Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (2.34.1-2.36.4)

[2.34.1] Ἐν δὲ τῷ αὐτῷ χειμῶνι Ἀθηναῖοι τῷ πατρίῳ νόμῳ χρώμενοι δημοσίᾳ ταφὰς ἐποιήσαντο τῶν ἐν τῷδε τῷ πολέμῳ πρώτων ἀποθανόντων τρόπῳ τοιῷδε. [2.34.2] τὰ μὲν ὀστᾶ προτίθενται τῶν ἀπογενομένων πρότριτα σκηνὴν ποιήσαντες, καὶ ἐπιφέρει τῷ αὑτοῦ ἕκαστος ἤν τι βούληται· [2.34.3] ἐπειδὰν δὲ ἡ ἐκφορὰ ᾖ, λάρνακας κυπαρισσίνας ἄγουσιν ἅμαξαι, φυλῆς ἑκάστης μίαν· ἔνεστι δὲ τὰ ὀστᾶ ἧς ἕκαστος ἦν φυλῆς. μία δὲ κλίνη κενὴ φέρεται ἐστρωμένη τῶν ἀφανῶν, οἳ ἂν μὴ εὑρεθῶσιν ἐς ἀναίρεσιν. [2.34.4] ξυνεκφέρει δὲ ὁ βουλόμενος καὶ ἀστῶν καὶ ξένων, καὶ γυναῖκες πάρεισιν αἱ προσήκουσαι ἐπὶ τὸν τάφον ὀλοφυρόμεναι. [2.34.5] τιθέασιν οὖν ἐς τὸ δημόσιον σῆμα, ὅ ἐστιν ἐπὶ τοῦ καλλίστου προαστείου τῆς πόλεως, καὶ αἰεὶ ἐν αὐτῷ θάπτουσι τοὺς ἐκ τῶν πολέμων, πλήν γε τοὺς ἐν Μαραθῶνι· ἐκείνων δὲ διαπρεπῆ τὴν ἀρετὴν κρίναντες αὐτοῦ καὶ τὸν τάφον ἐποίησαν. [2.34.6] ἐπειδὰν δὲ κρύψωσι γῇ, ἀνὴρ ᾑρημένος ὑπὸ τῆς πόλεως, ὃς ἂν γνώμῃ τε δοκῇ μὴ ἀξύνετος εἶναι καὶ ἀξιώσει προήκῃ, λέγει ἐπ᾽ αὐτοῖς ἔπαινον τὸν πρέποντα· μετὰ δὲ τοῦτο ἀπέρχονται. [2.34.7] ὧδε μὲν θάπτουσιν· καὶ διὰ παντὸς τοῦ πολέμου, ὁπότε ξυμβαίη αὐτοῖς, ἐχρῶντο τῷ νόμῳ. [2.34.8] ἐπὶ δ᾽ οὖν τοῖς πρώτοις τοῖσδε Περικλῆς ὁ Ξανθίππου ᾑρέθη λέγειν. καὶ ἐπειδὴ καιρὸς ἐλάμβανε, προελθὼν ἀπὸ τοῦ σήματος ἐπὶ βῆμα ὑψηλὸν πεποιημένον, ὅπως ἀκούοιτο ὡς ἐπὶ πλεῖστον τοῦ ὁμίλου, ἔλεγε τοιάδε.
[2.35.1] «Οἱ μὲν πολλοὶ τῶν ἐνθάδε ἤδη εἰρηκότων ἐπαινοῦσι τὸν προσθέντα τῷ νόμῳ τὸν λόγον τόνδε, ὡς καλὸν ἐπὶ τοῖς ἐκ τῶν πολέμων θαπτομένοις ἀγορεύεσθαι αὐτόν. ἐμοὶ δὲ ἀρκοῦν ἂν ἐδόκει εἶναι ἀνδρῶν ἀγαθῶν ἔργῳ γενομένων ἔργῳ καὶ δηλοῦσθαι τὰς τιμάς, οἷα καὶ νῦν περὶ τὸν τάφον τόνδε δημοσίᾳ παρασκευασθέντα ὁρᾶτε, καὶ μὴ ἐν ἑνὶ ἀνδρὶ πολλῶν ἀρετὰς κινδυνεύεσθαι εὖ τε καὶ χεῖρον εἰπόντι πιστευθῆναι. [2.35.2] χαλεπὸν γὰρ τὸ μετρίως εἰπεῖν ἐν ᾧ μόλις καὶ ἡ δόκησις τῆς ἀληθείας βεβαιοῦται. ὅ τε γὰρ ξυνειδὼς καὶ εὔνους ἀκροατὴς τάχ᾽ ἄν τι ἐνδεεστέρως πρὸς ἃ βούλεταί τε καὶ ἐπίσταται νομίσειε δηλοῦσθαι, ὅ τε ἄπειρος ἔστιν ἃ καὶ πλεονάζεσθαι, διὰ φθόνον, εἴ τι ὑπὲρ τὴν αὑτοῦ φύσιν ἀκούοι. μέχρι γὰρ τοῦδε ἀνεκτοὶ οἱ ἔπαινοί εἰσι περὶ ἑτέρων λεγόμενοι, ἐς ὅσον ἂν καὶ αὐτὸς ἕκαστος οἴηται ἱκανὸς εἶναι δρᾶσαί τι ὧν ἤκουσεν· τῷ δὲ ὑπερβάλλοντι αὐτῶν φθονοῦντες ἤδη καὶ ἀπιστοῦσιν. [2.35.3] ἐπειδὴ δὲ τοῖς πάλαι οὕτως ἐδοκιμάσθη ταῦτα καλῶς ἔχειν, χρὴ καὶ ἐμὲ ἑπόμενον τῷ νόμῳ πειρᾶσθαι ὑμῶν τῆς ἑκάστου βουλήσεώς τε καὶ δόξης τυχεῖν ὡς ἐπὶ πλεῖστον
