Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Πυθιονίκαις (4.70-4.92)


70 τίς γὰρ ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας, [στρ. δ]
τίς δὲ κίνδυνος κρατεροῖς ἀδάμαντος
δῆσεν ἅλοις; θέσφατον ἦν Πελίαν
ἐξ ἀγαυῶν Αἰολιδᾶν θανέμεν χεί-
ρεσσιν ἢ βουλαῖς ἀκνάμπτοις.
ἦλθε δέ οἱ κρυόεν πυκινῷ μάντευμα θυμῷ,
πὰρ μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο ῥηθὲν ματέρος
75 τὸν μονοκρήπιδα πάντως
ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν μεγάλᾳ,
εὖτ᾽ ἂν αἰπεινῶν ἀπὸ σταθμῶν ἐς εὐδείελον
χθόνα μόλῃ κλειτᾶς Ἰαολκοῦ,

ξεῖνος αἴτ᾽ ὦν ἀστός. ὁ δ᾽ ἦρα χρόνῳ [αντ. δ]
ἵκετ᾽ αἰχμαῖσιν διδύμαισιν ἀνὴρ ἔκ-
παγλος· ἐσθὰς δ᾽ ἀμφοτέρα νιν ἔχεν,
ἅ τε Μαγνήτων ἐπιχώριος ἁρμό-
ζοισα θαητοῖσι γυίοις,
ἀμφὶ δὲ παρδαλέᾳ στέγετο φρίσσοντας ὄμβρους·
οὐδὲ κομᾶν πλόκαμοι κερθέντες ᾤχοντ᾽ ἀγλαοί,
ἀλλ᾽ ἅπαν νῶτον καταίθυσ-
σον. τάχα δ᾽ εὐθὺς ἰὼν σφετέρας
ἐστάθη γνώμας ἀταρβάκτοιο πειρώμενος
85 ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου.

τὸν μὲν οὐ γίνωσκον· ὀπιζομένων δ᾽ ἔμ- [επωδ. δ]
πας τις εἶπεν καὶ τόδε·
«Οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων,
οὐδὲ μὰν χαλκάρματός ἐστι πόσις
Ἀφροδίτας· ἐν δὲ Νάξῳ φαντὶ θανεῖν λιπαρᾷ
Ἰφιμεδείας παῖδας, Ὦτον καὶ σέ, τολ-
μάεις Ἐπιάλτα ἄναξ.
90 καὶ μὰν Τιτυὸν βέλος Ἀρτέμιδος θήρευσε κραιπνόν,
ἐξ ἀνικάτου φαρέτρας ὀρνύμενον,
ὄφρα τις τᾶν ἐν δυνατῷ φιλοτά-
των ἐπιψαύειν ἔραται.»


70Ποιά να ᾽ταν άραγε η αρχή του ταξιδιού που τους περίμενε; [στρ. δ]
Ποιός κίνδυνος τους έδεσε με κρατερά αδαμάντινα καρφιά;
Ήταν γραφτό ο Πελίας απ᾽ των περίλαμπρων των Αιολιδών τα χέρια
να πεθάνει ή από τις αλύγιστες βουλές τους.
Ήρθε παγερό το μάντεμα στην έξυπνη καρδιά του·
του το ᾽παν πλάι στον ομφαλό, που κέντρο είναι
της πλουσιόδεντρης μητέρας:
75με κάθε τρόπο από τον μονοσάνταλο πολύ να φυλαχτεί,
όταν από το απόκρημνο κατάλυμά του
θενά ᾽ρθει στην περίβλεπτη γη της ξακουστής Ιωλκού,

ή ξένος λάχει να ᾽ναι αυτός ή συμπολίτης. [αντ. δ]
Και σαν έφτασε η ώρα, εκείνος ήρθε,
ένας έκπαγλος άντρας με δίδυμα κοντάρια,
80και δυο φορούσε ρούχα, το ντόπιο των Μαγνήτων,
που εφάρμοζε στο εξαίσιο κορμί του,
και πάνωθέ του μια δορά από λιοπάρδαλη,
που από τις ριγηλές τον φύλαγε βροχές·
κι άκοφτα τα πανέμορφα σγουρά μαλλιά του
πέφτανε κυματίζοντας σ᾽ ολόκληρη την πλάτη.
Ευθυτενής γοργά προχώρησε και, δοκιμάζοντας
την άτρομη θέλησή του, στην αγορά
85που ήταν γεμάτη κόσμο στάθηκε.

Κανείς δεν τον εγνώριζε, μα τον θαυμάζαν όλοι, [επωδ. δ]
και κάποιος μάλιστα είπε τούτον τον λόγο:
«Αυτός εδώ δεν πρέπει να ᾽ναι ο Απόλλωνας,
μα ούτε και της Αφροδίτης ο άντρας με το χάλκινο άρμα.
Όσο για τα παιδιά της Ιφιμέδειας,
τον Ώτο και σένα, άρχοντα τολμηρέ Εφιάλτη,
λένε πως πέθαναν στη λαμπερή τη Νάξο.
90Αλλ᾽ όμως και τον Τιτυό με μια γοργή σαγίτα,
που την επήρε απ᾽ την ανίκητη φαρέτρα της,
τον πέτυχε η Αρτέμιδα, για να μην κυνηγά κανείς
έρωτες που δεν είναι στη δύναμή του.»