Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (522d-524a)

[522d] Παγγέλοιον γοῦν, ἔφην, στρατηγὸν Ἀγαμέμνονα ἐν ταῖς τραγῳδίαις Παλαμήδης ἑκάστοτε ἀποφαίνει. ἢ οὐκ ἐννενόηκας ὅτι φησὶν ἀριθμὸν εὑρὼν τάς τε τάξεις τῷ στρατοπέδῳ καταστῆσαι ἐν Ἰλίῳ καὶ ἐξαριθμῆσαι ναῦς τε καὶ τἆλλα πάντα, ὡς πρὸ τοῦ ἀναριθμήτων ὄντων καὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος, ὡς ἔοικεν, οὐδ᾽ ὅσους πόδας εἶχεν εἰδότος, εἴπερ ἀριθμεῖν μὴ ἠπίστατο; καίτοι ποῖόν τιν᾽ αὐτὸν οἴει στρατηγὸν εἶναι;
Ἄτοπόν τιν᾽, ἔφη, ἔγωγε, εἰ ἦν τοῦτ᾽ ἀληθές.
[522e] Ἄλλο τι οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, μάθημα ἀναγκαῖον πολεμικῷ ἀνδρὶ θήσομεν λογίζεσθαί τε καὶ ἀριθμεῖν δύνασθαι;
Πάντων γ᾽, ἔφη, μάλιστα, εἰ καὶ ὁτιοῦν μέλλει τάξεων ἐπαΐειν, μᾶλλον δ᾽ εἰ καὶ ἄνθρωπος ἔσεσθαι.
Ἐννοεῖς οὖν, εἶπον, περὶ τοῦτο τὸ μάθημα ὅπερ ἐγώ;
Τὸ ποῖον;
[523a] Κινδυνεύει τῶν πρὸς τὴν νόησιν ἀγόντων φύσει εἶναι ὧν ζητοῦμεν, χρῆσθαι δ᾽ οὐδεὶς αὐτῷ ὀρθῶς, ἑλκτικῷ ὄντι παντάπασι πρὸς οὐσίαν.
Πῶς, ἔφη, λέγεις;
Ἐγὼ πειράσομαι, ἦν δ᾽ ἐγώ, τό γ᾽ ἐμοὶ δοκοῦν δηλῶσαι. ἃ γὰρ διαιροῦμαι παρ᾽ ἐμαυτῷ ἀγωγά τε εἶναι οἷ λέγομεν καὶ μή, συνθεατὴς γενόμενος σύμφαθι ἢ ἄπειπε, ἵνα καὶ τοῦτο σαφέστερον ἴδωμεν εἰ ἔστιν οἷον μαντεύομαι.
Δείκνυ᾽, ἔφη.
Δείκνυμι δή, εἶπον, εἰ καθορᾷς, τὰ μὲν ἐν ταῖς [523b] αἰσθήσεσιν οὐ παρακαλοῦντα τὴν νόησιν εἰς ἐπίσκεψιν, ὡς ἱκανῶς ὑπὸ τῆς αἰσθήσεως κρινόμενα, τὰ δὲ παντάπασι διακελευόμενα ἐκείνην ἐπισκέψασθαι, ὡς τῆς αἰσθήσεως οὐδὲν ὑγιὲς ποιούσης.
Τὰ πόρρωθεν, ἔφη, φαινόμενα δῆλον ὅτι λέγεις καὶ τὰ ἐσκιαγραφημένα.
Οὐ πάνυ, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἔτυχες οὗ λέγω.
Ποῖα μήν, ἔφη, λέγεις;
Τὰ μὲν οὐ παρακαλοῦντα, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅσα μὴ ἐκβαίνει [523c] εἰς ἐναντίαν αἴσθησιν ἅμα· τὰ δ᾽ ἐκβαίνοντα ὡς παρακαλοῦντα τίθημι, ἐπειδὰν ἡ αἴσθησις μηδὲν μᾶλλον τοῦτο ἢ τὸ ἐναντίον δηλοῖ, εἴτ᾽ ἐγγύθεν προσπίπτουσα εἴτε πόρρωθεν. ὧδε δὲ ἃ λέγω σαφέστερον εἴσῃ. οὗτοί φαμεν τρεῖς ἂν εἶεν δάκτυλοι, ὅ τε σμικρότατος καὶ ὁ δεύτερος καὶ ὁ μέσος.
Πάνυ γ᾽, ἔφη.
Ὡς ἐγγύθεν τοίνυν ὁρωμένους λέγοντός μου διανοοῦ. ἀλλά μοι περὶ αὐτῶν τόδε σκόπει.
