Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (484a-485e)

ΒΙΒΛΙΟΝ ΣΤ


[484a] Οἱ μὲν δὴ φιλόσοφοι, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ Γλαύκων, καὶ οἱ μὴ διὰ μακροῦ τινος διεξελθόντες λόγου μόγις πως ἀνεφάνησαν οἵ εἰσιν ἑκάτεροι.
Ἴσως γάρ, ἔφη, διὰ βραχέος οὐ ῥᾴδιον.
Οὐ φαίνεται, εἶπον· ἐμοὶ γοῦν ἔτι δοκεῖ ἂν βελτιόνως φανῆναι εἰ περὶ τούτου μόνου ἔδει ῥηθῆναι, καὶ μὴ πολλὰ τὰ λοιπὰ διελθεῖν μέλλοντι κατόψεσθαι τί διαφέρει βίος [484b] δίκαιος ἀδίκου.
Τί οὖν, ἔφη, τὸ μετὰ τοῦτο ἡμῖν;
Τί δ᾽ ἄλλο, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἢ τὸ ἑξῆς; ἐπειδὴ φιλόσοφοι μὲν οἱ τοῦ ἀεὶ κατὰ ταὐτὰ ὡσαύτως ἔχοντος δυνάμενοι ἐφάπτεσθαι, οἱ δὲ μὴ ἀλλ᾽ ἐν πολλοῖς καὶ παντοίως ἴσχουσιν πλανώμενοι οὐ φιλόσοφοι, ποτέρους δὴ δεῖ πόλεως ἡγεμόνας εἶναι;
Πῶς οὖν λέγοντες ἂν αὐτό, ἔφη, μετρίως λέγοιμεν;
Ὁπότεροι ἄν, ἦν δ᾽ ἐγώ, δυνατοὶ φαίνωνται φυλάξαι νόμους τε καὶ ἐπιτηδεύματα πόλεων, τούτους καθιστάναι [484c] φύλακας.
Ὀρθῶς, ἔφη.
Τόδε δέ, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἆρα δῆλον, εἴτε τυφλὸν εἴτε ὀξὺ ὁρῶντα χρὴ φύλακα τηρεῖν ὁτιοῦν;
Καὶ πῶς, ἔφη, οὐ δῆλον;
Ἦ οὖν δοκοῦσί τι τυφλῶν διαφέρειν οἱ τῷ ὄντι τοῦ ὄντος ἑκάστου ἐστερημένοι τῆς γνώσεως, καὶ μηδὲν ἐναργὲς ἐν τῇ ψυχῇ ἔχοντες παράδειγμα, μηδὲ δυνάμενοι ὥσπερ γραφῆς εἰς τὸ ἀληθέστατον ἀποβλέποντες κἀκεῖσε ἀεὶ ἀναφέροντές τε [484d] καὶ θεώμενοι ὡς οἷόν τε ἀκριβέστατα, οὕτω δὴ καὶ τὰ ἐνθάδε νόμιμα καλῶν τε πέρι καὶ δικαίων καὶ ἀγαθῶν τίθεσθαί τε, ἐὰν δέῃ τίθεσθαι, καὶ τὰ κείμενα φυλάττοντες σῴζειν;
Οὐ μὰ τὸν Δία, ἦ δ᾽ ὅς, οὐ πολύ τι διαφέρει.
Τούτους οὖν μᾶλλον φύλακας στησόμεθα ἢ τοὺς ἐγνωκότας μὲν ἕκαστον τὸ ὄν, ἐμπειρίᾳ δὲ μηδὲν ἐκείνων ἐλλείποντας μηδ᾽ ἐν ἄλλῳ μηδενὶ μέρει ἀρετῆς ὑστεροῦντας;
Ἄτοπον μεντἄν, ἔφη, εἴη ἄλλους αἱρεῖσθαι, εἴ γε τἆλλα μὴ ἐλλείποιντο· τούτῳ γὰρ αὐτῷ σχεδόν τι τῷ μεγίστῳ ἂν προέχοιεν.
[485a] Οὐκοῦν τοῦτο δὴ λέγωμεν, τίνα τρόπον οἷοί τ᾽ ἔσονται οἱ αὐτοὶ κἀκεῖνα καὶ ταῦτα ἔχειν;
Πάνυ μὲν οὖν.
