Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (2.64.1-2.65.13)

[2.64.1] «Ὑμεῖς δὲ μήτε ὑπὸ τῶν τοιῶνδε πολιτῶν παράγεσθε μήτε ἐμὲ δι᾽ ὀργῆς ἔχετε, ᾧ καὶ αὐτοὶ ξυνδιέγνωτε πολεμεῖν, εἰ καὶ ἐπελθόντες οἱ ἐναντίοι ἔδρασαν ἅπερ εἰκὸς ἦν μὴ ἐθελησάντων ὑμῶν ὑπακούειν, ἐπιγεγένηταί τε πέρα ὧν προσεδεχόμεθα ἡ νόσος ἥδε, πρᾶγμα μόνον δὴ τῶν πάντων ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον. καὶ δι᾽ αὐτὴν οἶδ᾽ ὅτι μέρος τι μᾶλλον ἔτι μισοῦμαι, οὐ δικαίως, εἰ μὴ καὶ ὅταν παρὰ λόγον τι εὖ πράξητε ἐμοὶ ἀναθήσετε. [2.64.2] φέρειν δὲ χρὴ τά τε δαιμόνια ἀναγκαίως τά τε ἀπὸ τῶν πολεμίων ἀνδρείως· ταῦτα γὰρ ἐν ἔθει τῇδε τῇ πόλει πρότερόν τε ἦν νῦν τε μὴ ἐν ὑμῖν κωλυθῇ. [2.64.3] γνῶτε δὲ ὄνομα μέγιστον αὐτὴν ἔχουσαν ἐν ἅπασιν ἀνθρώποις διὰ τὸ ταῖς ξυμφοραῖς μὴ εἴκειν, πλεῖστα δὲ σώματα καὶ πόνους ἀνηλωκέναι πολέμῳ, καὶ δύναμιν μεγίστην δὴ μέχρι τοῦδε κεκτημένην, ἧς ἐς ἀΐδιον τοῖς ἐπιγιγνομένοις, ἢν καὶ νῦν ὑπενδῶμέν ποτε (πάντα γὰρ πέφυκε καὶ ἐλασσοῦσθαι), μνήμη καταλελείψεται, Ἑλλήνων τε ὅτι Ἕλληνες πλείστων δὴ ἤρξαμεν, καὶ πολέμοις μεγίστοις ἀντέσχομεν πρός τε ξύμπαντας καὶ καθ᾽ ἑκάστους, πόλιν τε τοῖς πᾶσιν εὐπορωτάτην καὶ μεγίστην ᾠκήσαμεν. [2.64.4] καίτοι ταῦτα ὁ μὲν ἀπράγμων μέμψαιτ᾽ ἄν, ὁ δὲ δρᾶν τι καὶ αὐτὸς βουλόμενος ζηλώσει· εἰ δέ τις μὴ κέκτηται, φθονήσει. [2.64.5] τὸ δὲ μισεῖσθαι καὶ λυπηροὺς εἶναι ἐν τῷ παρόντι πᾶσι μὲν ὑπῆρξε δὴ ὅσοι ἕτεροι ἑτέρων ἠξίωσαν ἄρχειν· ὅστις δὲ ἐπὶ μεγίστοις τὸ ἐπίφθονον λαμβάνει, ὀρθῶς βουλεύεται. μῖσος μὲν γὰρ οὐκ ἐπὶ πολὺ ἀντέχει, ἡ δὲ παραυτίκα τε λαμπρότης καὶ ἐς τὸ ἔπειτα δόξα αἰείμνηστος καταλείπεται. [2.64.6] ὑμεῖς δὲ ἔς τε τὸ μέλλον καλὸν προγνόντες ἔς τε τὸ αὐτίκα μὴ αἰσχρὸν τῷ ἤδη προθύμῳ ἀμφότερα κτήσασθε, καὶ Λακεδαιμονίοις μήτε ἐπικηρυκεύεσθε μήτε ἔνδηλοι ἔστε τοῖς παροῦσι πόνοις βαρυνόμενοι, ὡς οἵτινες πρὸς τὰς ξυμφορὰς γνώμῃ μὲν ἥκιστα λυποῦνται, ἔργῳ δὲ μάλιστα ἀντέχουσιν, οὗτοι καὶ πόλεων καὶ ἰδιωτῶν κράτιστοί εἰσιν.»
