Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (535d-537d)

[535d] Πρῶτον μέν, εἶπον, φιλοπονίᾳ οὐ χωλὸν δεῖ εἶναι τὸν ἁψόμενον, τὰ μὲν ἡμίσεα φιλόπονον ὄντα, τὰ δ᾽ ἡμίσεα ἄπονον. ἔστι δὲ τοῦτο, ὅταν τις φιλογυμναστὴς μὲν καὶ φιλόθηρος ᾖ καὶ πάντα τὰ διὰ τοῦ σώματος φιλοπονῇ, φιλομαθὴς δὲ μή, μηδὲ φιλήκοος μηδὲ ζητητικός, ἀλλ᾽ ἐν πᾶσι τούτοις μισοπονῇ· χωλὸς δὲ καὶ ὁ τἀναντία τούτου μεταβεβληκὼς τὴν φιλοπονίαν.
Ἀληθέστατα, ἔφη, λέγεις.
Οὐκοῦν καὶ πρὸς ἀλήθειαν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ταὐτὸν τοῦτο [535e] ἀνάπηρον ψυχὴν θήσομεν, ἣ ἂν τὸ μὲν ἑκούσιον ψεῦδος μισῇ καὶ χαλεπῶς φέρῃ αὐτή τε καὶ ἑτέρων ψευδομένων ὑπεραγανακτῇ, τὸ δ᾽ ἀκούσιον εὐκόλως προσδέχηται καὶ ἀμαθαίνουσά που ἁλισκομένη μὴ ἀγανακτῇ, ἀλλ᾽ εὐχερῶς ὥσπερ θηρίον ὕειον ἐν ἀμαθίᾳ μολύνηται;
[536a] Παντάπασι μὲν οὖν, ἔφη.
Καὶ πρὸς σωφροσύνην, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ ἀνδρείαν καὶ μεγαλοπρέπειαν καὶ πάντα τὰ τῆς ἀρετῆς μέρη οὐχ ἥκιστα δεῖ φυλάττειν τὸν νόθον τε καὶ τὸν γνήσιον. ὅταν γάρ τις μὴ ἐπίστηται πάντῃ τὰ τοιαῦτα σκοπεῖν καὶ ἰδιώτης καὶ πόλις, λανθάνουσι χωλοῖς τε καὶ νόθοις χρώμενοι πρὸς ὅτι ἂν τύχωσι τούτων, οἱ μὲν φίλοις, οἱ δὲ ἄρχουσι.
Καὶ μάλα, ἔφη, οὕτως ἔχει.
Ἡμῖν δή, ἦν δ᾽ ἐγώ, πάντα τὰ τοιαῦτα διευλαβητέον· [536b] ὡς ἐὰν μὲν ἀρτιμελεῖς τε καὶ ἀρτίφρονας ἐπὶ τοσαύτην μάθησιν καὶ τοσαύτην ἄσκησιν κομίσαντες παιδεύωμεν, ἥ τε δίκη ἡμῖν οὐ μέμψεται αὐτή, τήν τε πόλιν καὶ πολιτείαν σώσομεν, ἀλλοίους δὲ ἄγοντες ἐπὶ ταῦτα τἀναντία πάντα καὶ πράξομεν καὶ φιλοσοφίας ἔτι πλείω γέλωτα καταντλήσομεν.
Αἰσχρὸν μεντἂν εἴη, ἦ δ᾽ ὅς.
Πάνυ μὲν οὖν, εἶπον· γελοῖον δ᾽ ἔγωγε καὶ ἐν τῷ παρόντι ‹τι› ἔοικα παθεῖν.
Τὸ ποῖον; ἔφη.
[536c] Ἐπελαθόμην, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅτι ἐπαίζομεν, καὶ μᾶλλον ἐντεινάμενος εἶπον. λέγων γὰρ ἅμα ἔβλεψα πρὸς φιλοσοφίαν, καὶ ἰδὼν προπεπηλακισμένην ἀναξίως ἀγανακτήσας μοι δοκῶ καὶ ὥσπερ θυμωθεὶς τοῖς αἰτίοις σπουδαιότερον εἰπεῖν ἃ εἶπον.
