Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (2.72.1-2.74.2)

[2.72.1] Τοσαῦτα εἰπόντων τῶν Πλαταιῶν Ἀρχίδαμος ὑπολαβὼν εἶπεν· «δίκαια λέγετε, ὦ ἄνδρες Πλαταιῆς, ἢν ποιῆτε ὁμοῖα τοῖς λόγοις. καθάπερ γὰρ Παυσανίας ὑμῖν παρέδωκεν, αὐτοί τε αὐτονομεῖσθε καὶ τοὺς ἄλλους ξυνελευθεροῦτε, ὅσοι μετασχόντες τῶν τότε κινδύνων ὑμῖν τε ξυνώμοσαν καὶ εἰσὶ νῦν ὑπ᾽ Ἀθηναίοις, παρασκευή τε τοσήδε καὶ πόλεμος γεγένηται αὐτῶν ἕνεκα καὶ τῶν ἄλλων ἐλευθερώσεως. ἧς μάλιστα μὲν μετασχόντες καὶ αὐτοὶ ἐμμείνατε τοῖς ὅρκοις· εἰ δὲ μή, ἅπερ καὶ πρότερον ἤδη προυκαλεσάμεθα, ἡσυχίαν ἄγετε νεμόμενοι τὰ ὑμέτερα αὐτῶν, καὶ ἔστε μηδὲ μεθ᾽ ἑτέρων, δέχεσθε δὲ ἀμφοτέρους φίλους, ἐπὶ πολέμῳ δὲ μηδετέρους. καὶ τάδε ἡμῖν ἀρκέσει.» [2.72.2] ὁ μὲν Ἀρχίδαμος τοσαῦτα εἶπεν· οἱ δὲ Πλαταιῶν πρέσβεις ἀκούσαντες ταῦτα ἐσῆλθον ἐς τὴν πόλιν, καὶ τῷ πλήθει τὰ ῥηθέντα κοινώσαντες ἀπεκρίναντο αὐτῷ ὅτι ἀδύνατα σφίσιν εἴη ποιεῖν ἃ προκαλεῖται ἄνευ Ἀθηναίων (παῖδες γὰρ σφῶν καὶ γυναῖκες παρ᾽ ἐκείνοις εἶεν), δεδιέναι δὲ καὶ περὶ τῇ πάσῃ πόλει μὴ ἐκείνων ἀποχωρησάντων Ἀθηναῖοι ἐλθόντες σφίσιν οὐκ ἐπιτρέπωσιν, ἢ Θηβαῖοι, ὡς ἔνορκοι ὄντες κατὰ τὸ ἀμφοτέρους δέχεσθαι, αὖθις σφῶν τὴν πόλιν πειράσωσι καταλαβεῖν. [2.72.3] ὁ δὲ θαρσύνων αὐτοὺς πρὸς ταῦτα ἔφη· «ὑμεῖς δὲ πόλιν μὲν καὶ οἰκίας ἡμῖν παράδοτε τοῖς Λακεδαιμονίοις, καὶ γῆς ὅρους ἀποδείξατε καὶ δένδρα ἀριθμῷ τὰ ὑμέτερα καὶ ἄλλο εἴ τι δυνατὸν ἐς ἀριθμὸν ἐλθεῖν· αὐτοὶ δὲ μεταχωρήσατε ὅποι βούλεσθε, ἕως ἂν ὁ πόλεμος ᾖ· ἐπειδὰν δὲ παρέλθῃ, ἀποδώσομεν ὑμῖν ἃ ἂν παραλάβωμεν. μέχρι δὲ τοῦδε ἕξομεν παρακαταθήκην, ἐργαζόμενοι καὶ φορὰν φέροντες ἣ ἂν ὑμῖν μέλλῃ ἱκανὴ ἔσεσθαι.» [2.73.1] οἱ δ᾽ ἀκούσαντες ἐσῆλθον αὖθις ἐς τὴν πόλιν, καὶ βουλευσάμενοι μετὰ τοῦ πλήθους ἔλεξαν ὅτι βούλονται ἃ προκαλεῖται Ἀθηναίοις κοινῶσαι πρῶτον, καὶ ἢν πείθωσιν αὐτούς, ποιεῖν ταῦτα· μέχρι δὲ τούτου σπείσασθαι σφίσιν ἐκέλευον καὶ τὴν γῆν μὴ δῃοῦν. ὁ δὲ ἡμέρας τε ἐσπείσατο ἐν αἷς εἰκὸς ἦν κομισθῆναι, καὶ τὴν γῆν οὐκ ἔτεμνεν. [2.73.2] ἐλθόντες δὲ οἱ [Πλαταιῆς] πρέσβεις ὡς τοὺς Ἀθηναίους καὶ βουλευσάμενοι μετ᾽ αὐτῶν πάλιν ἦλθον ἀπαγγέλλοντες τοῖς ἐν τῇ πόλει τοιάδε· [2.73.3] «οὔτ᾽ ἐν τῷ πρὸ τοῦ χρόνῳ, ὦ ἄνδρες Πλαταιῆς, ἀφ᾽ οὗ ξύμμαχοι ἐγενόμεθα, Ἀθηναῖοί φασιν ἐν οὐδενὶ ὑμᾶς προέσθαι ἀδικουμένους οὔτε νῦν περιόψεσθαι, βοηθήσειν δὲ κατὰ δύναμιν. ἐπισκήπτουσί τε ὑμῖν πρὸς τῶν ὅρκων οὓς οἱ πατέρες ὤμοσαν μηδὲν νεωτερίζειν περὶ τὴν ξυμμαχίαν.» [2.74.1] τοιαῦτα τῶν πρέσβεων ἀπαγγειλάντων οἱ Πλαταιῆς ἐβουλεύσαντο Ἀθηναίους μὴ προδιδόναι, ἀλλ᾽ ἀνέχεσθαι καὶ γῆν τεμνομένην, εἰ δεῖ, ὁρῶντας καὶ ἄλλο πάσχοντας ὅτι ἂν ξυμβαίνῃ· ἐξελθεῖν τε μηδένα ἔτι, ἀλλ᾽ ἀπὸ τοῦ τείχους ἀποκρίνασθαι ὅτι ἀδύνατα σφίσι ποιεῖν ἐστὶν ἃ Λακεδαιμόνιοι προκαλοῦνται. [2.74.2] ὡς δὲ ἀπεκρίναντο, ἐντεῦθεν