Ὃ τοίνυν ἀρχόμενοι τούτου τοῦ λόγου ἐλέγομεν, τὴν φύσιν αὐτῶν πρῶτον δεῖ καταμαθεῖν· καὶ οἶμαι, ἐὰν ἐκείνην ἱκανῶς ὁμολογήσωμεν, ὁμολογήσειν καὶ ὅτι οἷοί τε ταῦτα ἔχειν οἱ αὐτοί, ὅτι τε οὐκ ἄλλους πόλεων ἡγεμόνας δεῖ εἶναι ἢ τούτους.
Πῶς;
Τοῦτο μὲν δὴ τῶν φιλοσόφων φύσεων πέρι ὡμολογήσθω [485b] ἡμῖν ὅτι μαθήματός γε ἀεὶ ἐρῶσιν ὃ ἂν αὐτοῖς δηλοῖ ἐκείνης τῆς οὐσίας τῆς ἀεὶ οὔσης καὶ μὴ πλανωμένης ὑπὸ γενέσεως καὶ φθορᾶς.
Ὡμολογήσθω.
Καὶ μήν, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ ὅτι πάσης αὐτῆς, καὶ οὔτε σμικροῦ οὔτε μείζονος οὔτε τιμιωτέρου οὔτε ἀτιμοτέρου μέρους ἑκόντες ἀφίενται, ὥσπερ ἐν τοῖς πρόσθεν περί τε τῶν φιλοτίμων καὶ ἐρωτικῶν διήλθομεν.
Ὀρθῶς, ἔφη, λέγεις.
Τόδε τοίνυν μετὰ τοῦτο σκόπει εἰ ἀνάγκη ἔχειν πρὸς [485c] τούτῳ ἐν τῇ φύσει οἳ ἂν μέλλωσιν ἔσεσθαι οἵους ἐλέγομεν.
Τὸ ποῖον;
Τὴν ἀψεύδειαν καὶ τὸ ἑκόντας εἶναι μηδαμῇ προσδέχεσθαι τὸ ψεῦδος ἀλλὰ μισεῖν, τὴν δ᾽ ἀλήθειαν στέργειν.
Εἰκός γ᾽, ἔφη.
Οὐ μόνον γε, ὦ φίλε, εἰκός, ἀλλὰ καὶ πᾶσα ἀνάγκη τὸν ἐρωτικῶς του φύσει ἔχοντα πᾶν τὸ συγγενές τε καὶ οἰκεῖον τῶν παιδικῶν ἀγαπᾶν.
Ὀρθῶς, ἔφη.
Ἦ οὖν οἰκειότερον σοφίᾳ τι ἀληθείας ἂν εὕροις;
Καὶ πῶς; ἦ δ᾽ ὅς.
Ἦ οὖν δυνατὸν εἶναι τὴν αὐτὴν φύσιν φιλόσοφόν τε καὶ [485d] φιλοψευδῆ;
Οὐδαμῶς γε.
Τὸν ἄρα τῷ ὄντι φιλομαθῆ πάσης ἀληθείας δεῖ εὐθὺς ἐκ νέου ὅτι μάλιστα ὀρέγεσθαι.
Παντελῶς γε.
Ἀλλὰ μὴν ὅτῳ γε εἰς ἕν τι αἱ ἐπιθυμίαι σφόδρα ῥέπουσιν, ἴσμεν που ὅτι εἰς τἆλλα τούτῳ ἀσθενέστεραι, ὥσπερ ῥεῦμα ἐκεῖσε ἀπωχετευμένον.
Τί μήν;
Ὧι δὴ πρὸς τὰ μαθήματα καὶ πᾶν τὸ τοιοῦτον ἐρρυήκασιν, περὶ τὴν τῆς ψυχῆς οἶμαι ἡδονὴν αὐτῆς καθ᾽ αὑτὴν εἶεν ἄν, τὰς δὲ διὰ τοῦ σώματος ἐκλείποιεν, εἰ μὴ πεπλασμένως ἀλλ᾽ [485e] ἀληθῶς φιλόσοφός τις εἴη.
Μεγάλη ἀνάγκη.