Οὐ μὰ τὸν Δί᾽, ἔφη, οὔκουν ὥς γ᾽ ἐμοὶ ἀκροατῇ.
Ἀλλ᾽ ὡς ἐμοί, ἦν δ᾽ ἐγώ, ῥήτορι. τόδε δὲ μὴ ἐπιλανθανώμεθα, ὅτι ἐν μὲν τῇ προτέρᾳ ἐκλογῇ πρεσβύτας [536d] ἐξελέγομεν, ἐν δὲ ταύτῃ οὐκ ἐγχωρήσει· Σόλωνι γὰρ οὐ πειστέον ὡς γηράσκων τις πολλὰ δυνατὸς μανθάνειν, ἀλλ᾽ ἧττον ἢ τρέχειν, νέων δὲ πάντες οἱ μεγάλοι καὶ οἱ πολλοὶ πόνοι.
Ἀνάγκη, ἔφη.
Τὰ μὲν τοίνυν λογισμῶν τε καὶ γεωμετριῶν καὶ πάσης τῆς προπαιδείας, ἣν τῆς διαλεκτικῆς δεῖ προπαιδευθῆναι, παισὶν οὖσι χρὴ προβάλλειν, οὐχ ὡς ἐπάναγκες μαθεῖν τὸ σχῆμα τῆς διδαχῆς ποιουμένους.
Τί δή;
[536e] Ὅτι, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὐδὲν μάθημα μετὰ δουλείας τὸν ἐλεύθερον χρὴ μανθάνειν. οἱ μὲν γὰρ τοῦ σώματος πόνοι βίᾳ πονούμενοι χεῖρον οὐδὲν τὸ σῶμα ἀπεργάζονται, ψυχῇ δὲ βίαιον οὐδὲν ἔμμονον μάθημα.
Ἀληθῆ, ἔφη.
Μὴ τοίνυν βίᾳ, εἶπον, ὦ ἄριστε, τοὺς παῖδας ἐν τοῖς [537a] μαθήμασιν ἀλλὰ παίζοντας τρέφε, ἵνα καὶ μᾶλλον οἷός τ᾽ ᾖς καθορᾶν ἐφ᾽ ὃ ἕκαστος πέφυκεν.
Ἔχει ὃ λέγεις, ἔφη, λόγον.
Οὐκοῦν μνημονεύεις, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅτι καὶ εἰς τὸν πόλεμον ἔφαμεν τοὺς παῖδας εἶναι ἀκτέον ἐπὶ τῶν ἵππων θεωρούς, καὶ ἐάν που ἀσφαλὲς ᾖ, προσακτέον ἐγγὺς καὶ γευστέον αἵματος, ὥσπερ τοὺς σκύλακας;
Μέμνημαι, ἔφη.
Ἐν πᾶσι δὴ τούτοις, ἦν δ᾽ ἐγώ, τοῖς τε πόνοις καὶ μαθήμασι καὶ φόβοις ὃς ἂν ἐντρεχέστατος ἀεὶ φαίνηται, εἰς ἀριθμόν τινα ἐγκριτέον.
[537b] Ἐν τίνι, ἔφη, ἡλικίᾳ;
Ἡνίκα, ἦν δ᾽ ἐγώ, τῶν ἀναγκαίων γυμνασίων μεθίενται· οὗτος γὰρ ὁ χρόνος, ἐάντε δύο ἐάντε τρία ἔτη γίγνηται, ἀδύνατός τι ἄλλο πρᾶξαι· κόποι γὰρ καὶ ὕπνοι μαθήμασι πολέμιοι. καὶ ἅμα μία καὶ αὕτη τῶν βασάνων οὐκ ἐλαχίστη, τίς ἕκαστος ἐν τοῖς γυμνασίοις φανεῖται.