[2.65.1] Τοιαῦτα ὁ Περικλῆς λέγων ἐπειρᾶτο τοὺς Ἀθηναίους τῆς τε ἐς αὑτὸν ὀργῆς παραλύειν καὶ ἀπὸ τῶν παρόντων δεινῶν ἀπάγειν τὴν γνώμην. οἱ [2.65.2] δὲ δημοσίᾳ μὲν τοῖς λόγοις ἀνεπείθοντο καὶ οὔτε πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους ἔτι ἔπεμπον ἔς τε τὸν πόλεμον μᾶλλον ὥρμηντο, ἰδίᾳ δὲ τοῖς παθήμασιν ἐλυποῦντο, ὁ μὲν δῆμος ὅτι ἀπ᾽ ἐλασσόνων ὁρμώμενος ἐστέρητο καὶ τούτων, οἱ δὲ δυνατοὶ καλὰ κτήματα κατὰ τὴν χώραν οἰκοδομίαις τε καὶ πολυτελέσι κατασκευαῖς ἀπολωλεκότες, τὸ δὲ μέγιστον, πόλεμον ἀντ᾽ εἰρήνης ἔχοντες. [2.65.3] οὐ μέντοι πρότερόν γε οἱ ξύμπαντες ἐπαύσαντο ἐν ὀργῇ ἔχοντες αὐτὸν πρὶν ἐζημίωσαν χρήμασιν. [2.65.4] ὕστερον δ᾽ αὖθις οὐ πολλῷ, ὅπερ φιλεῖ ὅμιλος ποιεῖν, στρατηγὸν εἵλοντο καὶ πάντα τὰ πράγματα ἐπέτρεψαν, ὧν μὲν περὶ τὰ οἰκεῖα ἕκαστος ἤλγει ἀμβλύτεροι ἤδη ὄντες, ὧν δὲ ἡ ξύμπασα πόλις προσεδεῖτο πλείστου ἄξιον νομίζοντες εἶναι. [2.65.5] ὅσον τε γὰρ χρόνον προύστη τῆς πόλεως ἐν τῇ εἰρήνῃ, μετρίως ἐξηγεῖτο καὶ ἀσφαλῶς διεφύλαξεν αὐτήν, καὶ ἐγένετο ἐπ᾽ ἐκείνου μεγίστη, ἐπειδή τε ὁ πόλεμος κατέστη, ὁ δὲ φαίνεται καὶ ἐν τούτῳ προγνοὺς τὴν δύναμιν. [2.65.6] ἐπεβίω δὲ δύο ἔτη καὶ ἓξ μῆνας· καὶ ἐπειδὴ ἀπέθανεν, ἐπὶ πλέον ἔτι ἐγνώσθη ἡ πρόνοια αὐτοῦ ἡ ἐς τὸν πόλεμον. [2.65.7] ὁ μὲν γὰρ ἡσυχάζοντάς τε καὶ τὸ ναυτικὸν θεραπεύοντας καὶ ἀρχὴν μὴ ἐπικτωμένους ἐν τῷ πολέμῳ μηδὲ τῇ πόλει κινδυνεύοντας ἔφη περιέσεσθαι· οἱ δὲ ταῦτά τε πάντα ἐς τοὐναντίον ἔπραξαν καὶ ἄλλα ἔξω τοῦ πολέμου δοκοῦντα εἶναι κατὰ τὰς ἰδίας φιλοτιμίας καὶ ἴδια κέρδη κακῶς ἔς τε σφᾶς αὐτοὺς καὶ τοὺς ξυμμάχους ἐπολίτευσαν, ἃ κατορθούμενα μὲν τοῖς ἰδιώταις τιμὴ καὶ ὠφελία μᾶλλον ἦν, σφαλέντα δὲ τῇ πόλει ἐς τὸν πόλεμον βλάβη καθίστατο. [2.65.8] αἴτιον δ᾽ ἦν ὅτι ἐκεῖνος