Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (537e-539a)

[537e] Οὐκ ἐννοεῖς, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὸ νῦν περὶ τὸ διαλέγεσθαι κακὸν γιγνόμενον ὅσον γίγνεται;
Τὸ ποῖον; ἔφη.
Παρανομίας που, ἔφην ἐγώ, ἐμπίμπλανται.
Καὶ μάλα, ἔφη.
Θαυμαστὸν οὖν τι οἴει, εἶπον, πάσχειν αὐτούς, καὶ οὐ συγγιγνώσκεις;
Πῇ μάλιστα; ἔφη.
Οἷον, ἦν δ᾽ ἐγώ, εἴ τις ὑποβολιμαῖος τραφείη ἐν πολλοῖς [538a] μὲν χρήμασι, πολλῷ δὲ καὶ μεγάλῳ γένει καὶ κόλαξι πολλοῖς, ἀνὴρ δὲ γενόμενος αἴσθοιτο ὅτι οὐ τούτων ἐστὶ τῶν φασκόντων γονέων, τοὺς δὲ τῷ ὄντι γεννήσαντας μὴ εὕροι, τοῦτον ἔχεις μαντεύσασθαι πῶς ἂν διατεθείη πρός τε τοὺς κόλακας καὶ πρὸς τοὺς ὑποβαλομένους ἐν ἐκείνῳ τε τῷ χρόνῳ ᾧ οὐκ ᾔδει τὰ περὶ τῆς ὑποβολῆς, καὶ ἐν ᾧ αὖ ᾔδει; ἢ βούλει ἐμοῦ μαντευομένου ἀκοῦσαι;
Βούλομαι, ἔφη.
Μαντεύομαι τοίνυν, εἶπον, μᾶλλον αὐτὸν τιμᾶν ἂν τὸν [538b] πατέρα καὶ τὴν μητέρα καὶ τοὺς ἄλλους οἰκείους δοκοῦντας ἢ τοὺς κολακεύοντας, καὶ ἧττον μὲν ἂν περιιδεῖν ἐνδεεῖς τινος, ἧττον δὲ παράνομόν τι δρᾶσαι ἢ εἰπεῖν εἰς αὐτούς, ἧττον δὲ ἀπειθεῖν τὰ μεγάλα ἐκείνοις ἢ τοῖς κόλαξιν, ἐν ᾧ χρόνῳ τὸ ἀληθὲς μὴ εἰδείη.
Εἰκός, ἔφη.
Αἰσθόμενον τοίνυν τὸ ὂν μαντεύομαι αὖ περὶ μὲν τούτους ἀνεῖναι ἂν τὸ τιμᾶν τε καὶ σπουδάζειν, περὶ δὲ τοὺς κόλακας ἐπιτεῖναι, καὶ πείθεσθαί τε αὐτοῖς διαφερόντως ἢ πρότερον [538c] καὶ ζῆν ἂν ἤδη κατ᾽ ἐκείνους, συνόντα αὐτοῖς ἀπαρακαλύπτως, πατρὸς δὲ ἐκείνου καὶ τῶν ἄλλων ποιουμένων οἰκείων, εἰ μὴ πάνυ εἴη φύσει ἐπιεικής, μέλειν τὸ μηδέν.
Πάντ᾽, ἔφη, λέγεις οἷά περ ἂν γένοιτο. ἀλλὰ πῇ πρὸς τοὺς ἁπτομένους τῶν λόγων αὕτη φέρει ἡ εἰκών;
Τῇδε. ἔστι που ἡμῖν δόγματα ἐκ παίδων περὶ δικαίων καὶ καλῶν, ἐν οἷς ἐκτεθράμμεθα ὥσπερ ὑπὸ γονεῦσι, πειθαρχοῦντές τε καὶ τιμῶντες αὐτά.
Ἔστι γάρ.
[538d] Οὐκοῦν καὶ ἄλλα ἐναντία τούτων ἐπιτηδεύματα ἡδονὰς ἔχοντα, ἃ κολακεύει μὲν ἡμῶν τὴν ψυχὴν καὶ ἕλκει ἐφ᾽ αὑτά, πείθει δ᾽ οὒ τοὺς καὶ ὁπῃοῦν μετρίους· ἀλλ᾽ ἐκεῖνα τιμῶσι τὰ πάτρια καὶ ἐκείνοις πειθαρχοῦσιν.