Πῶς γὰρ οὔκ; ἔφη.
Μετὰ δὴ τοῦτον τὸν χρόνον, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐκ τῶν εἰκοσιετῶν οἱ προκριθέντες τιμάς τε μείζους τῶν ἄλλων οἴσονται, [537c] τά τε χύδην μαθήματα παισὶν ἐν τῇ παιδείᾳ γενόμενα τούτοις συνακτέον εἰς σύνοψιν οἰκειότητός τε ἀλλήλων τῶν μαθημάτων καὶ τῆς τοῦ ὄντος φύσεως.
Μόνη γοῦν, εἶπεν, ἡ τοιαύτη μάθησις βέβαιος, ἐν οἷς ἂν ἐγγένηται.
Καὶ μεγίστη γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, πεῖρα διαλεκτικῆς φύσεως καὶ μή· ὁ μὲν γὰρ συνοπτικὸς διαλεκτικός, ὁ δὲ μὴ οὔ.
Συνοίομαι, ἦ δ᾽ ὅς.
Ταῦτα τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, δεήσει σε ἐπισκοποῦντα οἳ ἂν [537d] μάλιστα τοιοῦτοι ἐν αὐτοῖς ὦσι καὶ μόνιμοι μὲν ἐν μαθήμασι, μόνιμοι δ᾽ ἐν πολέμῳ καὶ τοῖς ἄλλοις νομίμοις, τούτους αὖ, ἐπειδὰν τὰ τριάκοντα ἔτη ἐκβαίνωσιν, ἐκ τῶν προκρίτων προκρινάμενον εἰς μείζους τε τιμὰς καθιστάναι καὶ σκοπεῖν, τῇ τοῦ διαλέγεσθαι δυνάμει βασανίζοντα τίς ὀμμάτων καὶ τῆς ἄλλης αἰσθήσεως δυνατὸς μεθιέμενος ἐπ᾽ αὐτὸ τὸ ὂν μετ᾽ ἀληθείας ἰέναι. καὶ ἐνταῦθα δὴ πολλῆς φυλακῆς ἔργον, ὦ ἑταῖρε.
Τί μάλιστα; ἦ δ᾽ ὅς.

[535d] Πρώτα πρώτα εκείνος που θα πλησιάσει τη φιλοσοφία δεν πρέπει να είναι χωλός στη φιλοπονία, μισό δηλαδή φιλόπονος και μισό ακαμάτης. Πράγμα που γίνεται, όταν ένας λόγου χάρη είναι φίλος του αθλητισμού και του κυνηγιού και γενικά καταγίνεται με ζήλο στις σωματικές ασκήσεις, δεν είναι όμως καθόλου και φιλομαθής, δεν αγαπά τις ακροάσεις και τις συζητήσεις και αποφεύγει κάθε τέτοιου είδους κόπο· χωλός όμως επίσης είναι και κείνος που γίνεται το εναντίο με τη φιλοπονία του.
Έχεις απόλυτο δίκιο.
Κατά τον ίδιο λόγο λοιπόν και σχετικά με την αλήθεια [535e] δε θα θεωρήσομε κολοβωμένη και την ψυχή που, ναι μεν, εχθρεύεται το θεληματικό το ψέμα κι ούτε για τον εαυτό της το υποφέρει κι απ᾽ τους άλλους να τ᾽ ακούει καταγανακτεί, εύκολα όμως ανέχεται το αθέλητο κι ούτε στενοχωρείται πολύ όταν ξεσκεπάζεται κάπου η αμάθειά της, αλλά με πολλή αδιαφορία μολύνεται σα χοίρος μες στο βόρβορον αυτό;
[536a] Χωρίς καμιά αμφιβολία.