Σώφρων μὴν ὅ γε τοιοῦτος καὶ οὐδαμῇ φιλοχρήματος· ὧν γὰρ ἕνεκα χρήματα μετὰ πολλῆς δαπάνης σπουδάζεται, ἄλλῳ τινὶ μᾶλλον ἢ τούτῳ προσήκει σπουδάζειν.
Οὕτω.

ΒΙΒΛΙΟ ΣΤ


Αρετές των πραγματικών φιλοσόφων
[484a] Έτσι λοιπόν, Γλαύκων, ύστερ᾽ από μια τόσο μακριά εξέταση, μόλις και μετά βίας κατορθώσαμε να βρεθεί ποιοί είναι οι αληθινοί φιλόσοφοι και ποιοί όχι.
Ίσως να μην ήταν εύκολο να το βρούμε συντομότερα.
Δεν ήταν φαίνεται· εγώ όμως νομίζω πως ακόμη καλύτερα θα μπορούσε να δειχτεί η διαφορά τους, αν ήταν δυνατό να περιοριστούμε σ᾽ αυτό μονάχα και να μην είχαμε να καταπιαστούμε και με τόσα άλλα, για να δούμε τί διαφέρει η ζωή [484b] του δίκαιου ανθρώπου από του άδικου.
Τί μας μένει λοιπόν κατόπι;
Τί άλλο παρά το ακόλουθο: αφού φιλόσοφοι και είναι όσοι μπορούν να φτάσουν και να πιάσουν εκείνο που είναι παντοτινά και σ᾽ όλα του αναλλοίωτο, και όχι εκείνοι που στρέφονται και χάνονται γύρω στα πολλά και που τόσες παίρνουν αλλαγές, ποιοί τάχα από τους δυο πρέπει να γίνουνται κυβερνήτες της πολιτείας;
Πώς άραγε να εξετάσομε το ζήτημα, για να παραδεχτούμε το σωστότερο;
Εγώ λέγω πως πρέπει να διορίσομε φύλακές της εκείνους που θα ήταν ικανοί να φυλάξουν αμετάβλητους τους νόμους [484c] και τις ορισμένες διατάξεις της πολιτείας.
Σωστά.
Και είναι άραγε φανερό το ότι ο καλός φρουρός, για να φυλάξει κάτι, πρέπει να είναι οξύθωρος και όχι τυφλός;
Πώς δεν είναι φανερό;
Και νομίζεις τάχα πως δεν είναι τυφλοί όσοι δεν κατέχουν τη γνώση εκείνου που πραγματικά υπάρχει και δεν έχουν κανένα καθαρό παράδειγμά του στην ψυχή τους μέσα, ούτε μπορούν, σα ζωγράφοι, να έχουν μπρος στα μάτια τους το αληθινότατο πρότυπο που να στρέφουνται [484d] κι όλο να το κοιτάζουν όσο μπορεί με τη μεγαλύτερη προσοχή και ασφάλεια, έτσι που να βάζουν κι εδώ κάτω τους νόμους των για τα ωραία και τα δίκαια και τα αγαθά, αν χρειαστεί να νομοθετήσουν, και να φυλάγουν άγρυπνοι για να σώζουνται τα καλά νομοθετημένα;
Καμιά, μά την αλήθεια, μεγάλη διαφορά δεν έχουν από τους τυφλούς.
Αυτούς λοιπόν θα προτιμήσομε περισσότερο για φρουρούς ή εκείνους που γνωρίζουν το κάθε καθαυτό ον, κι ούτε στην εμπειρία είναι καθόλου κατώτεροι από τους άλλους ούτε υστερούν σε κανένα άλλο είδος αρετής;
Καθόλου βέβαια δεν θα είχε τον τόπο του να προτιμήσομε άλλους απ᾽ αυτούς, αν τουλάχιστο δεν υστερούν σε τίποτ᾽ άλλο· γιατί σ᾽ αυτό που είναι το μεγαλύτερο και το σπουδαιότερο, βέβαια θα τους ξεπερνούν.
[485a] Αυτό λοιπόν δεν έχομε τώρα να εξετάσομε: με ποιό τρόπο θα μπορεί να έχουν οι ίδιοι μαζί και εκείνα κι αυτά;
Βεβαιότατα.
