Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (2.93.1-2.94.4)

[2.93.1] Πρὶν δὲ διαλῦσαι τὸ ἐς Κόρινθόν τε καὶ τὸν Κρισαῖον κόλπον ἀναχωρῆσαν ναυτικόν, ὁ Κνῆμος καὶ ὁ Βρασίδας καὶ οἱ ἄλλοι ἄρχοντες τῶν Πελοποννησίων ἀρχομένου τοῦ χειμῶνος ἐβούλοντο διδαξάντων Μεγαρέων ἀποπειρᾶσαι τοῦ Πειραιῶς τοῦ λιμένος τῶν Ἀθηναίων· ἦν δὲ ἀφύλακτος καὶ ἄκλῃστος εἰκότως διὰ τὸ ἐπικρατεῖν πολὺ τῷ ναυτικῷ. [2.93.2] ἐδόκει δὲ λαβόντα τῶν ναυτῶν ἕκαστον τὴν κώπην καὶ τὸ ὑπηρέσιον καὶ τὸν τροπωτῆρα πεζῇ ἰέναι ἐκ Κορίνθου ἐπὶ τὴν πρὸς Ἀθήνας θάλασσαν καὶ ἀφικομένους κατὰ τάχος ἐς Μέγαρα καθελκύσαντας ἐκ Νισαίας τοῦ νεωρίου αὐτῶν τεσσαράκοντα ναῦς, αἳ ἔτυχον αὐτόθι οὖσαι, πλεῦσαι εὐθὺς ἐπὶ τὸν Πειραιᾶ· [2.93.3] οὔτε γὰρ ναυτικὸν ἦν προφυλάσσον ἐν αὐτῷ οὐδὲν οὔτε προσδοκία οὐδεμία μὴ ἄν ποτε οἱ πολέμιοι ἐξαπιναίως οὕτως ἐπιπλεύσειαν, ἐπεὶ οὐδ᾽ ἀπὸ τοῦ προφανοῦς τολμῆσαι ἂν καθ᾽ ἡσυχίαν, οὐδ᾽ εἰ διενοοῦντο, μὴ οὐκ ἂν προαισθέσθαι. [2.93.4] ὡς δὲ ἔδοξεν αὐτοῖς, καὶ ἐχώρουν εὐθύς· καὶ ἀφικόμενοι νυκτὸς καὶ καθελκύσαντες ἐκ τῆς Νισαίας τὰς ναῦς ἔπλεον ἐπὶ μὲν τὸν Πειραιᾶ οὐκέτι, ὥσπερ διενοοῦντο, καταδείσαντες τὸν κίνδυνον (καί τις καὶ ἄνεμος αὐτοὺς λέγεται κωλῦσαι), ἐπὶ δὲ τῆς Σαλαμῖνος τὸ ἀκρωτήριον τὸ πρὸς Μέγαρα ὁρῶν· καὶ φρούριον ἐπ᾽ αὐτοῦ ἦν καὶ νεῶν τριῶν φυλακὴ τοῦ μὴ ἐσπλεῖν Μεγαρεῦσι μηδὲ ἐκπλεῖν μηδέν. τῷ τε φρουρίῳ προσέβαλον καὶ τὰς τριήρεις ἀφείλκυσαν κενάς, τήν τε ἄλλην Σαλαμῖνα ἀπροσδοκήτοις ἐπιπεσόντες ἐπόρθουν. [2.94.1] ἐς δὲ τὰς Ἀθήνας φρυκτοί τε ᾔροντο πολέμιοι καὶ ἔκπληξις ἐγένετο οὐδεμιᾶς τῶν κατὰ τὸν πόλεμον ἐλάσσων. οἱ μὲν γὰρ ἐν τῷ ἄστει ἐς τὸν Πειραιᾶ ᾤοντο τοὺς πολεμίους ἐσπεπλευκέναι ἤδη, οἱ δ᾽ ἐν τῷ Πειραιεῖ τήν τε Σαλαμῖνα ᾑρῆσθαι καὶ παρὰ σφᾶς ὅσον οὐκ ἐσπλεῖν αὐτούς· ὅπερ ἄν, εἰ ἐβουλήθησαν μὴ κατοκνῆσαι, ῥᾳδίως ἐγένετο, καὶ οὐκ ἂν ἄνεμος ἐκώλυσεν. [2.94.2] βοηθήσαντες δὲ ἅμ᾽ ἡμέρᾳ πανδημεὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἐς τὸν Πειραιᾶ ναῦς τε καθεῖλκον καὶ ἐσβάντες κατὰ σπουδὴν καὶ πολλῷ θορύβῳ ταῖς μὲν ναυσὶν ἐπὶ τὴν Σαλαμῖνα ἔπλεον, τῷ πεζῷ δὲ φυλακὰς τοῦ Πειραιῶς καθίσταντο. [2.94.3] οἱ δὲ Πελοποννήσιοι ὡς ᾔσθοντο τὴν βοήθειαν, καταδραμόντες τῆς Σαλαμῖνος τὰ πολλὰ καὶ ἀνθρώπους καὶ λείαν λαβόντες καὶ τὰς τρεῖς ναῦς ἐκ τοῦ Βουδόρου τοῦ φρουρίου κατὰ τάχος ἐπὶ τῆς Νισαίας ἀπέπλεον· ἔστι γὰρ ὅτι καὶ αἱ νῆες αὐτοὺς διὰ χρόνου καθελκυσθεῖσαι καὶ οὐδὲν στέγουσαι ἐφόβουν. ἀφικόμενοι δὲ ἐς τὰ Μέγαρα πάλιν ἐπὶ τῆς Κορίνθου ἀπεχώρησαν πεζῇ· [2.94.4] οἱ δ᾽ Ἀθηναῖοι οὐκέτι καταλαβόντες πρὸς τῇ Σαλαμῖνι ἀπέπλευσαν καὶ αὐτοί, καὶ μετὰ τοῦτο φυλακὴν ἤδη τοῦ Πειραιῶς μᾶλλον τὸ λοιπὸν ἐποιοῦντο λιμένων τε κλῄσει καὶ τῇ ἄλλῃ ἐπιμελείᾳ.

