Ὦ θαυμάσιε, μὴ οἴου δεῖν ἡμᾶς οὕτω καλοὺς ὀφθαλμοὺς γράφειν, ὥστε μηδὲ ὀφθαλμοὺς φαίνεσθαι, μηδ᾽ αὖ τἆλλα μέρη, ἀλλ᾽ ἄθρει εἰ τὰ προσήκοντα ἑκάστοις ἀποδιδόντες τὸ ὅλον καλὸν ποιοῦμεν· καὶ δὴ καὶ νῦν μὴ ἀνάγκαζε ἡμᾶς τοιαύτην εὐδαιμονίαν τοῖς φύλαξι προσάπτειν, ἣ ἐκείνους πᾶν μᾶλλον [420e] ἀπεργάσεται ἢ φύλακας. ἐπιστάμεθα γὰρ καὶ τοὺς γεωργοὺς ξυστίδας ἀμφιέσαντες καὶ χρυσὸν περιθέντες πρὸς ἡδονὴν ἐργάζεσθαι κελεύειν τὴν γῆν, καὶ τοὺς κεραμέας κατακλίναντες ἐπὶ δεξιὰ πρὸς τὸ πῦρ διαπίνοντάς τε καὶ εὐωχουμένους, τὸν τροχὸν παραθεμένους, ὅσον ἂν ἐπιθυμῶσι κεραμεύειν, καὶ τοὺς ἄλλους πάντας τοιούτῳ τρόπῳ μακαρίους ποιεῖν, ἵνα δὴ ὅλη ἡ πόλις εὐδαιμονῇ. ἀλλ᾽ ἡμᾶς μὴ οὕτω νουθέτει· ὡς, ἄν σοι πειθώμεθα, οὔτε ὁ γεωργὸς γεωργὸς [421a] ἔσται οὔτε ὁ κεραμεὺς κεραμεὺς οὔτε ἄλλος οὐδεὶς οὐδὲν ἔχων σχῆμα ἐξ ὧν πόλις γίγνεται. ἀλλὰ τῶν μὲν ἄλλων ἐλάττων λόγος· νευρορράφοι γὰρ φαῦλοι γενόμενοι καὶ διαφθαρέντες καὶ προσποιησάμενοι εἶναι μὴ ὄντες πόλει οὐδὲν δεινόν, φύλακες δὲ νόμων τε καὶ πόλεως μὴ ὄντες ἀλλὰ δοκοῦντες ὁρᾷς δὴ ὅτι πᾶσαν ἄρδην πόλιν ἀπολλύασιν, καὶ αὖ τοῦ εὖ οἰκεῖν καὶ εὐδαιμονεῖν μόνοι τὸν καιρὸν ἔχουσιν». εἰ μὲν οὖν ἡμεῖς μὲν φύλακας ὡς ἀληθῶς [421b] ποιοῦμεν ἥκιστα κακούργους τῆς πόλεως, ὁ δ᾽ ἐκεῖνο λέγων γεωργούς τινας καὶ ὥσπερ ἐν πανηγύρει ἀλλ᾽ οὐκ ἐν πόλει ἑστιάτορας εὐδαίμονας, ἄλλο ἄν τι ἢ πόλιν λέγοι. σκεπτέον οὖν πότερον πρὸς τοῦτο βλέποντες τοὺς φύλακας καθιστῶμεν, ὅπως ὅτι πλείστη αὐτοῖς εὐδαιμονία ἐγγενήσεται, ἢ τοῦτο μὲν εἰς τὴν πόλιν ὅλην βλέποντας θεατέον εἰ ἐκείνῃ ἐγγίγνεται, τοὺς δ᾽ ἐπικούρους τούτους καὶ τοὺς [421c] φύλακας ἐκεῖνο ἀναγκαστέον ποιεῖν καὶ πειστέον, ὅπως ὅτι ἄριστοι δημιουργοὶ τοῦ ἑαυτῶν ἔργου ἔσονται, καὶ τοὺς ἄλλους ἅπαντας ὡσαύτως, καὶ οὕτω συμπάσης τῆς πόλεως αὐξανομένης καὶ καλῶς οἰκιζομένης ἐατέον ὅπως ἑκάστοις τοῖς ἔθνεσιν ἡ φύσις ἀποδίδωσι τοῦ μεταλαμβάνειν εὐδαιμονίας.