Πρέπει λοιπόν, καθώς ελέγαμε και στην αρχή αυτής της συζήτησης, να μάθομε πρώτα πρώτα τα φυσικά γνωρίσματα αυτών των ανθρώπων· και υποθέτω, αν συμφωνήσομε αρκετά σ᾽ αυτό, δε θα δυσκολευτούμε να παραδεχτούμε πως μπορεί να έχουν οι ίδιοι κι αυτά τα προσόντα και πως δεν είναι ανάγκη να ζητούμε άλλους ηγεμόνες από αυτούς.
Πώς;
Ας πάρομε σα συμφωνημένο μεταξύ μας πως το κύριο χαρακτηριστικό του φιλοσόφου [485b] είναι ν᾽ αγαπά πάντα τη μάθηση που μπορεί να του φανερώσει κάτι από κείνη την αιώνια και αναλλοίωτη ουσία, που δεν γνωρίζει ούτε γένεση ούτε φθορά.
Συμφωνημένο αυτό.
Κι ακόμη πως την αγαπά ολόκληρη και δεν παρατιέται με τη θέλησή του από κανένα της μέρος, ούτε μικρότερο ούτε μεγαλύτερο ούτε σπουδαιότερο ούτε ταπεινότερο, απαράλλακτα όπως ελέγαμε πριν για τους εραστές και για τους φιλοδόξους.
Σωστά το λες.
Πρόσεξε τώρα ύστερ᾽ απ᾽ αυτό να δεις αν δεν είναι ανάγκη να έχουν [485c] από φυσικού τους και τούτο ακόμα αυτοί που θα πρέπει να είναι τέτοιοι όπως τους λέγαμε.
Το ποιό;
Το μίσος της ψευτιάς, που για κανένα λόγο δε θα ανέχουνται να μπαίνει με τη θέλησή τους μες στην ψυχή τους, αλλά να το αποστρέφουνται και να στρέγουν μόνο την αλήθεια.
Πολύ λογικό.
Όχι μόνο, φίλε μου, λογικό, αλλά και ανάγκη απόλυτη είναι ένας που φυσικά αφιερώνεται στον έρωτα ν᾽ αγαπά και το καθετί που έχει συγγένεια και σχέση με το αντικείμενο της αγάπης του.
Σωστά.
Και μπορείς να βρεις τίποτα που να συγγενεύει περισσότερο με τη σοφία από την αλήθεια;
Πώς θα μπορούσε;
Είναι λοιπόν δυνατό ποτέ η ίδια φύση ν᾽ αγαπά τη σοφία [485d] και την ψευτιά μαζί;
Ποτέ βέβαια.
Πρέπει λοιπόν ο πραγματικά φιλομαθής ευθύς από νέος να ορέγεται με όλη του τη δύναμη ολάκερη την αλήθεια.
Χωρίς καμιά αμφιβολία.
Ξέρουμε όμως πως, όταν οι επιθυμίες ενός ανθρώπου διευθύνουνται μ᾽ όλη τους τη σφοδρότητα σ᾽ ένα ορισμένο αντικείμενο, γίνονται ασθενέστερες για όλα τ᾽ άλλα, σαν ένα ρέμα που είναι γυρισμένο ολάκερο κατακεί.
Πώς να μη;
Εκείνος λοιπόν που όλες του οι επιθυμίες έχουν στραφεί προς τη μάθηση και το κάθε που έχει σχέση με αυτή, καμιάν άλλη ηδονή και απόλαυση, νομίζω, δε θα ζητά παρά μονάχα κι αποκλειστικά τις ψυχικές, και θα περιφρονεί τις υλικές του σώματος, αν δεν είναι με τ᾽ όνομα μόνο [485e] κι όχι πραγματικός φιλόσοφος.
Ανάγκη πάσα.
Ένας λοιπόν τέτοιος άνθρωπος δεν μπορεί παρά να είναι εγκρατής και καθόλου φιλοχρήματος· γιατί οι λόγοι που σπρώχνουν τους άλλους να κυνηγούν τα πλούτη και τις υπέρμετρες δαπάνες δε μπορεί να᾽ χουν καμιά πέραση γι᾽ αυτόν.
Έτσι είναι.