μὲν δυνατὸς ὢν τῷ τε ἀξιώματι καὶ τῇ γνώμῃ χρημάτων τε διαφανῶς ἀδωρότατος γενόμενος κατεῖχε τὸ πλῆθος ἐλευθέρως, καὶ οὐκ ἤγετο μᾶλλον ὑπ᾽ αὐτοῦ ἢ αὐτὸς ἦγε, διὰ τὸ μὴ κτώμενος ἐξ οὐ προσηκόντων τὴν δύναμιν πρὸς ἡδονήν τι λέγειν, ἀλλ᾽ ἔχων ἐπ᾽ ἀξιώσει καὶ πρὸς ὀργήν τι ἀντειπεῖν. [2.65.9] ὁπότε γοῦν αἴσθοιτό τι αὐτοὺς παρὰ καιρὸν ὕβρει θαρσοῦντας, λέγων κατέπλησσεν ἐπὶ τὸ φοβεῖσθαι, καὶ δεδιότας αὖ ἀλόγως ἀντικαθίστη πάλιν ἐπὶ τὸ θαρσεῖν. ἐγίγνετό τε λόγῳ μὲν δημοκρατία, ἔργῳ δὲ ὑπὸ τοῦ πρώτου ἀνδρὸς ἀρχή. [2.65.10] οἱ δὲ ὕστερον ἴσοι μᾶλλον αὐτοὶ πρὸς ἀλλήλους ὄντες καὶ ὀρεγόμενοι τοῦ πρῶτος ἕκαστος γίγνεσθαι ἐτράποντο καθ᾽ ἡδονὰς τῷ δήμῳ καὶ τὰ πράγματα ἐνδιδόναι. [2.65.11] ἐξ ὧν ἄλλα τε πολλά, ὡς ἐν μεγάλῃ πόλει καὶ ἀρχὴν ἐχούσῃ, ἡμαρτήθη καὶ ὁ ἐς Σικελίαν πλοῦς, ὃς οὐ τοσοῦτον γνώμης ἁμάρτημα ἦν πρὸς οὓς ἐπῇσαν, ὅσον οἱ ἐκπέμψαντες οὐ τὰ πρόσφορα τοῖς οἰχομένοις ἐπιγιγνώσκοντες, ἀλλὰ κατὰ τὰς ἰδίας διαβολὰς περὶ τῆς τοῦ δήμου προστασίας τά τε ἐν τῷ στρατοπέδῳ ἀμβλύτερα ἐποίουν καὶ τὰ περὶ τὴν πόλιν πρῶτον ἐν ἀλλήλοις ἐταράχθησαν. [2.65.12] σφαλέντες δὲ ἐν Σικελίᾳ ἄλλῃ τε παρασκευῇ καὶ τοῦ ναυτικοῦ τῷ πλέονι μορίῳ καὶ κατὰ τὴν πόλιν ἤδη ἐν στάσει ὄντες ὅμως † τρία † μὲν ἔτη ἀντεῖχον τοῖς τε πρότερον ὑπάρχουσι πολεμίοις καὶ τοῖς ἀπὸ Σικελίας μετ᾽ αὐτῶν, καὶ τῶν ξυμμάχων ἔτι τοῖς πλέοσιν ἀφεστηκόσι, Κύρῳ τε ὕστερον βασιλέως παιδὶ προσγενομένῳ, ὃς παρεῖχε χρήματα Πελοποννησίοις ἐς τὸ ναυτικόν, καὶ οὐ πρότερον ἐνέδοσαν ἢ αὐτοὶ ἐν σφίσι κατὰ τὰς ἰδίας διαφορὰς περιπεσόντες ἐσφάλησαν. [2.65.13] τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ ἐπερίσσευσε τότε ἀφ᾽ ὧν αὐτὸς προέγνω καὶ πάνυ ἂν ῥᾳδίως περιγενέσθαι τὴν πόλιν Πελοποννησίων αὐτῶν τῷ πολέμῳ.