Ἀλλ᾽, ἦ δ᾽ ὅς, καλῶς μοι δοκεῖς λέγειν.
Ἆρ᾽ οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ τὸ τούτου ἀδελφὸν δόξω σοι μετρίως λέγειν;
Τί μάλιστα;

ΒΙΒΛΙΟΝ Δ


Πώς να ζουν οι άρχοντες
[419a] Πήρε το λόγο τότε ο Αδείμαντος και είπε· Μα τί θα έχεις ν᾽ απολογηθείς, Σωκράτη, αν σου πει κανείς πως δεν κάνεις και πάρα πολύ ευτυχισμένους αυτούς τους πολεμιστές, και μάλιστα από φταίξιμο δικό τους, γιατί ενώ αυτοί πραγματικά έχουν στην εξουσία τους την πόλη, δεν απολαβαίνουν τίποτ᾽ από τ᾽ αγαθά της, όπως άλλοι που έχουν αποκτήσει χωράφια και χτίζουν σπίτια μεγάλα και ωραία και τα επιπλώνουν έτσι καθώς πρέπει και είναι σε θέση να προσφέρουν στους θεούς θυσίες από τα δικά τους και να φιλεύουν ξένους και να έχουν αυτά δα που έλεγες και συ τώρα, χρυσάφι και ασήμι και όλα τ᾽ άλλα που παραδέχονται όλοι πως αποτελούν την ευτυχία του ανθρώπου· και μ᾽ ένα λόγο, θα ᾽λεγε κανείς, πως δεν κάθονται [420a] στην πόλη για τίποτ᾽ άλλο παρά για να τη φυλάγουν μονάχα.
Ναι, είπα εγώ, και βάλε ακόμα πως μόνο την τροφή τους παίρνουν και κανέναν άλλο μισθό εκτός απ᾽ αυτή, καθώς όλοι οι άλλοι μισθωτοί, ώστε να μην μπορούν να κάμουν, αν θελήσουν, κανένα ταξίδι, ούτε να διασκεδάσουν με γυναίκες, ούτε να κάμουν κανένα άλλο έξοδο, καθώς δα εκείνοι που τους θεωρεί ο κόσμος ευτυχισμένους· αυτά και άλλα πολλά τέτοια παραλείπεις από το κατηγορητήριό σου.
Βάλε τα λοιπόν κι αυτά μέσα στην κατηγορία.
[420b] Τώρα λοιπόν μ᾽ αρωτάς τί θ᾽ απολογηθούμε;
Ναι.
Τον ίδιο δρόμο, νομίζω, πως θα τραβήξομε, για να βρούμε τί πρέπει ν᾽ απαντήσομε· θα πούμε δηλαδή πως δεν θα ήταν καθόλου παράδοξο αν, και μ᾽ όλα ταύτα, είναι ευτυχέστατοι και αυτοί, μα όταν όμως θεμελιώνομε την πολιτεία μας, δεν αποβλέπομε πώς θα είναι μια ξεχωριστή μόνο τάξη ευτυχισμένη, αλλά, όσο μπορεί περισσότερο, ολόκληρη η πόλη. Γιατί νομίσαμε πως μέσα σ᾽ αυτή θα βρίσκαμε τη δικαιοσύνη καθώς πάλι την αδικία μες στην πιο κακοκυβερνημένη [420c] πόλη, κι έτσι, αφού θα τις είχαμε μπρος στα μάτια μας, να βγάλομε την απόφασή μας πάνω σ᾽ αυτό που τόση ώρα ζητούμε· τώρα λοιπόν, όπως το βάζομε στο νου μας, καταγινόμαστε να πλάσομε την ευτυχισμένη πόλη, χωρίς να κάνομε διακρίσεις και να δίνομε την ευτυχία σε μερικούς μόνο, μα σ᾽ όλη την πόλη. Κατόπι θα εξετάσομε και την αντίθετή της. Καθώς λοιπόν εκεί που θα χρωματίζαμε αγάλματα, αν μας πλησίαζε ένας και μας έψεγε πως δε βάζομε τα ωραιότερα χρώματα στα ωραιότερα μέρη της εικόνας και πως θα ᾽πρεπε τα μάτια, που είναι το πιο ωραιότερο, να τα είχαμε αλείψει με χρώμα πορφύρας και όχι με μελανί, [420d] θα του απαντούσαμε νομίζω με το μέτρο που χρειάζονταν, αν του λέγαμε: μη