δὴ πρῶτον μὲν ἐς ἐπιμαρτυρίαν καὶ θεῶν καὶ ἡρώων τῶν ἐγχωρίων Ἀρχίδαμος ὁ βασιλεὺς κατέστη, λέγων ὧδε· "θεοὶ ὅσοι γῆν τὴν Πλαταιίδα ἔχετε καὶ ἥρωες, ξυνίστορές ἐστε ὅτι οὔτε τὴν ἀρχὴν ἀδίκως, ἐκλιπόντων δὲ τῶνδε προτέρων τὸ ξυνώμοτον, ἐπὶ γῆν τήνδε ἤλθομεν, ἐν ᾗ οἱ πατέρες ἡμῶν εὐξάμενοι ὑμῖν Μήδων ἐκράτησαν καὶ παρέσχετε αὐτὴν εὐμενῆ ἐναγωνίσασθαι τοῖς Ἕλλησιν, οὔτε νῦν, ἤν τι ποιῶμεν, ἀδικήσομεν· προκαλεσάμενοι γὰρ πολλὰ καὶ εἰκότα οὐ τυγχάνομεν. ξυγγνώμονες δὲ ἔστε τῆς μὲν ἀδικίας κολάζεσθαι τοῖς ὑπάρχουσι προτέροις, τῆς δὲ τιμωρίας τυγχάνειν τοῖς ἐπιφέρουσι νομίμως.»

[2.72.1] Αυτά τα λίγα είπαν οι Πλαταιείς και ο Αρχίδαμος αποκρίθηκε: «Τα όσα λέτε, Πλαταιείς, θα ήσαν σωστά, αν οι πράξεις σας συμφωνούσαν με τα λόγια σας. Πρέπει, βέβαια, σύμφωνα με τα όσα όρισε ο Παυσανίας, και να ζείτε ανεξάρτητοι, αλλά και να συμμαχείτε μαζί μας για να απελευθερώστε όλους τους άλλους Έλληνες που συμπολέμησαν τότε, κι έδωσαν τους ίδιους όρκους, και οι οποίοι τώρα έχουν υποδουλωθεί από τους Αθηναίους. Ολόκληρη αυτή η προσπάθεια και ο πόλεμος γίνονται εξαιτίας τους και για ν᾽ απελευθερωθούν οι άλλες πολιτείες. Πρέπει, λοιπόν, και σεις να βοηθήστε σ᾽ αυτό, μένοντας πιστοί στους όρκους σας. Αν όχι, τότε, όπως σας το έχομε κιόλας πει, μείνετε ουδέτεροι και κρατήστε την χώρα σας. Μην πάρτε το μέρος κανενός, αλλά να δέχεστε και τις δύο παρατάξεις σαν φίλους και να μην τους αφήνετε να σας μεταχειριστούν για πολεμικό σκοπό. Αυτό και μόνο θα μας είναι αρκετό». [2.72.2] Αυτά μόνο είπε ο Αρχίδαμος. Οι πρέσβεις της Πλάταιας, αφού τ᾽ άκουσαν, γύρισαν στην πολιτεία και τ᾽ ανακοίνωσαν στον λαό. Οι Πλαταιείς τούς είπαν ν᾽ αποκριθούν στον Αρχίδαμο ότι τους ήταν αδύνατο να δεχτούν τις προτάσεις του χωρίς την συγκατάθεση των Αθηναίων, επειδή τα γυναικόπαιδά τους ήσαν στην Αθήνα. Εκτός απ᾽ αυτό, είπαν, φοβόνταν για την ίδια την ύπαρξη της πολιτείας τους. Μήπως, δηλαδή, αφού φύγουν οι Λακεδαιμόνιοι, έρθουν οι Αθηναίοι και δεν τους επιτρέψουν να μείνουν ουδέτεροι ή έρθουν οι Θηβαίοι οι οποίοι, με την πρόφαση ότι η Πλάταια θα ήταν υποχρεωμένη να δέχεται και τις δύο παρατάξεις, μπορούσαν πάλι να επιχειρήσουν να κυριέψουν την πολιτεία. [2.72.3] Ο Αρχίδαμος, θέλοντας να τους καθησυχάσει και να τους ενθαρρύνει σ᾽ αυτή την κατεύθυνση, τους είπε: «Παραδώστε σ᾽ εμάς, τους Λακεδαιμονίους, την πόλη σας και τα σπίτια σας. Δείξτε μας πού είναι τα ορόσημα της γης σας και κάνετε απογραφή τα δέντρα σας και ό,τι άλλο μπορεί ν᾽ αριθμηθεί. Φύγετε όπου θέλετε όσο θα διαρκεί ο πόλεμος, κι άμα τελειώσει θα σας αποδώσομε ό,τι παραλάβαμε. Έως τότε θα τα κρατούμε παρακαταθήκη, θα καλλιεργούμε τα κτήματά σας και θα σας δίνομε ένα εισόδημα, όσο θα είναι αναγκαίο για την συντήρησή σας».