[2.64.1] »Μην παρασύρεστε, λοιπόν, από τέτοιους πολίτες. Σεις, που μαζί μου αποφασίσατε να πολεμήστε, μην οργίζεστε εναντίον μου επειδή αρνηθήκατε να υποταγείτε στους όρους του εχθρού, που γι᾽ αυτό ήρθε και έκανε ό,τι περιμέναμε πως θα κάνει, κι επειδή πέρα από όσα περιμέναμε, έπεσε η επιδημία αυτή, την οποία δεν είχαμε προβλέψει και είναι, μάλιστα, το μόνο που δεν είχαμε προβλέψει. Ξέρω πως εξαιτίας της μ᾽ εχθρεύεστε ακόμα περισσότερο, αλλά αυτό είναι άδικο, εκτός εάν, όταν θα έχετε κάποιαν επιτυχία που δεν το περιμένετε, την αποδώσετε κι αυτήν σ᾽ εμένα. [2.64.2] Αλλά πρέπει και τα όσα μας στέλνουν οι θεοί να υπομένομε με καρτερία και τα χτυπήματα του εχθρού ν᾽ αντιμετωπίζομε με ανδρεία. Τέτοιες ήσαν οι παραδόσεις της πολιτείας μας. Προσέξτε μην καταργηθούν εξαιτίας σας. [2.64.3] Σκεφθείτε ότι η πολιτεία μας έχει παμμέγιστο γόητρο στον κόσμο ολόκληρο, επειδή ποτέ δεν λύγισε μπροστά στις συμφορές και πρόσφερε, σε πολέμους, πολύ αίμα και πολλές θυσίες και απόκτησε την μεγαλύτερη δύναμη που είχε ποτέ πολιτεία, δύναμη που η μνήμη της θα μείνει αιώνια στις επερχόμενες γενεές, έστω κι αν μας συνέβαινε τώρα κάποια μείωση — αφού φυσική εξέλιξη για το καθετί είναι η ακμή και η παρακμή. Και θα θυμούνται ότι, Έλληνες εμείς, εξουσιάσαμε τους περισσότερους Έλληνες, ότι αναμετρηθήκαμε σε μεγάλους πολέμους με εχθρούς πότε ενωμένους σε συμμαχίες, πότε μόνους, και ότι δημιουργήσαμε μια πολιτεία μεγαλύτερη και πλουσιότερη από κάθε άλλην. [2.64.4] Ίσως μας κατηγορήσουν γι᾽ αυτά όσοι δεν θα έχουν καμιά φιλοδοξία, ενώ εκείνοι που θα θέλουν κάτι να κατορθώσουν, θα μας έχουν για παράδειγμα. Και όσοι δεν θα μπορέσουν τίποτε ν᾽ αποκτήσουν, θα μας φθονούν. [2.64.5] Αν τώρα μας μισούν και μας θεωρούν κακούς, τούτο είναι ο κοινός κλήρος όλων εκείνων που θέλησαν να εξουσιάσουν άλλους. Αλλά όποιος επιδιώκει μεγάλους σκοπούς κι αποδέχεται, όμως, να προκαλεί το μίσος, ορθά σκέπτεται κι αποφασίζει. Το αίσθημα του μίσους δεν αντέχει στον χρόνο, ενώ η λαμπρότητα του παρόντος μένει δόξα αθάνατη για το μέλλον. [2.64.6] Σεις, λοιπόν, και για την μελλοντική σας δόξα, αλλά και για ν᾽ αποφύγετε σήμερα την ταπείνωση, αντιμετωπίστε την κατάσταση με θάρρος, για να εξασφαλίσετε και τα δύο. Μην στέλνετε πια αντιπροσώπους στους Λακεδαιμονίους και μην δείχνετε ότι οι τωρινές συμφορές σάς έχουν καταβάλει. Άριστοι είναι εκείνοι —είτε πρόκειται για πολιτεία είτε πρόκειται για ανθρώπους— που δεν κλονίζεται το ηθικό τους από τις συμφορές, εκείνοι που δείχνουν την μεγαλύτερη αποφασιστικότητα στην δράση».