Ἔστι ταῦτα.
Τί οὖν; ἦν δ᾽ ἐγώ· ὅταν τὸν οὕτως ἔχοντα ἐλθὸν ἐρώτημα ἔρηται· Τί ἐστι τὸ καλόν, καὶ ἀποκριναμένου ὃ τοῦ νομοθέτου ἤκουεν ἐξελέγχῃ ὁ λόγος, καὶ πολλάκις καὶ πολλαχῇ ἐλέγχων εἰς δόξαν καταβάλῃ ὡς τοῦτο οὐδὲν μᾶλλον [538e] καλὸν ἢ αἰσχρόν, καὶ περὶ δικαίου ὡσαύτως καὶ ἀγαθοῦ καὶ ἃ μάλιστα ἦγεν ἐν τιμῇ, μετὰ τοῦτο τί οἴει ποιήσειν αὐτὸν πρὸς αὐτὰ τιμῆς τε πέρι καὶ πειθαρχίας;
Ἀνάγκη, ἔφη, μήτε τιμᾶν ἔτι ὁμοίως μήτε πείθεσθαι.
Ὅταν οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, μήτε ταῦτα ἡγῆται τίμαι καὶ οἰκεῖα ὥσπερ πρὸ τοῦ, τά τε ἀληθῆ μὴ εὑρίσκῃ, ἔστι πρὸς ὁποῖον [539a] βίον ἄλλον ἢ τὸν κολακεύοντα εἰκότως προσχωρήσεται;
Οὐκ ἔστιν, ἔφη.
Παράνομος δὴ οἶμαι δόξει γεγονέναι ἐκ νομίμου.
Ἀνάγκη.
Οὐκοῦν, ἔφην, εἰκὸς τὸ πάθος τῶν οὕτω λόγων ἁπτομένων καί, ὃ ἄρτι ἔλεγον, πολλῆς συγγνώμης ἄξιον;
Καὶ ἐλέου γ᾽, ἔφη.
Οὐκοῦν ἵνα μὴ γίγνηται ὁ ἔλεος οὗτος περὶ τοὺς τριακοντούτας σοι, εὐλαβουμένῳ παντὶ τρόπῳ τῶν λόγων ἁπτέον;
Καὶ μάλ᾽, ἦ δ᾽ ὅς.

[537e] Δεν παρατηρείς το μεγάλο το κακό που γίνεται σήμερα με τη διαλεκτική και όλο και προχωρεί;
Το ποιό;
Έχει καταχωσθεί, μου φαίνεται, μέσα στην παρανομία.
Και πάρα πολύ μάλιστα.
Και λοιπόν πιστεύεις να παθαίνουν τίποτα περίεργο όσοι καταγίνονται μ᾽ αυτή και δεν τους συχωρείς;
Πώς δα;
Γίνεται το ίδιο μ᾽ αυτούς ό,τι και μ᾽ ένα θετό παιδί που θα μεγάλωνε μες στα [538a] πλούτη, στους κόλπους μιας μεγάλης και δυνατής οικογένειας και με κόλακες γύρω του· όταν αυτό μεγαλώσει και μάθει πως αυτοί που λέγονται γονείς του δεν είναι οι πραγματικοί γονείς του, χωρίς όμως και να κατορθώσει να βρει τους αληθινούς, μπορείς να φανταστείς ποιά θα είναι τα αισθήματά του απέναντι στους κόλακές του και στους θετούς γονείς του, και τον καιρό που δεν ήξερε ακόμα για την υποβολή του και τότε που την έμαθε; Ή προτιμάς ν᾽ ακούσεις τί στοχάζομαι εγώ;
Το προτιμώ.
Στοχάζομαι λοιπόν πως θα τιμούσε περισσότερο τον [538b] πατέρα του και τη μητέρα του και τους άλλους που θα νόμιζε συγγενείς του παρά εκείνους που τον κολάκευαν και πως λιγότερο θα τον ανέχονταν να τους παραμελήσει αν ήθελαν στερηθεί τίποτα, και λιγότερο θα το ᾽στεργε να τους κακομεταχειριστεί ή με λόγο ή με έργο, και πως στα μεγάλα τέλος λιγότερο θα παράκουεν εκείνους παρά τους κόλακες τον καιρό που δεν ήξερε την αλήθεια.