[2.73.1] Οι Πλαταιείς πρέσβεις, αφού άκουσαν την πρόταση, μπήκαν πάλι στην πολιτεία κι αφού συσκέφθηκαν με τον λαό, αποκρίθηκαν ότι ήθελαν πρώτα να συνεννοηθούν με τους Αθηναίους και, αν έδιναν αυτοί την συγκατάθεσή τους, τότε θα δέχονταν ευχαρίστως τις προτάσεις του Αρχιδάμου. Του ζήτησαν όμως να δεχτεί, στο μεταξύ, να γίνει ανακωχή και να μην ερημώσει την ύπαιθρο. Ο Αρχίδαμος δέχτηκε να γίνει ανακωχή όσες μέρες χρειαζόταν για να πάνε στην Αθήνα και να γυρίσουν και δεν έκανε καμιά καταστροφή. [2.73.2] Οι πρέσβεις της Πλάταιας πήγαν στην Αθήνα όπου συσκεφθήκαν με τους Αθηναίους και γύρισαν πίσω για ν᾽ ανακοινώσουν στον λαό τα ακόλουθα: [2.73.3] «Πλαταιείς. Οι Αθηναίοι σάς μηνούν ότι ούτε αφότου γίναμε σύμμαχοί τους μας εγκατέλειψαν ποτέ όταν κινδυνεύαμε ούτε τώρα θ᾽ αδιαφορήσουν, αλλά θα μας βοηθήσουν με όλες τους τις δυνάμεις. Σας εξορκίζουν στους όρκους που έδωσαν οι πατέρες σας να μην αποφασίσετε τίποτε το αντίθετο με την συμμαχία που έχετε μαζί τους».
[2.74.1] Αφού μίλησαν οι πρέσβεις, οι Πλαταιείς αποφάσισαν να μην προδώσουν τους Αθηναίους, αλλά να υπομείνουν —αν ήταν ανάγκη— και την γη τους να βλέπουν να καταστρέφεται κάτω από τα μάτια τους και όποιαν άλλη συμφορά θα ερχόταν. Αποφάσισαν να μην βγει πια κανείς από την πολιτεία, αλλά ν᾽ αποκριθούν από το τείχος ότι τους είναι αδύνατον να κάνουν τα όσα τους ζητούν οι Λακεδαιμόνιοι. [2.74.2] Μετά την απόκρισή τους αυτή, ο Αρχίδαμος, πρώτ᾽ απ᾽ όλα, έκανε επίκληση στους θεούς και τους ήρωες του τόπου: «Θεοί και ήρωες, όσοι προστατεύετε την γη της Πλάταιας. Είστε μάρτυρες ότι, πρώτοι οι Πλαταιείς παραβιάσαν τους όρκους τους και ότι, γι᾽ αυτό, δεν κάναμε εμείς άδικη πράξη όταν εισβάλαμε στην γη τούτη, στην οποία οι πατέρες μας, αφού ζήτησαν την βοήθειά σας, νίκησαν τους Μήδους και στην οποία θελήσατε, σεις, να κάνουν οι Έλληνες νικηφόρο αγώνα. Ούτε τώρα θα κάνομε άδικη πράξη καταστρέφοντάς την, αφού οι Πλαταιείς αποκρούσαν τις πολλές λογικές προτάσεις που τους κάναμε. Βοηθήστε, λοιπόν, να τιμωρηθούν εκείνοι που πρώτοι άρχισαν ν᾽ αδικούν και να επιτύχουν εκείνοι που δίκαια θέλουν να τιμωρήσουν».