Τὸ ποῖον;
Δάκτυλος μέν που αὐτῶν φαίνεται ὁμοίως ἕκαστος, καὶ [523d] ταύτῃ γε οὐδὲν διαφέρει, ἐάντε ἐν μέσῳ ὁρᾶται ἐάντ᾽ ἐπ᾽ ἐσχάτῳ, ἐάντε λευκὸς ἐάντε μέλας, ἐάντε παχὺς ἐάντε λεπτός, καὶ πᾶν ὅτι τοιοῦτον. ἐν πᾶσι γὰρ τούτοις οὐκ ἀναγκάζεται τῶν πολλῶν ἡ ψυχὴ τὴν νόησιν ἐπερέσθαι τί ποτ᾽ ἐστὶ δάκτυλος· οὐδαμοῦ γὰρ ἡ ὄψις αὐτῇ ἅμα ἐσήμηνεν τὸ δάκτυλον τοὐναντίον ἢ δάκτυλον εἶναι.
Οὐ γὰρ οὖν, ἔφη.
Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, εἰκότως τό γε τοιοῦτον νοήσεως οὐκ [523e] ἂν παρακλητικὸν οὐδ᾽ ἐγερτικὸν εἴη.
Εἰκότως.
Τί δὲ δή; τὸ μέγεθος αὐτῶν καὶ τὴν σμικρότητα ἡ ὄψις ἆρα ἱκανῶς ὁρᾷ, καὶ οὐδὲν αὐτῇ διαφέρει ἐν μέσῳ τινὰ αὐτῶν κεῖσθαι ἢ ἐπ᾽ ἐσχάτῳ; καὶ ὡσαύτως πάχος καὶ λεπτότητα ἢ μαλακότητα καὶ σκληρότητα ἡ ἁφή; καὶ αἱ ἄλλαι αἰσθήσεις ἆρ᾽ οὐκ ἐνδεῶς τὰ τοιαῦτα δηλοῦσιν; ἢ [524a] ὧδε ποιεῖ ἑκάστη αὐτῶν· πρῶτον μὲν ἡ ἐπὶ τῷ σκληρῷ τεταγμένη αἴσθησις ἠνάγκασται καὶ ἐπὶ τῷ μαλακῷ τετάχθαι, καὶ παραγγέλλει τῇ ψυχῇ ὡς ταὐτὸν σκληρόν τε καὶ μαλακὸν αἰσθανομένη;
Οὕτως, ἔφη.
Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀναγκαῖον ἔν γε τοῖς τοιούτοις αὖ τὴν ψυχὴν ἀπορεῖν τί ποτε σημαίνει αὕτη ἡ αἴσθησις τὸ σκληρόν, εἴπερ τὸ αὐτὸ καὶ μαλακὸν λέγει, καὶ ἡ τοῦ κούφου καὶ ἡ τοῦ βαρέος, τί τὸ κοῦφον καὶ βαρύ, εἰ τό τε βαρὺ κοῦφον καὶ τὸ κοῦφον βαρὺ σημαίνει;

[522d] Ολότελα λοιπόν καταγέλαστο στρατηγό αποδείχνει κάθε φορά ο Παλαμήδης τον Αγαμέμνονα στις τραγωδίες. Ή δεν έχεις προσέξει που λέει πως αυτός βρήκε τον αριθμό και με τη βοήθειά του όρισε τις τάξεις του στρατοπέδου στο Ίλιο και μέτρησε τα πλοία κι όλα τ᾽ άλλα, σα να ήταν πριν αδύνατο να μετρηθούν και σα να μην ήξερε, καθώς φαίνεται, ο Αγαμέμνων ούτε πόσα πόδια είχε, αφού δεν ήξερε να μετρά; Και μά την αλήθεια, ποιάν ιδέα θα σχημάτιζες για έναν τέτοιο στρατηγό;
Όχι βέβαια πολύ κολακευτική, αν είναι αληθινό αυτό.
[522e] Ώστε δεν θα ορίσομε άλλο απαραίτητο μάθημα για τον στρατηγό την αριθμητική και τον λογαριασμό;
Παρά κάθε άλλο μάλιστα απαραίτητο, αν θέλει τουλάχιστο να καταλαβαίνει και το παραμικρότερο από την τακτική, ή μάλλον και άνθρωπος απλώς να είναι.
Συμμερίζεσαι λοιπόν αυτή την αντίληψη που έχω εγώ γι᾽ αυτό το μάθημα;
Ποιάν αντίληψη;
[523a] Σα να μου φαίνεται πως είναι από κείνα που ζητούμε κι έχει από τη φύση την ιδιότητα να οδηγεί προς τη νόηση, κανείς όμως δεν το χρησιμοποιεί σωστά, αν και είναι παρά κάθε άλλο ικανότερο να τραβά την ψυχή προς τη νόηση της ουσίας.