φαντάζεσαι, καλέ μας άνθρωπε, πως πρέπει να ζωγραφίζομε έτσι ωραία τα μάτια που ούτε μάτια να φαίνονται πια, ούτε και τα άλλα μέρη, μα κοίτα αν βάζομε το καθένα το χρώμα που του ταιριάζει, ώστε να φαίνεται ωραίο το σύνολο — έτσι και συ τώρα μη μας αναγκάζεις να παραχωρούμε στους φρουρούς μας μια τέτοια ευδαιμονία που θα τους καταντήσει κάθε άλλο [420e] να είναι πια παρά φρουροί· γιατί ξέρουμε βέβαια κι εμείς να ντύσουμε τους γεωργούς με πολύτιμα φορέματα και να τους φορτώσουμε χρυσαφικά και να τους επιτρέψουμε να καλλιεργούν τη γη έτσι για ευχαρίστησή τους· και τους αγγειοπλάστες να τους ξαπλώσουμε έτσι βολικά αντίκρυ στη φωτιά, να πίνουν αράδα και να γλεντοκοπούν, με παράμερα βαλμένο τον τροχό, να τον δουλεύουν όποταν του έρχεται η όρεξη· και όλους τους άλλους με τον ίδιο τρόπο να τους κάμουμε ευτυχισμένους, για να πλέει έτσι δα τάχα μέσα στην ευδαιμονία ολόκληρ᾽ η πόλη· μα εμάς μη μας δίνεις αυτή τη συμβουλή· γιατί, αν σ᾽ ακούσουμε και το κάμουμε, ούτε ο γεωργός θα είναι πια [421a] γεωργός, ούτε ο αγγειοπλάστης αγγειοπλάστης, ούτε κανείς άλλος από κείνους που κάνουν την πόλη θα μπορεί να σταθεί στον προορισμό του· μα όσο για τους άλλους δεν έχει βέβαια και μεγάλη σημασία· γιατί αν γίνουν κακοί και χαλάσουν οι μπαλωματήδες, και κάνουν πως είναι κάτι, ενώ δεν είναι τίποτα, μικρή η ζημία για την πόλη· ενώ οι φύλακες των νόμων και της πολιτείας, αν δεν είναι πραγματικά τέτοιοι, παρά μόνο με τ᾽ όνομα, το βλέπεις δα και συ πως εξολοθρεύουν συθέμελα ολάκερη την πόλη και πως πάλι απ᾽ αυτούς μονάχα κρέμεται η καλή κυβέρνηση και η ευδαιμονία της. Αν λοιπόν εμείς εννοούμε να κάμουμε [421b] πραγματικούς φρουρούς, ανίκανους να βλάψουν και στο παραμικρότερο την πόλη, αυτός που λέει εκείνα τα άλλα και τους θέλει ένα είδος γεωργούς και σαν σε πανηγύρι, όχι σε πόλη, χαροκόπους καλοζωισμένους, κάθε άλλο βέβαια έχει υπόψη του παρά πόλη· εμείς αυτό έχομε να κοιτάξομε, αν, όταν διορίζομε τους φρουρούς, ο σκοπός μας είναι πώς να έχουν αυτοί όσο γίνεται περισσότερη ευδαιμονία, ή αν πρέπει ν᾽ αποβλέπομε στο πώς να υπάρχει αυτή η ευδαιμονία σε ολόκληρη την πόλη, κι έτσι να αναγκάσομε και να πείσομε αυτούς τους επικούρους και [421c] τους φρουρούς, καθώς και όλους τους άλλους γενικά, πώς να είναι όσο μπορεί ο καθένας καλύτερος στη δουλειά του· και μ᾽ αυτό τον τρόπο, όσο μεγαλώνει η πόλη και αποκτά την καλή της κυβέρνηση, ν᾽ αφήνομε σε καθεμιά τάξη ν᾽ απολαβαίνει το μερδικό της ευδαιμονίας που της ανήκει από τη φύση του είδους της.
Μα σωστά βέβαια μου φαίνεται πως τα λες.
Άραγε λοιπόν θα σου φανεί το ίδιο σωστό και κάτι άλλο ανάλογο που θα σου πω;
Λέγε το ν᾽ ακούσομε.