ΤΡΙΤΟΣ ΠΥΘΙΟΝΙΚΗΣ(ΙΕΡΩΝΙ ΣΥΡΑΚΟΣΙΩΙ) Θα ᾽θελ᾽ —αν πρέπει τέτοια ευχή κοινή [στρ. α]
να ᾽βγαιν᾽ απ᾽ το δικό μου στόμα—
να ζούσ᾽ ακόμα ο Φιλυρίδης Χείρωνας,
του Ουράνιου Κρόνου ο δυνατός ο γόνος
και στου Πηλίου να βασίλευε
τις σύδεντρες πλαγιές,
αγρίμι του βουνού
5μα αλήθεια φίλος των ανθρώπων,
που, τέτοιος, τον παλιό καιρό,
ανάθρεψε τον ήμερο τον πονοκαταλύτη
τον ήρωα τον Ασκληπιό,
τον άξιο της ανώδυνης υγείας τεχνίτη,
που ήξερε να λυτρώνει τα κορμιά
από την πάσ᾽ αρρώστια κι απ᾽ τους πόνους.
Μα αυτόν, άτελο ακόμα, η μάνα του [αντ. α]
η κόρη του Φλεγύα τ᾽ άξιου καβαλάρη,
δεν ήταν ώρα να τον φέρει στη ζωή
με τη βοήθεια της θεάς της Ξεγεννήτρας,
και δαμασμένη από τα τόξα τα χρυσά
10της Άρτεμης κατέβηκε στον Άδη
με τη βουλή του Απόλλωνα·
γιατ᾽ έτσι στα χαμένα δεν ξεσπά
ο χόλος των παιδιών του Ολύμπιου Δία·
και κείνη το θεό εξευτέλισε
στην απομώρια του μυαλού της,
που πήγε γάμους άλλους κι έστρεξε
κρυφά ᾽πό το γονιό της,
ενώ είχε πριν ζευγαρωθεί
με τον Απόλλωνα τον ξανθομάλλη.
15Κι ενώ είχε μέσα της το καθαρό [επωδ. α]
το σπέρμα του θεού, δεν επερίμενε
να ᾽ρθεί το νυφικό τραπέζι,
ουδέ των πολυφώνων υμεναίων ο αχός,
σαν που η συνήθεια να τον χαϊδοτραγουδούνε
στα βραδινά τους τ᾽ άσματα
οι φίλες συνομήλικες παρθένες,
20μα πήγε να πιαστεί με τ᾽ άπιαστα,
καθώς πολλοί το πάθαν κι άλλοι
κι είναι η πιο κούφια φύτρ᾽ ανθρώπινη
εκείνοι, που τα ντόπια τους καταφρονώντας
στρέφουν τα μάτια τους στα μακρινά,
τον άνεμο μ᾽ ελπίδες μάταιες κυνηγώντας.
|