[2.65.1] Με τέτοια λόγια προσπαθούσε ο Περικλής να μετριάσει το θυμό των Αθηναίων εναντίον του και να στρέψει την προσοχή τους αλλού παρά στις συμφορές τους. [2.65.2] Στην Εκκλησία του Λαού πείστηκαν στα λόγια του και δεν έστειλαν άλλη πρεσβεία στους Λακεδαιμονίους κι έστρεψαν πρόθυμα την δραστηριότητά τους στην πολεμική προσπάθεια, αλλά ο καθένας χωριστά εξακολουθούσαν να θλίβονται για τα παθήματά τους, τόσο ο φτωχολαός, επειδή είχε στερηθεί κι από τα λίγα που είχε πριν από τον πόλεμο, όσο και οι πλούσιοι, επειδή είχαν χάσει ωραία κτήματα στην ύπαιθρο και πολυτελή εξοχικά σπίτια, περισσότερο όμως απ᾽ όλα θλίβονταν επειδή είχαν πόλεμο αντί ειρήνη. [2.65.3] Δεν έπαψε, λοιπόν, η αγανάκτησή τους εναντίον του Περικλή παρά μόνο όταν του επιβάλαν χρηματικό πρόστιμο. [2.65.4] Δεν πέρασε, ωστόσο, πολύς καιρός και —με την συνηθισμένη αστάθεια του πλήθους— τον όρισαν πάλι στρατηγό και του αναθέσαν πάλι όλη την εξουσία. Είχε μαλακώσει ο πόνος τους για τις ατομικές τους συμφορές και θεωρούσαν πάντα τον Περικλή τον καλύτερο απ᾽ όλους για να κυβερνήσει. [2.65.5] Όσο είχε κυβερνήσει την πολιτεία σε καιρό ειρήνης, είχε δείξει μεγάλη σωφροσύνη και είχε διαφυλάξει την ασφάλεια της πολιτείας, η οποία υπό την ηγεσία του είχε γίνει πολύ ισχυρή. Όταν ήρθε ο πόλεμος, αυτός πάλι φάνηκε ότι είχε εκτιμήσει ορθά την δύναμη της Αθήνας. [2.65.6] Έζησε δύο χρόνια και έξι μήνες από την στιγμή που άρχισε ο πόλεμος, κι όταν πέθανε, φάνηκε ακόμα περισσότερο πόσο σωστές ήσαν οι προβλέψεις του. [2.65.7] Υποστήριζε ότι οι Αθηναίοι θα νικούσαν αν δεν έβγαιναν να δώσουν μάχη, αν φρόντιζαν το ναυτικό τους, αν δεν επιδιώκαν να επεκτείνουν την εξουσία τους όσο διαρκούσε ο πόλεμος κι αν δεν εκθέταν την πολιτεία σε κίνδυνο. Οι Αθηναίοι, όμως, έκαναν ακριβώς τα αντίθετα. Και σε ζητήματα φαινομενικά άσχετα με την διεξαγωγή του πολέμου, πολιτεύτηκαν κατά τρόπο βλαβερό και για την πολιτεία και για τους συμμάχους τους, και τούτο από προσωπικές φιλοδοξίες ή ιδιοτέλεια. Τα όσα αναλάμβαναν, αν πετύχαιναν, προσπόριζαν όφελος και τιμές σε άτομα, αν όμως αποτύχαιναν, έβλαπταν την Αθήνα και την διεξαγωγή του πολέμου. [2.65.8] Αυτό εξηγείται επειδή ο Περικλής είχε μεγάλο κύρος και μεγάλες ικανότητες, και αποδείχτηκε φανερότατα ανώτερος χρημάτων. Ήταν, γι᾽ αυτό, σε