Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (2.77.1-2.79.7)

[2.77.1] Μετὰ δὲ τοῦτο οἱ Πελοποννήσιοι, ὡς αἵ τε μηχαναὶ οὐδὲν ὠφέλουν καὶ τῷ χώματι τὸ ἀντιτείχισμα ἐγίγνετο, νομίσαντες ἄπορον εἶναι ἀπὸ τῶν παρόντων δεινῶν ἑλεῖν τὴν πόλιν πρὸς τὴν περιτείχισιν παρεσκευάζοντο. [2.77.2] πρότερον δὲ πυρὶ ἔδοξεν αὐτοῖς πειρᾶσαι εἰ δύναιντο πνεύματος γενομένου ἐπιφλέξαι τὴν πόλιν οὖσαν οὐ μεγάλην· πᾶσαν γὰρ δὴ ἰδέαν ἐπενόουν, εἴ πως σφίσιν ἄνευ δαπάνης καὶ πολιορκίας προσαχθείη. [2.77.3] φοροῦντες δὲ ὕλης φακέλους παρέβαλον ἀπὸ τοῦ χώματος ἐς τὸ μεταξὺ πρῶτον τοῦ τείχους καὶ τῆς προσχώσεως, ταχὺ δὲ πλήρους γενομένου διὰ πολυχειρίαν ἐπιπαρένησαν καὶ τῆς ἄλλης πόλεως ὅσον ἐδύναντο ἀπὸ τοῦ μετεώρου πλεῖστον ἐπισχεῖν, ἐμβαλόντες δὲ πῦρ ξὺν θείῳ καὶ πίσσῃ ἧψαν τὴν ὕλην. [2.77.4] καὶ ἐγένετο φλὸξ τοσαύτη ὅσην οὐδείς πω ἔς γε ἐκεῖνον τὸν χρόνον χειροποίητον εἶδεν· ἤδη γὰρ ἐν ὄρεσιν ὕλη τριφθεῖσα ὑπ᾽ ἀνέμων πρὸς αὑτὴν ἀπὸ ταὐτομάτου πῦρ καὶ φλόγα ἀπ᾽ αὐτοῦ ἀνῆκεν. [2.77.5] τοῦτο δὲ μέγα τε ἦν καὶ τοὺς Πλαταιᾶς τἆλλα διαφυγόντας ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι· ἐντὸς γὰρ πολλοῦ χωρίου τῆς πόλεως οὐκ ἦν πελάσαι, πνεῦμά τε εἰ ἐπεγένετο αὐτῇ ἐπίφορον, ὅπερ καὶ ἤλπιζον οἱ ἐναντίοι, οὐκ ἂν διέφυγον. [2.77.6] νῦν δὲ καὶ τόδε λέγεται ξυμβῆναι, ὕδωρ [ἐξ οὐρανοῦ] πολὺ καὶ βροντὰς γενομένας σβέσαι τὴν φλόγα καὶ οὕτω παυσθῆναι τὸν κίνδυνον.
[2.78.1] Οἱ δὲ Πελοποννήσιοι ἐπειδὴ καὶ τούτου διήμαρτον, μέρος μέν τι καταλιπόντες τοῦ στρατοῦ, τὸ δὲ πλέον ἀφέντες περιετείχιζον τὴν πόλιν κύκλῳ, διελόμενοι κατὰ πόλεις τὸ χωρίον· τάφρος δὲ ἐντός τε ἦν καὶ ἔξωθεν ἐξ ἧς ἐπλινθεύσαντο. [2.78.2] καὶ ἐπειδὴ πᾶν ἐξείργαστο περὶ ἀρκτούρου ἐπιτολάς, καταλιπόντες φυλακὰς τοῦ ἡμίσεος τείχους (τὸ δὲ ἥμισυ Βοιωτοὶ ἐφύλασσον) ἀνεχώρησαν τῷ στρατῷ καὶ διελύθησαν κατὰ πόλεις. [2.78.3] Πλαταιῆς δὲ παῖδας μὲν καὶ γυναῖκας καὶ τοὺς πρεσβυτάτους τε καὶ πλῆθος τὸ ἀχρεῖον τῶν ἀνθρώπων πρότερον ἐκκεκομισμένοι ἦσαν ἐς τὰς Ἀθήνας, αὐτοὶ δὲ ἐπολιορκοῦντο ἐγκαταλελειμμένοι τετρακόσιοι, Ἀθηναίων δὲ ὀγδοήκοντα, γυναῖκες δὲ δέκα καὶ ἑκατὸν σιτοποιοί. [2.78.4] τοσοῦτοι ἦσαν οἱ ξύμπαντες ὅτε ἐς τὴν πολιορκίαν καθίσταντο, καὶ ἄλλος οὐδεὶς ἦν ἐν τῷ τείχει οὔτε δοῦλος οὔτ᾽ ἐλεύθερος. τοιαύτη μὲν ἡ Πλαταιῶν πολιορκία κατεσκευάσθη.
