Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Πυθιονίκαις (3.1-3.23)

ΠΥΘΙΟΝΙΚΑΙΣ III

ΙΕΡΩΝΙ ΣΥΡΑΚΟΣΙΩΙ


Ἤθελον Χίρωνά κε Φιλλυρίδαν, [στρ. α]
εἰ χρεὼν τοῦθ᾽ ἁμετέρας ἀπὸ γλώσσας
κοινὸν εὔξασθαι ἔπος,
ζώειν τὸν ἀποιχόμενον,
Οὐρανίδα γόνον εὐρυμέδοντα Κρόνου,
βάσσαισί τ᾽ ἄρχειν Παλίου φῆρ᾽ ἀγρότερον
5 νόον ἔχοντ᾽ ἀνδρῶν φίλον· οἷος ἐὼν θρέψεν ποτέ
τέκτονα νωδυνίας
ἥμερον γυιαρκέος Ἀσκλαπιόν,
ἥροα παντοδαπᾶν ἀλκτῆρα νούσων.

τὸν μὲν εὐίππου Φλεγύα θυγάτηρ [αντ. α]
πρὶν τελέσσαι ματροπόλῳ σὺν Ἐλειθυί-
ᾳ, δαμεῖσα χρυσέοις
10 τόξοισιν ὕπ᾽ Ἀρτέμιδος
εἰς Ἀΐδα δόμον ἐν θαλάμῳ κατέβα,
τέχναις Ἀπόλλωνος. χόλος δ᾽ οὐκ ἀλίθιος
γίνεται παίδων Διός. ἁ δ᾽ ἀποφλαυρίξαισά νιν
ἀμπλακίαισι φρενῶν,
ἄλλον αἴνησεν γάμον κρύβδαν πατρός,
πρόσθεν ἀκερσεκόμᾳ μιχθεῖσα Φοίβῳ,

15 καὶ φέροισα σπέρμα θεοῦ καθαρόν [επωδ. α]
οὐκ ἔμειν᾽ ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν,
οὐδὲ παμφώνων ἰαχὰν ὑμεναίων, ἅλικες
οἷα παρθένοι φιλέοισιν ἑταῖραι
ἑσπερίαις ὑποκουρίζεσθ᾽ ἀοιδαῖς· ἀλλά τοι
20 ἤρατο τῶν ἀπεόντων· οἷα καὶ πολλοὶ πάθον.
ἔστι δὲ φῦλον ἐν ἀνθρώποισι ματαιότατον,
ὅστις αἰσχύνων ἐπιχώρια παπταίνει τὰ πόρσω,
μεταμώνια θηρεύων ἀκράντοις ἐλπίσιν.

ΤΡΙΤΟΣ ΠΥΘΙΟΝΙΚΟΣ

ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΕΡΩΝΑ ΤΟΝ ΣΥΡΑΚΟΣΙΟ


Ο Χίρωνας θα ήθελα, το τέκνο της Φιλύρας [στρ. α]
—αν πρέπει να πουν τα χείλη μου την ευχή που όλος ο κόσμος λέει—
να ζούσε, του Κρόνου του Ουρανίδη ο πανίσχυρος γόνος
που έχει αποδημήσει,
και να βασίλευε στου Πηλίου τα λαγκάδια το άγριο θεριό
5που ᾽χε για τους θνητούς καρδιά γεμάτη αγάπη.
Αυτός κάποτε ανάθρεψε τον ευγενικό Ασκληπιό,
που ᾽φερνε απ᾽ τους πόνους ανακούφιση
και δύναμη στο σώμα,
τον ήρωα που γιάτρευε κάθε λογής αρρώστια.

Αυτόν, λοιπόν, η κόρη του Φλεγύα, του άξιου καβαλάρη, [αντ. α]
προτού τον φέρει στη ζωή με τη βοήθεια της Ειλείθυιας
που τις μητέρες σκέπει,
10από τα χρυσά της Άρτεμης τα βέλη χτυπημένη
από τον κοιτώνα της στου Άδη κατέβη τα παλάτια,
γιατί τέτοιο στάθηκε του Απόλλωνα το σχέδιο·
η οργή των τέκνων του Διός δεν πάει ποτέ χαμένη.
Αυτή τον περιφρόνησε πάνω στην αμυαλιά της
και μ᾽ άλλον άντρα ενώθηκε, κρυφά από τον γονιό της,
αφού πρωτύτερα με τον μακρύμαλλο Φοίβο είχε σμίξει.