θέση να συγκρατεί τον λαό χωρίς να περιορίζει την ελευθερία του. Δεν παρασυρόταν από τον λαό, αλλά εκείνος τον καθοδηγούσε. Δεν προσπαθούσε ν᾽ αποκτήσει επιρροή με παράνομα μέσα και δεν κολάκευε το πλήθος με ρητορείες, και είχε τόσο μεγάλο κύρος, ώστε μπορούσε να τους εναντιωθεί και να προκαλέσει την οργή τους. [2.65.9] Όταν καταλάβαινε ότι οι συμπολίτες του, από υπεροψία, γινόνταν υπερβολικά τολμηροί, ενώ δεν το επιτρέπαν οι περιστάσεις, τους συγκρατούσε φοβίζοντάς τους με τα λόγια του, κι όταν τους έβλεπε φοβισμένους χωρίς λόγο, τους έδινε θάρρος. Έτσι η πολιτεία φαινομενικά ήταν δημοκρατία, ενώ πραγματικά την κυβερνούσε ο πρώτος της πολίτης. [2.65.10] Οι διάδοχοί του ήσαν ίσης αξίας μεταξύ τους κι ο καθένας τους, έχοντας την φιλοδοξία να επικρατήσει εκείνος, κολάκευε το πλήθος στο οποίο έτσι παραδόθηκε η πρωτοβουλία για τις δημόσιες υποθέσεις. [2.65.11] Εξαιτίας αυτού, και όπως ήταν επόμενο σε πολιτεία μεγάλη που ασκούσε ηγεμονία επάνω σε άλλες πόλεις, έγιναν και άλλα σφάλματα πολλά, αλλά κυρίως η εκστρατεία της Σικελίας που απέτυχε, όχι τόσο από κακό υπολογισμό της δύναμης του αντιπάλου, όσο επειδή εκείνοι που την έστειλαν, μη λαβαίνοντας υπόψη τις ανάγκες του εκστρατευτικού σώματος, καταγίνονταν, κυρίως, στο να διαβάλλουν ο ένας τον άλλον για να επικρατήσουν εσωτερικά κι έτσι έγιναν αιτία να εξασθενήσει το εκστρατευτικό σώμα και να φανερωθούν, για πρώτη φορά, εσωτερικές διχόνοιες. [2.65.12] Αλλά και μετά την καταστροφή της Σικελίας, όπου έχασαν όλον τον στρατό που είχαν στείλει και το μεγαλύτερο μέρος του στόλου, κι ενώ άρχιζε ένας εσωτερικός σπαραγμός, κατόρθωσαν ν᾽ ανθέξουν οκτώ ολόκληρα χρόνια πολεμώντας, όχι μόνον εναντίον όσων αρχικά ήσαν εχθροί τους, αλλά και εναντίον όσων από την Σικελία ενώθηκαν με τους εχθρούς τους και εναντίον των δικών τους συμμάχων, που αργότερα επαναστάτησαν οι περισσότεροι, ακόμα και εναντίον του Κύρου, του γιου του Βασιλέως, που έδινε χρήματα στους Πελοποννησίους για τον στόλο τους. Και δεν νικήθηκαν παρά μόνο όταν εξαντλήθηκαν από τον εσωτερικό σπαραγμό. [2.65.13] Φαίνεται, λοιπόν, καθαρά ότι, στην αρχή του πολέμου, οι δυνάμεις της Αθήνας ήσαν περίσσιες και δικαιολογούσαν τις προβλέψεις του Περικλή που πίστευε ότι εύκολα θα μπορούσε να νικήσει μόνους τους Πελοποννησίους.