[2.79.1] Τοῦ δ᾽ αὐτοῦ θέρους καὶ ἅμα τῇ τῶν Πλαταιῶν ἐπιστρατείᾳ Ἀθηναῖοι δισχιλίοις ὁπλίταις ἑαυτῶν καὶ ἱππεῦσι διακοσίοις ἐπεστράτευσαν ἐπὶ Χαλκιδέας τοὺς ἐπὶ Θρᾴκης καὶ Βοττιαίους ἀκμάζοντος τοῦ σίτου· ἐστρατήγει δὲ Ξενοφῶν ὁ Εὐριπίδου τρίτος αὐτός. [2.79.2] ἐλθόντες δὲ ὑπὸ Σπάρτωλον τὴν Βοττικὴν τὸν σῖτον διέφθειραν. ἐδόκει δὲ καὶ προσχωρήσειν ἡ πόλις ὑπό τινων ἔνδοθεν πρασσόντων. προσπεμψάντων δὲ ἐς Ὄλυνθον τῶν οὐ ταὐτὰ βουλομένων ὁπλῖταί τε ἦλθον καὶ στρατιὰ ἐς φυλακήν· ἧς ἐπεξελθούσης ἐκ τῆς Σπαρτώλου ἐς μάχην καθίστανται οἱ Ἀθηναῖοι ὑπ᾽ αὐτῇ τῇ πόλει. [2.79.3] καὶ οἱ μὲν ὁπλῖται τῶν Χαλκιδέων καὶ ἐπίκουροί τινες μετ᾽ αὐτῶν νικῶνται ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων καὶ ἀναχωροῦσιν ἐς τὴν Σπάρτωλον, οἱ δὲ ἱππῆς τῶν Χαλκιδέων καὶ ψιλοὶ νικῶσι τοὺς τῶν Ἀθηναίων ἱππέας καὶ ψιλούς· [2.79.4] εἶχον δέ τινας οὐ πολλοὺς πελταστὰς ἐκ τῆς Κρουσίδος γῆς καλουμένης. ἄρτι δὲ τῆς μάχης γεγενημένης ἐπιβοηθοῦσιν ἄλλοι πελτασταὶ ἐκ τῆς Ὀλύνθου. [2.79.5] καὶ οἱ ἐκ τῆς Σπαρτώλου ψιλοὶ ὡς εἶδον, θαρσήσαντες τοῖς τε προσγιγνομένοις καὶ ὅτι πρότερον οὐχ ἥσσηντο, ἐπιτίθενται αὖθις μετὰ τῶν Χαλκιδέων ἱππέων καὶ τῶν προσβοηθησάντων τοῖς Ἀθηναίοις· καὶ ἀναχωροῦσι πρὸς τὰς δύο τάξεις ἃς κατέλιπον παρὰ τοῖς σκευοφόροις. [2.79.6] καὶ ὁπότε μὲν ἐπίοιεν οἱ Ἀθηναῖοι, ἐνεδίδοσαν, ἀναχωροῦσι δ᾽ ἐνέκειντο καὶ ἐσηκόντιζον. οἵ τε ἱππῆς τῶν Χαλκιδέων προσιππεύοντες ᾗ δοκοίη προσέβαλλον, καὶ οὐχ ἥκιστα φοβήσαντες ἔτρεψαν τοὺς Ἀθηναίους καὶ ἐπεδίωξαν ἐπὶ πολύ. [2.79.7] καὶ οἱ μὲν Ἀθηναῖοι ἐς τὴν Ποτείδαιαν καταφεύγουσι, καὶ ὕστερον τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους κομισάμενοι ἐς τὰς Ἀθήνας ἀναχωροῦσι τῷ περιόντι τοῦ στρατοῦ· ἀπέθανον δὲ αὐτῶν τριάκοντα καὶ τετρακόσιοι καὶ οἱ στρατηγοὶ πάντες. οἱ δὲ Χαλκιδῆς καὶ Βοττιαῖοι τροπαῖόν τε ἔστησαν καὶ τοὺς νεκροὺς τοὺς αὑτῶν ἀνελόμενοι διελύθησαν κατὰ πόλεις.