Πώς το εννοείς αυτό;
Θα προσπαθήσω να σου δώσω να καταλάβεις την ιδέα μου· μόνο να παρακολουθείς σα θεατής μαζί μου όσο εγώ θα κάνω με τον εαυτό μου το ξεχώρισμα, ποιά είναι εκείνα που οδηγούν εκεί που λέμε και ποιά δεν είναι, και να μου λες τη γνώμη σου, αν συμφωνείς ή όχι μαζί μου, για να δούμε καθαρότερα κι αυτό αν είναι καθώς εγώ τα φαντάζομαι.
Δείχνε μού τα λοιπόν.
Σου δείχνω λοιπόν, αν το βλέπεις και συ, πως, από κείνα που αντιλαμβανόμαστε [523b] με τις αισθήσεις, μερικά δεν έχουν ανάγκη να προσκαλέσουν και τη νόηση για να τα εξετάσει, γιατί τους αρκεί και μονάχη η αίσθηση να τα ξεχωρίσει, ενώ άλλα απεναντίας ζητούν μ᾽ επιμονή να κάμει την επέμβασή της και η νόηση, γιατί η αίσθηση τίποτα το σωστό δεν καταφέρνει μαζί τους.
Θα εννοείς βέβαια όσα φαίνονται από μακριά και σα σκιογραφημένα.
Δεν το πέτυχες σωστά εκείνο που θέλω να πω.
Ποιά λοιπόν εννοείς;
Εκείνα που δεν προκαλούν την επέμβαση της νόησης είναι όσα δεν γεννούν [523c] σύγχρονα και μιαν αντίθετη αίσθηση· όσα όμως καταλήγουν σ᾽ αυτό τα θεωρώ πως προκαλούν την επέμβαση, επειδή η αίσθηση δεν ξεχωρίζει αν κάτι είναι αυτό που δείχνεται ή ολωσδιόλου το αντίθετό του, αδιάφορο αν ενεργεί από κοντά ή από μακριά. Μα έτσι θα εννοήσεις καλύτερα αυτό που λέγω: νά, λέμε, τρία δάχτυλα, το μικρό, το δεύτερο και το μεσιανό.
Πάει καλά.
Έχε υπόψη σου πως μιλώ για δάχτυλα που τα βλέπομε από κοντά, και πρόσεξε τώρα σε τούτο που θα σου πω γι᾽ αυτά.
Ποιό;
Όμοιο δάχτυλο φαίνεται το καθέν᾽ απ᾽ αυτά και [523d] απ᾽ αυτή την άποψη καμιά διαφορά δεν υπάρχει, αν φαίνεται στη μέση ή στην άκρη, αν είναι είτε άσπρο είτε μαύρο, είτε παχύ είτε λιγνό, είτε ό,τι άλλο τέτοιο. Επειδή σ᾽ όλες αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι αναγκασμένη η ψυχή των πολλών ανθρώπων να ερωτήσει τη νόηση τί πράγμα είναι το δάχτυλο· γιατί ποτέ η όραση δεν της έδειξε το δάχτυλο να είναι σύγχρονα και το αντίθετο από το δάχτυλο.
Όχι βέβαια.
Ώστε πολύ φυσικό είναι σ᾽ αυτή την περίσταση τίποτα [523e] να μην προσκαλεί ούτε να ξεσηκώνει τη νόηση.
Φυσικό.
Αλλά άραγε η όψη κρίνει αρκετά καλά για το μέγεθος και τη μικρότητά τους και καθόλου δεν την ενδιαφέρει αν είναι το ένα τους στη μέση και το άλλο στην άκρη; Το ίδιο και η αφή για το πάχος και τη λεπτότητα ή για τη μαλακότητα και τη σκληρότητα; Και οι άλλες αισθήσεις δεν τα φανερώνουν άραγε όχι αρκετά ικανοποιητικά όλ᾽ αυτά; Ή [524a] δεν ενεργεί έτσι η καθεμιά τους: η αίσθηση πρώτα η ορισμένη για το σκληρό είναι αναγκαστικά ορισμένη και για το μαλακό και ειδοποιεί την ψυχή πως αισθάνεται το ίδιο πράγμα και ως σκληρό και ως μαλακό;
Μάλιστα αυτό συμβαίνει.
Δε θα ήταν λοιπόν αναγκασμένη η ψυχή σ᾽ αυτές τις περιστάσεις να βρίσκεται σε απορία, τί τάχα να᾽ ναι εκείνο που της φανερώνει αυτή η αίσθηση ως σκληρό, αφού το ίδιο το λέγει και μαλακό, και τί είναι το βαρύ και το αλαφρό, αφού η ίδια η αίσθηση της παρουσιάζει και το βαρύ αλαφρό και το αλαφρό βαρύ;