[2.36.1] «Ἄρξομαι δὲ ἀπὸ τῶν προγόνων πρῶτον· δίκαιον γὰρ αὐτοῖς καὶ πρέπον δὲ ἅμα ἐν τῷ τοιῷδε τὴν τιμὴν ταύτην τῆς μνήμης δίδοσθαι. τὴν γὰρ χώραν οἱ αὐτοὶ αἰεὶ οἰκοῦντες διαδοχῇ τῶν ἐπιγιγνομένων μέχρι τοῦδε ἐλευθέραν δι᾽ ἀρετὴν παρέδοσαν. [2.36.2] καὶ ἐκεῖνοί τε ἄξιοι ἐπαίνου καὶ ἔτι μᾶλλον οἱ πατέρες ἡμῶν· κτησάμενοι γὰρ πρὸς οἷς ἐδέξαντο ὅσην ἔχομεν ἀρχὴν οὐκ ἀπόνως ἡμῖν τοῖς νῦν προσκατέλιπον. [2.36.3] τὰ δὲ πλείω αὐτῆς αὐτοὶ ἡμεῖς οἵδε οἱ νῦν ἔτι ὄντες μάλιστα ἐν τῇ καθεστηκυίᾳ ἡλικίᾳ ἐπηυξήσαμεν καὶ τὴν πόλιν τοῖς πᾶσι παρεσκευάσαμεν καὶ ἐς πόλεμον καὶ ἐς εἰρήνην αὐταρκεστάτην. [2.36.4] ὧν ἐγὼ τὰ μὲν κατὰ πολέμους ἔργα, οἷς ἕκαστα ἐκτήθη, ἢ εἴ τι αὐτοὶ ἢ οἱ πατέρες ἡμῶν βάρβαρον ἢ Ἕλληνα πολέμιον ἐπιόντα προθύμως ἠμυνάμεθα, μακρηγορεῖν ἐν εἰδόσιν οὐ βουλόμενος ἐάσω· ἀπὸ δὲ οἵας τε ἐπιτηδεύσεως ἤλθομεν ἐπ᾽ αὐτὰ καὶ μεθ᾽ οἵας πολιτείας καὶ τρόπων ἐξ οἵων μεγάλα ἐγένετο, ταῦτα δηλώσας πρῶτον εἶμι καὶ ἐπὶ τὸν τῶνδε ἔπαινον, νομίζων ἐπί τε τῷ παρόντι οὐκ ἂν ἀπρεπῆ λεχθῆναι αὐτὰ καὶ τὸν πάντα ὅμιλον καὶ ἀστῶν καὶ ξένων ξύμφορον εἶναι ἐπακοῦσαι αὐτῶν.

[2.34.1] Τον ίδιο χειμώνα οι Αθηναίοι οργάνωσαν, κατά την αρχαία συνήθεια, την τελετή της δημόσιας ταφής των πρώτων νεκρών του πολέμου. Η ετοιμασία γίνεται με τον εξής τρόπο. [2.34.2] Τρεις μέρες πριν από την τελετή κατασκευάζουν μιαν εξέδρα και αποθέτουν εκεί τα οστά των νεκρών. Ο καθένας, αν θέλει, μπορεί να φέρει ένα αφιέρωμα στον δικό του. [2.34.3] Όταν έρθει η στιγμή της εκφοράς, τοποθετούν φέρετρα κυπαρισσένια επάνω σε αμάξια. Ένα φέρετρο για κάθε φυλή. Τα οστά του κάθε νεκρού είναι στο φέρετρο της φυλής του. Ένα όμως φέρετρο το μεταφέρουν κενό. Είναι των αφανών, εκείνων που τα σώματα δεν βρέθηκαν. [2.34.4] Στην τελετή πηγαίνει όποιος θέλει, είτε πολίτης είτε ξένος. Πηγαίνουν και οι γυναίκες, συγγενείς, που στέκονται μπροστά στον τάφο και μοιρολογούν. [2.34.5] Αποθέτουν τους νεκρούς στο δημόσιο νεκροταφείο που βρίσκεται στο ωραιότερο προάστιο της πόλης. Εκεί θάβουν πάντα τους νεκρούς του πολέμου. Μόνη εξαίρεση έκαναν για όσους έπεσαν στον Μαραθώνα. Αυτούς, για την εξαιρετική τους ανδρεία, έκριναν πως έπρεπε να τους θάψουν στον τόπο της μάχης. [2.34.6] Όταν τους σκεπάσει η γη, ένας πολίτης ξεχωριστός για την αξία του και τα χαρίσματά του, ορισμένος από την Πολιτεία, κάνει τον έπαινο των νεκρών. Έπειτα ο κόσμος φεύγει. [2.34.7] Έτσι γίνεται η ταφή. Όσο βαστούσε ο πόλεμος, κρατούσαν την συνήθεια αυτή κάθε φορά που έπρεπε. [2.34.8] Για τους πρώτους νεκρούς του πολέμου όρισαν να μιλήσει ο Περικλής του Ξανθίππου. Όταν ήρθε η στιγμή προχώρησε από το μνημείο, ανέβηκε σ᾽ ένα ψηλό βήμα για να τον ακούει το συγκεντρωμένο πλήθος και είπε:
[2.35.1] «Οι περισσότεροι από όσους έχουν μιλήσει από το βήμα αυτό, επαινούν τον νομοθέτη που πρόσθεσε στα άλλα μέρη της τελετής την εκφώνηση λόγου, γιατί θεωρούν πως είναι ωραίο να γίνεται ο έπαινος των νεκρών του πολέμου στην ταφή τους. Εγώ τολμώ να πιστεύω πως άνδρες που δοξάστηκαν με τα έργα τους, με έργα μόνο θα ταίριαζε να τιμηθούν, έργα όπως η δημόσια αυτή ετοιμασία που βλέπετε εδώ, γύρω από τον τάφο τους, και μ᾽ αυτόν τον τρόπο να μην κινδυνεύει η δόξα πολλών από την εκτίμηση ενός μόνου ανθρώπου, που ίσως υστερήσει, ίσως υπερβάλει. [2.35.2] Δύσκολο είναι να μιλήσει κανείς όπως ταιριάζει σε θέμα όπου χρειάζεται κόπος για να γίνει πιστευτή και η απλή αλήθεια. Γιατί ο ευνοϊκός ακροατής, που ξέρει τα πράγματα, θα θεωρήσει τα όσα ακούει κατώτερα από όσα θέλει και περιμένει ν᾽ ακούσει, ενώ ο ακροατής που δεν τα ξέρει, θα νομίσει, από φθόνο, πως λέγονται υπερβολές αν τύχει κι ακούσει κάτι που είναι ανώτερο από τις δυνάμεις του. Τον έπαινο για τους άλλους τον ανεχόμαστε τόσο μόνο όσο πιστεύομε πως κι εμείς οι ίδιοι θα μπορούσαμε να τον αξίζομε. Καθετί που είναι ανώτερό μας, από φθόνο, δεν το πιστεύομε. [2.35.3] Αφού όμως οι παλιοί εθεώρησαν πως η συνήθεια είναι σωστή, πρέπει κι εγώ να συμμορφωθώ με τον νόμο και να προσπαθήσω να ικανοποιήσω, όσο μπορώ, την επιθυμία και την προσδοκία του καθενός σας.
[2.36.1] »Θ᾽ αρχίσω από τους προγόνους μας. Δίκαιο και σωστό σε τέτοια ώρα να τους κάνομε την τιμή της μνήμης. Γιατί από γενιά σε γενιά οι ίδιοι πάντα έζησαν σ᾽ αυτή τη γη και χάρη στην ανδρεία τους μας την παράδωσαν ελεύθερη. [2.36.2] Έπαινος ταιριάζει τους προγόνους μας, αλλά ακόμα μεγαλύτερος στους πατέρες μας. Εμόχθησαν για να προσθέσουν σ᾽ εκείνα που κληρονόμησαν την όση εξουσία και δύναμη μας αφήκαν. [2.36.3] Αλλά κι εμείς οι ίδιοι, όσοι είμαστε σε ώριμη ηλικία, αυξήσαμε την δύναμη της πολιτείας και της δώσαμε απόλυτη αυτάρκεια και σε καιρό ειρήνης και σε πόλεμο. [2.36.4] Δεν θα μακρηγορήσω για τα πολεμικά κατορθώματα που μας έδωσαν την σημερινή μας κυριαρχία ούτε για τις επιδρομές, βαρβαρικές ή ελληνικές, που αποκρούσαμε εμείς και οι πατέρες μας. Αυτά σας είναι γνωστά και θα τα παραλείψω. Αλλά πριν έρθω στον έπαινο των ανδρείων αυτών, θέλω πρώτα να μιλήσω για τους θεσμούς και τις αρχές που έχομε εφαρμόσει για να προσδώσομε στην πολιτεία το σημερινό της μεγαλείο, γιατί νομίζω πως σε τέτοια στιγμή ταιριάζει να ειπωθούν αυτά και είναι ωφέλιμο να τ᾽ ακούσουν όσοι πολίτες ή ξένοι είναι συγκεντρωμένοι εδώ.