[2.77.1] Μετά απ᾽ αυτά, αφού και οι πολιορκητικές μηχανές δεν έφερναν αποτέλεσμα και μπροστά στο ανάχωμά τους είχε χτιστεί πρόσθετο τείχος, οι Πελοποννήσιοι έκριναν ότι δεν μπορούσαν, με τα μέσα που είχαν επιτόπου να κυριέψουν την Πλάταια κι ετοιμάστηκαν να την περιτειχίσουν. [2.77.2] Αλλά πριν αρχίσουν, αποφάσισαν να δοκιμάσουν να βάλουν φωτιά στην πολιτεία (που δεν ήταν άλλωστε μεγάλη) περιμένοντας να φυσήξει ευνοϊκός άνεμος. Σοφίζονταν κάθε δυνατό τρόπο για να κυριέψουν την Πλάταια αποφεύγοντας μακρόχρονη και δαπανηρή πολιορκία. [2.77.3] Έφεραν, λοιπόν, δεμάτια κλαδιά και τα στοίβαζαν στο κενό που ήταν ανάμεσα στο ανάχωμα και στο τείχος της πολιτείας. Και όταν το κενό αυτό γέμισε γρήγορα, (δούλευαν πολλά χέρια) άρχισαν να ρίχνουν δεμάτια απ᾽ το ύψος του αναχώματος, όσο μακριά μπορούσαν και σ᾽ άλλα μέρη του τείχους. [2.77.4] Έδωσαν φωτιά με θειάφι και πίσσα, κι έγινε μια πυρκαγιά τέτοια που ποτέ, ώς τότε, δεν είχε δει κανείς αναμμένη από ανθρώπου χέρι. Στα βουνά, βέβαια, όταν με τον άνεμο τρίβονται ξερόκλαδα στα δάση, πολλές φορές πιάνει φωτιά και γίνονται πυρκαγιές. [2.77.5] Οι φλόγες ήσαν τεράστιες και λίγο έλειψε να εξολοθρευτούν οι Πλαταιείς που είχαν σωθεί από τόσα άλλα. Ένα μεγάλο μέρος της πολιτείας δεν μπορούσε κανείς να το πλησιάσει κι αν είχε φυσήξει άνεμος, όπως είχαν ελπίσει οι εχθροί, οι Πλαταιείς δεν θα είχαν γλιτώσει. [2.77.6] Αλλά, καθώς λένε, έγινε και το εξής: έπιασε μεγάλη νεροποντή, με βροντές μάλιστα, που έσβησε την πυρκαγιά κι έτσι πέρασε ο κίνδυνος.
[2.78.1] Μετά την νέα αυτή αποτυχία, οι Πελοποννήσιοι διαλύσαν το μεγαλύτερο μέρος του στρατού τους και άφησαν το υπόλοιπο για να περιτειχίσει την πολιτεία. Μοίρασαν την εργασία μεταξύ των μονάδων της κάθε πολιτείας. Έσκαψαν δύο τάφρους, μια στο εσωτερικό και μια στο εξωτερικό, και από το χώμα έκαναν τούβλα. [2.78.2] Το τείχος τέλειωσε την εποχή που φαίνεται στην ανατολή ο Αρκτούρος. Άφησαν φρουρά αρκετή για να φυλάει το μισό τείχος —το άλλο μισό το φρουρούσαν Βοιωτοί— και ο στρατός έφυγε. Κάθε τμήμα γύρισε στην πατρίδα του. [2.78.3] Οι Πλαταιείς είχαν στείλει, πολύ πριν, στην Αθήνα τα γυναικόπαιδά τους, τους γέρους και όσους δεν μπορούσαν να πολεμήσουν. Είχαν μείνει τετρακόσιοι και μαζί τους ήσαν ογδόντα Αθηναίοι και εκατόν δέκα γυναίκες για να ετοιμάζουν ψωμί. [2.78.4] Τόσοι ήσαν μόνο μέσα στην πολιτεία όταν άρχισε η πολιορκία και κανείς άλλος δεν ήταν εκεί είτε ελεύθερος είτε δούλος. Έτσι πολιορκήθηκε η Πλάταια.