[2.93.1] Προτού διαλύσουν τον στόλο που είχε γυρίσει στον Κρισαίο κόλπο και στην Κόρινθο, ο Κνήμος, ο Βρασίδας και οι άλλοι Πελοποννήσιοι αρχηγοί θέλησαν, καθώς άρχιζε ο χειμώνας, να δοκιμάσουν, κατά συμβουλή των Μεγάρων, να κάνουν μιαν απόπειρα εναντίον του Πειραιά, λιμανιού της Αθήνας. Ήταν ανοιχτός και αφρούρητος και τούτο ήταν φυσικό, αφού οι Αθηναίοι είχαν τόσο μεγάλη υπεροχή στην θάλασσα. [2.93.2] Το σχέδιο ήταν να πάρει ο κάθε ναύτης το κουπί του, το μαξιλάρι του και την τροπωτήρα του και να πεζοπορήσουν από την Κόρινθο στην ακτή του Σαρωνικού. Αφού φτάσουν με γρήγορη πορεία στα Μέγαρα και στην Νίσαια —λιμάνι των Μεγάρων— να καθελκύσουν σαράντα πολεμικά που έτυχε να βρίσκονται εκεί και να επιτεθούν αμέσως εναντίον του Πειραιά. [2.93.3] Στόλος κανείς δεν βρισκόταν εκεί για να φυλάει το λιμάνι, οι Αθηναίοι νόμιζαν ότι δεν έχουν κανέναν φόβο να τους κάνει ο εχθρός αιφνιδιαστική επίθεση. Φανερή επίθεση δεν θα τολμούσε ποτέ να κάνει, κι αν ο εχθρός έκανε μυστικές προετοιμασίες για τέτοιο σχέδιο, οι Αθηναίοι πίστευαν πως θα το μάθαιναν οπωσδήποτε. [2.93.4] Μόλις το αποφάσισαν οι Πελοποννήσιοι άρχισαν να πορεύονται. Έφτασαν νύχτα στην Νίσαια, έριξαν τα καράβια στην θάλασσα, αλλά αντί να πάνε στον Πειραιά, όπως το είχαν σχεδιάσει, φοβήθηκαν τέτοιο τόλμημα —τους εμπόδισε, καθώς λέγεται, και αντίθετος άνεμος— και πήγαν στο ακρωτήρι της Σαλαμίνας που βλέπει προς τα Μέγαρα. Εκεί ήταν φρούριο και τρία πολεμικά που φύλαγαν ώστε να μην μπορεί κανένα καράβι να βγαίνει ή να μπαίνει στο λιμάνι των Μεγάρων. Έκαναν επίθεση εναντίον του φρουρίου και ρυμούλκησαν μαζί τους τα τρία αδειανά καράβια. Ύστερα έπεσαν ξαφνικά στην υπόλοιπη Σαλαμίνα κι άρχισαν να την λεηλατούν.
[2.94.1] Τότε με πυρσούς δόθηκε το σήμα του συναγερμού στην Αθήνα και προκάλεσε πανικό όπως ποτέ άλλοτε στην διάρκεια του πολέμου αυτού. Οι Αθηναίοι νόμιζαν ότι ο εχθρός είχε κιόλας μπει στο λιμάνι του Πειραιά και οι Πειραιείς νόμιζαν πως η Σαλαμίνα είχε κυριευτεί κι από στιγμή σε στιγμή θα έμπαινε ο εχθρός στο λιμάνι. Τούτο θα μπορούσε εύκολα να γίνει, αν το είχαν αποτολμήσει οι Πελοποννήσιοι, και ούτε άνεμος θα τους είχε εμποδίσει. [2.94.2] Αλλά με την αυγή, σύσσωμος ο λαός της Αθήνας έτρεξε στον Πειραιά, έριξαν τα καράβια τους στην θάλασσα, μπήκαν μέσα βιαστικά και με φωνές πήγαν στην Σαλαμίνα, ενώ το πεζικό οργάνωσε την φρούρηση του Πειραιά. [2.94.3] Οι Πελοποννήσιοι, που είχαν καταστρέψει το μεγαλύτερο μέρος της Σαλαμίνας, βλέποντας τους Αθηναίους να έρχονται, πήραν τους αιχμαλώτους και την λεία που είχαν μαζέψει, πήραν και τα τρία καράβια που είχαν πιάσει στο ακρωτήριο Βούδορο και γύρισαν στην Νίσαια όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Είχαν και τον φόβο ότι τα καράβια τους, που είχαν μείνει πολύν καιρό στην στεριά, δεν είχαν ύφαλα στεγανά και θα έκαναν νερά. Από τα Μέγαρα, όπου έφτασαν, γύρισαν πεζή πάλι στην Κόρινθο. [2.94.4] Οι Αθηναίοι δεν τους πρόλαβαν στην Σαλαμίνα και γύρισαν κι αυτοί πίσω. Μετά το πάθημα αυτό φρουρούσαν καλύτερα τον Πειραιά, κλείνοντας τα λιμάνια και παίρνοντας κι άλλα μέτρα.