15Και φέρνοντας στα σπλάχνα της του θεού το αμόλυντο σπέρμα, [επωδ. α]
δεν εκαρτέρεψε να ᾽ρθει στο νυφικό τραπέζι
ούτε των υμεναίων την πολύφωνη ιαχή ν᾽ ακούσει
που οι συνομήλικες οι φίλες της παρθένες
προς το βραδάκι, κατά το έθιμο, τους γλυκοτραγουδούνε.
20Αλλά κάποιον που μακριά της ήταν ερωτεύθη—
αυτό το παθαίνουνε πολλοί.
Μες στων ανθρώπων τις γενιές οι πιο ανέμυαλοι είναι
όσοι περιφρονούν τα κοντινά και ρίχνουν τη ματιά τους
στα μακρινά, και μ᾽ ελπίδες κούφιες τ᾽ άπιαστα κυνηγούνε.


ΤΡΙΤΟΣ ΠΥΘΙΟΝΙΚΗΣ

(ΙΕΡΩΝΙ ΣΥΡΑΚΟΣΙΩΙ)


Θα ᾽θελ᾽ —αν πρέπει τέτοια ευχή κοινή [στρ. α]
να ᾽βγαιν᾽ απ᾽ το δικό μου στόμα—
να ζούσ᾽ ακόμα ο Φιλυρίδης Χείρωνας,
του Ουράνιου Κρόνου ο δυνατός ο γόνος
και στου Πηλίου να βασίλευε
τις σύδεντρες πλαγιές,
αγρίμι του βουνού
5μα αλήθεια φίλος των ανθρώπων,
που, τέτοιος, τον παλιό καιρό,
ανάθρεψε τον ήμερο τον πονοκαταλύτη
τον ήρωα τον Ασκληπιό,
τον άξιο της ανώδυνης υγείας τεχνίτη,
που ήξερε να λυτρώνει τα κορμιά
από την πάσ᾽ αρρώστια κι απ᾽ τους πόνους.

Μα αυτόν, άτελο ακόμα, η μάνα του [αντ. α]
η κόρη του Φλεγύα τ᾽ άξιου καβαλάρη,
δεν ήταν ώρα να τον φέρει στη ζωή
με τη βοήθεια της θεάς της Ξεγεννήτρας,
και δαμασμένη από τα τόξα τα χρυσά
10της Άρτεμης κατέβηκε στον Άδη
με τη βουλή του Απόλλωνα·
γιατ᾽ έτσι στα χαμένα δεν ξεσπά
ο χόλος των παιδιών του Ολύμπιου Δία·
και κείνη το θεό εξευτέλισε
στην απομώρια του μυαλού της,
που πήγε γάμους άλλους κι έστρεξε
κρυφά ᾽πό το γονιό της,
ενώ είχε πριν ζευγαρωθεί
με τον Απόλλωνα τον ξανθομάλλη.

15Κι ενώ είχε μέσα της το καθαρό [επωδ. α]
το σπέρμα του θεού, δεν επερίμενε
να ᾽ρθεί το νυφικό τραπέζι,
ουδέ των πολυφώνων υμεναίων ο αχός,
σαν που η συνήθεια να τον χαϊδοτραγουδούνε
στα βραδινά τους τ᾽ άσματα
οι φίλες συνομήλικες παρθένες,
20μα πήγε να πιαστεί με τ᾽ άπιαστα,
καθώς πολλοί το πάθαν κι άλλοι
κι είναι η πιο κούφια φύτρ᾽ ανθρώπινη
εκείνοι, που τα ντόπια τους καταφρονώντας
στρέφουν τα μάτια τους στα μακρινά,
τον άνεμο μ᾽ ελπίδες μάταιες κυνηγώντας.