Πολύ φυσικά.
Αφού όμως θα μάθαινε την αλήθεια, φαντάζομαι πως θα ήθελε χαλαρώσει το σεβασμό του και την προθυμία του για κείνους και θα τη μεγάλωνε απεναντίας για τους κόλακες και θ᾽ άρχιζε πια να τους ακούει χωρίς την πρωτυτερινή του επιφύλαξη [538c] και να ζει σύμφωνα με τις ιδέες των στη συντροφιά τους πάντα, χωρίς να κρύβεται καθόλου, ενώ ούτε το παραμικρό θα τον έμελε για κείνον τον πατέρα και τους άλλους όχι πραγματικούς συγγενείς, εκτός πια αν δεν τον είχε προικισμένο η φύση με εξαιρετικά αισθήματα.
Πραγματικώς όλ᾽ αυτά θα μπορούσε να γίνουν καθώς τα λες, αλλά πώς εφαρμόζεται αυτή η εικόνα με όσους καταγίνονται με τη διαλεκτική;
Να, μ᾽ αυτό τον τρόπο: έχομε, θαρρώ, από παιδιά μερικές ιδέες μέσα μας για το δίκαιο και το καλό, που τις τιμούμε και τις σεβόμαστε σα να ᾽ταν οι γονείς που μας ανάθρεψαν.
Έτσι είναι.
[538d] Υπάρχουν όμως και άλλες αντίθετές των που μας προξενούν ευχαρίστηση, και που κολακεύουν βέβαια την ψυχή και την παρασέρνουν, δεν κατορθώνουν όμως να πείσουν ολότελα τους οπωσδήποτε καλύτερους· γιατί αυτοί φυλάγουν το σεβασμό και πειθαρχούν στα πατρικά διδάγματα.
Είναι αλήθεια κι αυτό.
Πώς λοιπόν; αν έναν νέο με τέτοιες διαθέσεις ερθεί κανείς και τον ερωτήσει τί είναι το καλό, και κείνος αποκριθεί όπως του το έμαθε ο νομοθέτης, αρχίζει όμως ο άλλος με τα πολλά κι επανωτά επιχειρήματά του να τον ανασκευάζει και τον κάμει στο τέλος ν᾽ αμφιβάλει μήπως το ίδιο πράγμα δεν είναι λιγότερο [538e] αισχρό παρά και καλό, και έτσι και για το δίκαιο και το αγαθό και για όλα που τα είχε στη μεγαλύτερη τιμή ως τότε, κατόπι απ᾽ όλ᾽ αυτά, ποιάν ιδέα νομίζεις πως θα έχει για το σεβασμό και την υπακοή που θα τους χρωστά;
Και βέβαια ούτε θα τα σέβεται πια ούτε θα υπακούει όπως πριν.
Όταν λοιπόν δεν τιμά πια και κόψει κάθε σχέση που είχε πριν μ᾽ αυτές τις ηθικές αρχές και δεν είναι σε θέση να βρίσκει μόνος του την αλήθεια, είναι δυνατό [539a] να ασπασθεί άλλον τρόπο ζωής παρά εκείνον που κολακεύει τις επιθυμίες του;
Δεν είναι.
Θα γίνει λοιπόν αποστάτης του νόμου, ενώ έως τότε ήταν υπήκοός του.
Αναγκαστικά.
Ώστε δεν είναι πολύ φυσικό να παθαίνουν αυτό κι όσοι μ᾽ αυτό τον τρόπο επιδίδονται στη διαλεκτική και, όπως έλεγα και πριν, δεν είναι άξιο πολλής συγγνώμης το πάθημά τους;
Και οίκτου ακόμη.
Για να μη γίνουνται λοιπόν άξιοι οίκτου οι τρόφιμοί σου των τριάντα ετών, δεν πρέπει να πάρεις όλες σου τις προφυλάξεις πριν επιδοθούν στη διαλεκτική;
Και πολύ μάλιστα.