Μα δεν πρέπει βέβαια να δίνομε λιγότερη προσοχή και για τη σωφροσύνη και την αντρεία και τη μεγαλοπρέπεια και γενικά για όλα τα είδη της αρετής και να ξεχωρίζομε το νόθο και το γνήσιο. Γιατί όταν δεν είναι κανείς σε θέση να το κάνει αυτό, είτε ιδιώτης είτε πόλη, κινδυνεύουν χωρίς να το παίρνουν είδηση να εμπιστεύουνται τα συμφέροντά τους σε ανθρώπους χωλούς και νόθους, είτε τους έχουν φίλους είτε άρχοντες.
Και πραγματικώς αυτό συμβαίνει πολύ συχνά.
Ώστε εμείς τουλάχιστο πρέπει να φανούμε σ᾽ όλ᾽ αυτά πολύ προσεχτικοί· [536b] γιατί αν πάρομε να εκπαιδεύσομε σε τόσο σπουδαία μαθήματα και με τόσες ασκήσεις ανθρώπους άρτιους και στο σώμα και στο νου, ούτε η ίδια η δικαιοσύνη θα μπορεί να έχει κανένα παράπονο μαζί μας, και την πόλη μαζί και το πολίτευμα θα σώσομε. Ενώ αν πάρομε διαφορετικούς, όχι μόνο θα φτάσομε σε ολωσδιόλου αντίθετα αποτελέσματα και θα γίνομε αφορμή να περιλουστεί η φιλοσοφία με μεγαλύτερους ακόμα εξευτελισμούς.
Θα ήταν ντροπή μας αυτό.
Και πολύ μεγάλη μάλιστα· μα κι εγώ τώρα μου φαίνεται πως έπαθα κάτι που με κάνει να ντρέπομαι.
Ποιό;
[536c] Λησμόνησα πως όλ᾽ αυτά που συζητούμε είναι κάτι σαν να παίζομε και τον πήρα το σκοπό κάπως ψηλότερα. Γιατί απάνω στην ομιλία μου έπεσ᾽ η ματιά μου απάνω στη φιλοσοφία και καθώς την είδα τόσο ανάξια καταφρονεμένη, με κυρίεψε, μου φαίνεται, αγανάκτηση και θυμωμένος όπως ήμουν, μίλησα για τους αίτιους κάπως σοβαρότερα απ᾽ ό,τι άξιζαν.
Όχι δα και τόσο, για μένα τουλάχιστο τον ακροατή.
Για μένα όμως το ρήτορα ναι. Οπωσδήποτε ας μην ξεχνούμε πως στην προηγούμενή μας εκλογή [536d] είχαμε να εκλέξομε γέροντες, ενώ τώρα δε θα ᾽χει τον τόπο του να κάμομε το ίδιο· γιατί δεν πρέπει να πιστέψομε το Σόλωνα, πως και σαν γερνά κανείς μπορεί πολλά να μαθαίνει· περισσότερο ίσως θα μπορούσε να μάθει να τρέχει — όλοι όμως οι μεγάλοι και πολλοί κόποι είναι για τους νέους.
Αναγκαστικά.
Από την παιδική λοιπόν ηλικία πρέπει ν᾽ αρχίσομε τη διδασκαλία της αριθμητικής και της γεωμετρίας και όλων των μαθημάτων που είναι προπαρασκευή για τη διαλεκτική, χωρίς όμως στον τρόπο της διδασκαλίας μας να υπάρχει τίποτα που να μοιάζει καταναγκαστική μάθηση.
Γιατί;
[536e] Γιατί δεν πρέπει ο ελεύθερος να μαθαίνει τίποτα διά της βίας σα δούλος. Επειδή οι σωματικοί κόποι, και αν επιβάλλουνται στο σώμα με τη βία, δεν το βλάφτουν ούτε καθόλου χειρότερο το κάνουν· ενώ τα μαθήματα που μπαίνουν μες στην ψυχή με τη βία, δε στερεώνουν ούτε διατηρούνται μέσα της.
Είν᾽ αλήθεια.