[2.79.1] Το ίδιο καλοκαίρι, όταν το σιτάρι ήταν ώριμο και ενώ οι Πελοποννήσιοι πολιορκούσαν την Πλάταια, οι Αθηναίοι με δύο χιλιάδες οπλίτες και διακόσιους ιππείς, εκστρατεύσαν εναντίον των Χαλκιδέων της Θράκης και των Βοττιαίων. Στρατηγός, με άλλους δύο, ήταν ο Ξενοφών του Ευριπίδου. [2.79.2] Πήγαν στην Σπάρτωλο της Βοττικής και καταστρέψαν το σιτάρι. Ήλπιζαν ότι θα τους παραδοθεί η πολιτεία χάρη σε μερικούς που ενεργούσαν από μέσα, αλλά η αντίθετη μερίδα ειδοποίησε την Όλυνθο, που έστειλε οπλίτες και άλλο στρατό, για να φρουρήσουν την πόλη. Η δύναμη αυτή βγήκε από την Σπάρτωλο και ανάγκασε τους Αθηναίους να δώσουν μάχη κάτω από τα τείχη, [2.79.3] αλλά οι Χαλκιδείς οπλίτες και οι επικουρικοί που ήσαν μαζί τους νικήθηκαν από τους Αθηναίους και υποχώρησαν μέσα στην πολιτεία. Οι ιππείς, όμως, και οι ψιλοί των Χαλκιδέων νίκησαν τους ιππείς και τους ψιλούς των Αθηναίων. [2.79.4] Είχαν μαζί τους και λίγους πελταστές από την περιοχή που ονομάζεται Κρουσίς. Είχε μόλις τελειώσει η μάχη, όταν έφτασαν από την Όλυνθο και άλλοι πελταστές για να βοηθήσουν. [2.79.5] Οι ψιλοί της Σπαρτώλου, βλέποντας την βοήθεια αυτή κι έχοντας νικήσει, αναθάρρησαν κι έκαναν νέα επίθεση μαζί με το ιππικό των Χαλκιδέων και με τις μονάδες που είχαν έρθει να βοηθήσουν. Οι Αθηναίοι υποχώρησαν προς τους δύο λόχους που είχαν αφήσει για να φρουρούν τα σκευοφόρα. [2.79.6] Κάθε φορά που οι Αθηναίοι έκαναν επίθεση, οι Χαλκιδείς υποχωρούσαν και, κάθε φορά που οι Αθηναίοι γύριζαν στις θέσεις τους, οι Χαλκιδείς ορμούσαν και τους χτυπούσαν με ακόντια. Το ιππικό των Χαλκιδέων δεν έχανε ευκαιρία να κάνει εφόδους σ᾽ όποιο σημείο φαινόταν καταλληλότερο. Έσπειρε τον πανικό στους Αθηναίους, που άρχισαν να τρέχουν, και τους καταδίωξε σε αρκετή απόσταση. [2.79.7] Οι Αθηναίοι κατέφυγαν στην Ποτίδαια και μετά από ανακωχή σήκωσαν τους νεκρούς τους και το υπόλοιπο του στρατού γύρισε στην Αθήνα. Σκοτώθηκαν τετρακόσιοι τριάντα Αθηναίοι και οι τρεις στρατηγοί. Οι Χαλκιδείς και οι Βοττιαίοι έστησαν τρόπαιο και, αφού σήκωσαν τους νεκρούς τους, γύρισαν στις πολιτείες τους.