Ποτέ λοιπόν, καλέ μου, να μη μεταχειρίζεσαι τη βία [537a] στα μαθήματα των παιδιών, αλλά φρόντιζε μάλλον παίζοντας να εκπαιδεύουνται, για να είσαι και συ καλύτερα σε θέση να διακρίνεις τη φυσική του καθενός προδιάθεση.
Είναι πολύ λογική αυτή σου η σύσταση.
Θα θυμάσαι βέβαια ακόμα που λέγαμε πως και στον πόλεμο πρέπει να οδηγούμε καβάλα τα παιδιά για να βλέπουν, κι όσο δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος, να τα φέρνομε και πιο κοντά και να τους δίνομε να γεύουνται αίμα σαν τα κουτάβια των λαγωνικών;
Μάλιστα, το θυμούμαι.
Όσοι λοιπόν σ᾽ όλ᾽ αυτά, και στους κόπους και στα μαθήματα και στους κινδύνους, δείχνουν τη μεγαλύτερη ορμή και αντοχή, όλους αυτούς θα τους ξεχωρίσεις κατά μέρος.
[537b] Σε ποιάν ηλικία;
Στην ηλικία που τελειώνουν τα υποχρεωτικά γυμνάσια· γιατί σ᾽ αυτό τον καιρό, είτε δυο είτε τρία χρόνια βαστά, δεν έχει τη δύναμη το παιδί να κάνει και τίποτ᾽ άλλο· ο κόπος και ο ύπνος είναι οι φυσικοί εχθροί των μαθημάτων. Κι από την άλλη μεριά είναι κι αυτό μια από τις δοκιμασίες, κι όχι η μικρότερη, να δούμε τί θα φανεί ο καθένας στις γυμναστικές ασκήσεις.
Πώς όχι;
Ύστερ᾽ απ᾽ αυτή την περίοδο, όταν φτάσουν τα είκοσι, εκείνοι που θα ξεχωρίσεις θα παίρνουν μεγαλύτερες από τους άλλους τιμές [537c] και τα μαθήματα, που στην εκπαίδευση της παιδικής των ηλικίας τούς τα δίναμε σκορπιστά και χώρια, θα τα παρουσιάζεις σ᾽ αυτούς τώρα συντεταγμένα σ᾽ ένα σύνολο, ώστε να μπορούν με μια ματιά να διακρίνουν τις σχέσεις που έχουν οι επιστήμες και μεταξύ τους και με τη φύση του όντος.
Μόνο πραγματικώς μ᾽ αυτή τη μέθοδο μπορούν να στερεωθούν μέσα τους οι γνώσεις που θ᾽ αποκτήσουν.
Και το ασφαλέστερο ακόμα μέσο για να διακρίνεις τη διαλεκτική από τη μη διαλεκτική φύση· γιατί ο ικανός ν᾽ αντιλαμβάνεται με μια ματιά αυτή τη συνάφεια είναι διαλεκτικός, κάθε άλλος όμως, όχι.
Και γω την ίδια γνώμη έχω.
Σ᾽ αυτά λοιπόν είναι ανάγκη να δώσεις όλη σου την προσοχή και όσοι [537d] δειχτούν τέτοιοι και στα μαθήματα σταθεροί, σταθεροί και στον πόλεμο και στις άλλες νόμιμες υποχρεώσεις των, αυτούς πάλι, όταν τελειώνουν τα τριάντα τους, να τους ξεχωρίσεις από κείνους που είχες ξεχωρίσει πριν, να τους προβιβάσεις σε μεγαλύτερες τιμές και δοκιμάζοντάς τους με τη δύναμη της διαλεκτικής να προσπαθήσεις να καταλάβεις ποιός είναι ικανός, δίχως πια να χρησιμοποιεί καθόλου τα μάτια του και τις άλλες αισθήσεις παρά μονάχα στην αλήθεια στηριγμένος, να υψώνεται ως το καθαυτό ον. Και εδώ είναι που πρέπει, φίλε μου, να λάβεις τις μεγαλύτερές σου προφυλάξεις.
Και γιατί τόσο;